Σάββατο 26 Μαΐου 2007

Τίποτα - Γράψε ό,τι λέω

Ό,τι λέω, γράψε. Είν’ ένας τόπος ανοιχτός, μια απλωσιά, δέντρα δεν έχει, ούτε νερά, τόπος ξερός, γι’ αυτό μου κάνει, γράψε το μέρος. Τόπος καλός για τη δουλειά που θέλω είναι. Δέντρα δεν έχει. Ό,τι φυτρώνει λιγοστό, μια χούφτα χλόη στις βροχές κι όσο αντέξει, μια ανεμώνη εδώ κι εκεί κι όσο αντέξει, δυο μαργαρίτες και κάπου-κάπου χαμομήλι. Τόπος ξερός κι οι πέτρες λίγες και μικρές. Βράχια δεν έχει. Κι αυτό καλό για τη δουλειά που θέλω είναι. Ψηλά δεν είναι, καλά είναι, τι να το κάνω το ψηλά αυτές τις ώρες, για τα πιο πριν είν’ τα ψηλά, όχι για τώρα. Σαν έρθει η ώρα, εκεί το σώμα μου να θάψεις, χωρίς πολλά-πολλά. Βράχια δεν έχει να τους πεις, να μην το φοβηθούν το σκάψιμο, βράχια δεν έχει. Πλάκα δε θέλω, δέκα πετρούλες μάζεψε από γύρω και στρώσ’ τες ίσια κι όμορφα, ίσα το μπόι μου να δείχνουν, δέκα πετρούλες. Πλάκα δε θέλω, στη μέση χώμα, δε σ’ αφήνει η πλάκα ν’ ανασάνεις, δέκα πετρούλες όλες-όλες κι ελαφρές, πλάκα δε θέλω. Σαν έρθει η ώρα. Χωρίς πολλά-πολλά , το γράφεις; Ένα πολλά ζητάω μόνο, γράφε. Τσιγάρα βάλε μου πολλά, όσο μπορείς πολλά, ξέρεις εσύ ποια, όσο μπορείς πολλά τσιγάρα και μία κούτα σπίρτα. Και μη βιαστείς να φύγεις, ούτε τους άλλους να αφήσεις να φύγουν, προπαντός τους άλλους, προπαντός εκείνον, το ζήτησα να πεις και το ‘γραψες, μην τον αφήσεις να βιαστεί, εγώ το ζήτησα να πεις και το ‘γραψες, το γράφεις; Σα δεις καπνό τσιγάρου να ξερνά το χώμα, κοίταξέ τον καλά, ίσια στα μάτια κοίταξέ τον, και φρόντισε να δει που τον κοιτάζεις μες στα μάτια, το γράφεις; Έτσι. Έτσι. Πολύ το θέλω να το δω το ύφος που θα πάρει, χωμένος μέσα στον καπνό που εγώ εγώ εγώ θα του φυσώ στα μούτρα. Άφοβα πια. Δέντρα δε θα ‘χει να κρυφτεί, ούτε αυτός, ούτε κι εγώ, το γράφεις; Δέντρα δε θα ‘χει.

www.oyden.blogspot.com


Η άποψη του Μίχου: Αυτός που υπογράφει σαν ουδέν, αποτελεί μιαν κατά τη γνώμη μου από τις πιο ενδιαφέρουσες γραφές της ιστόσφαιρας. Όχι επειδή παρέχει μια τελειωμένη γραφή, αλλά κυρίως επειδή πειραματίζεται κάτω από όρους που δείχνουν βαθιά γνώση της ελληνικής και το σπουδαιότερο, μιαν ανοιχτή συνομιλία με το ήθος της αρχαίας. Έχω μια πληροφορία ότι διαβάζει πολύ θεατρικό λόγο αλλά αυτό είναι εμφανές από κείμενά της όπως αυτό εδώ... Στην πραγματικότητα όμως δοκιμάζει γραφές με αποκλειστικό στόχο τη δραστικότητά τους στο διαδίκτυο, κάτι που το συμμερίζομαι προσωπικά και γι αυτό την παρακολουθώ καιρό τώρα...Εκείνο που είναι σίγουρο είναι πως η γραφή της έχει ξεπεράσει κατά πολύ τις προθέσεις της και σε διαρκή συνομιλία με τους σχολιαστές της δοκιμάζει κάθε φορά καινούριες εκδοχές των βασικών της συστατικών γραφής που είναι η προφορικότητα η δύναμη της παύσης που προσθέτει ένα βάρος, μιαν άλω στα λεγόμενα...και μια διεισδυτικότητα που κάποιες φορές έχει το ήθος του λόγου της κορυφαίας μιας αρχαίας τραγωδίας...Ξεκινώντας από μια θέση ματαιότητας πιστεύω πως ανακαλύπτει μέσα από τη γραφή όχι μόνο μια διέξοδο που ανυψώνει σταθερές γαίες αποξηραίνοντας έλη, αλλά και την σαφή ανάδραση των αναγνωστών της ότι παράγει καταφάσεις στη ζωή και θετικότητες...Η μορφή της γραφής της παραμένει ρευστή, εκτός από τους βασικούς όρους που επισήμανα εδώ, και ως αυτή τη στιγμή η ερευνητική της πορεία συνεχίζεται...Θα ήθελα να προσέξουν και άλλοι την πορεία αυτής της γραφής, γιατί σύντομα θα παρατηρήσουν ότι είναι από τις γραφές που τιμούν την ύπαρξη των ιστολογίων. Πολύ σύντομα θα διαπιστώσουν ότι χωρίς την ύπαρξη του διαδικτύου και με τους εκδοτικούς όρους της εποχής η γραφή αυτή δεν θα μπορούσε να υπάρχει...

H γνώμη του Πετεφρή. Αυτό είναι ένα σπουδαίο κείμενο. Στην αρχή νόμιζα ότι ανήκει στα παράγωγα της αυτόματης γραφής- τόσο σοφά είναι κρυμμένα τα μυστικά του.Συμφωνώ με τον Μίχο ότι πρίν τριάντα χρόνια θα ήταν στο συρτάρι ενός ενοχλημένου εκδότη,ενοχλημένου επειδή δεν θα άντεχε το εκτός λογοτεχνικής γραμμής κείμενο.Είναι επιπλέον θεατρικό, συντούτοις και αφηγηματικό, που θα μπορούσε να "ντύσει" εικόνες, ακόμη και ενός εγκλήματος. Είναι ό,τι πιό κοντά στη μουσική διάβασα τελευταία- άν εξαιρέσω τις πρόσφατες "συνέχειες" στο blog του Μπερεκέτη. Δεν ξέρω άν τώρα αρχίζουν τα δύσκολα, φίλη κεφαλή, αλλά σίγουρα εδώ τελειώνουν τα εύκολα.Δέντρα δεν θά΄χει ,διότι.

Τετάρτη 16 Μαΐου 2007

Ναταλία Κάππα - Δυο ποιήματα

&

Εμείς αγαπιόμαστε ό,τι και να γίνει, ε;

Ήθελα να σου γράψω κάτι πιο γλυκομίλητο
αλλά δε μ'αφήνει το χαρτί
- μ' έχει τυλίξει και βαράει στο ψαχνό
για να μου σπάσει τον τσαμπουκά νομίζω
και να με κάνει θρύψαλα στη μέγγενή του
να γράφω πια μόνο τη λίστα του σουπερμάρκετ
και ραβασάκια στον Ιάσωνα. Δεν πειράζει.
Θαν τα μασήσω εγώ καλά-καλά τα λόγια
και θα προσέχω σαν τα μάτια μου
να μην το ξαναπώ το ψέμα
και μείνω μόνη μου και στον απάνω κόσμο.
Θα βάλω όλη μου την τέχνη
και θα τα ξεχωρίσω τα όνειρα απ' τις σάρκες
ξύγγι - ξύγγι.
Και θα το καταπιώ και το γαμώτο μου
κι όλες μου τις βρισιές αχώνευτες.
Δεν είναι για το τέλος που οργίζομαι- μη νομίσεις-
είναι που δεν το κατάλαβα να σε ρουφήξω πρώτα
κι ακόμα σε διψάω.
Δεν πειράζει όμως,

εμείς αγαπιόμαστε ό, τι και να γίνει..... Ε;


*

Εδώ
στο ρείθρο του χρόνου που σφήνωσα
κάθετα στο μέλλον να δώσω ένα σάλτο
και να τελειώσουν όλα
Να σκάσω με φόρα στον πάτο του λάκκου
φρεσκοσκαμμένος και να είναι σαν τσουλήθρα
που κάνανε τα παιδιά στις σκάλες κι εγώ φοβόμουνα
Πάντα φοβόμουνα
Όλα τα φοβόμουνα
Μού ‘μεινε κειμήλιο ένας γκρίζος φόβος.
Καλύτερα.
Άσπρα είναι τα άδεια πράματα, τ’ αγίνωτα
Μια ατευλεύτητη πρόκληση να δώσεις να δώσεις
να δίνεις συνέχεια
καντάρια το αίμα
να περιφέρεται σκιάχτρο
να φοβερίζει τα παιδιά

Φυλαχτείτε παιδιά!

Από την μπόχα τη μιζέρια την τρέλλα μου
Εμένα δεν με νοιάζει κι αν δεν με πλησιάσει πια κανείς σας
Εγώ δε χρειάζομαι ανάγκες.
Τίποτα δε χρειάζομαι
μαθαίνω να είμαι τρελλή βλέπετε
κι αυτοί είναι συνήθως αυτάρκεις.
Προπαντών, όμως, μη μου χαμογελάτε
Τα σκιάζομαι τα σαγόνια σας Κανάγιες!
Ουρλιάξτε όλοι μαζί
(Μην το εννοείτε, δεν είναι υποχρεωτικό)
Φωνάξτε να γεμίσω λίγες τρύπες ακόμη
από ‘κείνες που αφήνει ο τρόμος
να κάνετε κι εσείς το κομμάτι σας να πάρω φόρα....

Μπουρλότο και ΒΟΥΡ!
κι ας πάνε στο διάβολο και τα ποιήματα
να ησυχάσω κι εγώ
να ησυχάσετε κι εσείς

http://es-gin-enalian.blogspot.com/


Η άποψη του Μίχου. Υπάρχει μια εμφανής βία που γεννάει η αυτοσυνείδηση...και δεν υπάρχει η πρόθεση μιας ευπρέπειας ποιήματος όταν το περιεχόμενο που καίει επείγει...Αυτή η ιδότυπη τσαντίλα προέρχεται από το γεγονός ότι δεν υπάρχουν βεβαιότητες ότι η φωνή και ότι θέλει να μεταδώσει θα ακουστεί...ότι τελικά η γλώσσα δεν θα προδώσει την ακρίβεια αυτού που θέλει να μεταδοθεί...Η γλώσσα είναι ο εχθρός του ποιητή και δέχεται άτακτή επίθεση σαν ένας εκ των προτέρων προδότης...Εδώ υπάρχει ένας βίος φλεγόμενος και το τελευταίο που θα άφηνε το δέος που γεννά είναι ένας λόγος για τη στρατηγική της έκφρασης... Κάθε λέξη που αναδύεται στη διάρκεια αυτής της αναμέτρησης γίνεται πέτρα καλή για πετροβολήσει όσο το βάρος της...Όταν θα φύγει η γοητεία που μου προκαλούν θα κοιτάξω και τη μορφική τους διάσταση...Το να γράφεις ποίηση είναι τραύμα...αδυναμία που θέλεις να της ξεφύγεις... Πώς; Γράφοντας με το πόδι πιασμένο στο δόκανο που είναι η ποίηση...Αντε τώρα να εξηγήσεις τι σημαίνει γράφω από την απελπισμένη επιθυμία να μην ξαναγράψω... Τι θες ρε Ναταλία; Τα είπαμε, δεν τα είπαμε; Στα τυφλά πάω κι εγώ...Δίχτυ αποκάτω δεν υπάρχει...

H άποψη του Πετεφρή: τα δύο ποιήματα αδικούνται προφανώς από την συνύπαρξή τους. Επειδή "στοχεύουν", έχουν κοινή συνισταμένη, το ένα δεν βελτιώνει το άλλο, αντιθέτως,σα να ακούς από στερεοφωνικό μιά προδήλως μονοφωνική εγγραφή. Ωστόσο δεν μπορώ να παραβλέψω την εξαιρετικά έντονη "προθήκη¨ στην οποία βρίσκονται: περιφρόνηση της ουσίας υπέρ στακάτων λέξεων που έχουν βάρος και δριμύτητα.Εξαίσια η χρήση του "φοβόμουνα" σε δύο καπακωτούς στίχους. Αλλά επιμένω ότι μιλάει από κει μέσα ένας ποιητικός χαρακτήρας που χρησιμοποιεί ένα καλά χωμενένο σύστημα από ολιγοσύλλαβες περιόδους και το ονομάζει "ποίημα". Επαινώ τις λέξεις, τις έννοιες, το πάθος και τον τρόπο του πελεκήματος, ίσως να έχω μπροστά μου έναν άνθρωπο που έχει γράψει υπέροχα ποιήματα. Οχι αυτά που βλέπω, κι από την μακρόχρονη ανάγνωση, στοίχειωσαν μέσα μου.

Δευτέρα 14 Μαΐου 2007

Numb_jg - Εκκλησιαστικό Δυστύχημα

Η 24η Απριλίου 2008 ήταν μια μέρα που θα χαραζόταν ανεξίτηλα στη μνήμη των κατοίκων του μικρού χωριού και γενικότερα στο συλλογικό φαντασιακό των Ελλήνων. Γιατί η φήμη που συνόδεψε αυτό το περιστατικό, το οποίο έλαβε τόπο στο ναό του Αγίου Νικολάου, πέρασε τα σύνορα του χωριού, έφτασε στην πόλη και με την αρωγή των ΜΜΕ έγινε ένας θρύλος που ακόμη και σήμερα, 35 χρόνια μετά, εξάπτει την περιέργεια και δυναμιτίζει το ήρεμο πνεύμα των ορθοδόξων χριστιανών. Γι αυτό το θέμα, που σκανδάλισε τα πλήθη, ακούστηκαν τόσα πολλά, τα οποία ήταν όχι μόνο ανακριβή, αλλά και εμπλουτισμένα με αχρείαστες λεπτομέρειες. Ευτυχώς, ήμουν μπροστά στο συμβάν και μπορώ να σας εκμυστηρευτώ εκ των υστέρων, πάντα με την εξωραϊστική διάθεση που χαρίζει αβίαστα ο χρόνος, όλα όσα συνέβησαν εκείνο το ωραίο πρωινό της Μεγάλης Πέμπτης μέσα στον περίλαμπρο ναό.

Η Θεοπίστη ήταν μια πανέμορφη κοπέλα, γύρω στα 25, που είχε πάει στην εκκλησία για να μεταλάβει. Πάντα σοβαρή, ολιγομίλητη και θεοσεβούμενη. Όλοι όσοι την έβλεπαν, έστρεφαν το κεφάλι τους προς το μέρος της και θαμπωμένοι από την ομορφιά της, αφήναν, χωρίς πάντα να το θέλουν, έναν αναστεναγμό. Ακόμη και οι δυο αρχικουτσομπόλες του χωριού, η Φιλιώ η μοδίστρα και η Ελπινίκη, δε μπορούσαν να πουν κάτι κακό γι αυτήν, αλλά τη συμπονούσαν με τον τρόπο τους. «Ωραία κοπέλα και να είναι ανύπαντρη». «Κρίμα, κρίμα. Να δεις που θα παραμείνει ανύπαντρη μέχρι να πεθάνει». «Στοίχημα βάζω ότι θα πάει να γίνει καλόγρια». «Ε ναι, σίγουρα. Από μικρή τη θυμάμαι κάθε Κυριακή να πηγαίνει στην εκκλησία. Μα, άλλα ενδιαφέροντα δεν έχει αυτή η κοπέλα; Έστω να πάει για ένα καφέ, για ένα ποτό, βρε αδερφέ;». «Αυτή η κοπέλα είναι υπόδειγμα ηθικής στο χωριό. Δεν έχει δώσει κανένα δικαίωμα για κουτσομπολιά. Δεν είναι σαν τις άλλες τις χαμούρες. Αυτή είναι τύπος και υπογραμμός».

Εκείνη τη μέρα την πέτυχα στο δρόμο. Την καλημέρισα. «Καλημέρα Γιώργο. Καλά είσαι; Θα πάω στην εκκλησία να μεταλάβω. Νήστευα για 40 μέρες. Εσύ πόσο καιρό έχεις να ρθεις εκκλησία;», ρώτησε με έναν γλυκά παραπονιάρικο τρόπο. Της είπα ότι έχω να εκκλησιαστώ τουλάχιστο έναν χρόνο, ενώ μεταξύ σοβαρού και αστείου ομολόγησα ότι ο κυριότερος λόγος για τον οποίο δεν πηγαίνω στο ναό είναι το ότι ο παπα-Νικόλαος είναι ιδιαίτερα κακόφωνος. Μου έριξε ένα αυστηρό βλέμμα και έφυγε. Εγώ πήγα στην καφετέρια, αλλά ήταν κλειστή. Για ένα λόγο, που ακόμη και σήμερα δε μπορώ να εξηγήσω, αποφάσισα να πάω στον Άγιο Νικόλαο. Ίσως οφειλόταν στο ότι είχα δει τη Θεοπίστη ή στο ότι ήθελα να την ξαναδώ. Μα ήταν τόσο ωραία! Φορούσε, θυμάμαι, ένα λευκό πουκάμισο, μια καφέ μάξι φούστα με κάτι λουλουδάκια, τα ξανθά της μαλλιά έπεφταν στους λεπτούς της ώμους, ήταν μια οπτασία!

Όταν μπήκα στον πρόναο, άναψα ένα κερί, αυτή με κοίταξε, μου χαμογέλασε, ήρθε προς το μέρος μου και με σιγανή φωνή παραδέχτηκε: «Χάρηκα που ήρθες στην εκκλησία. Νιώθω σα να έκανα μια καλή πράξη σήμερα. Δεν πειράζει που ήρθες στο τέλος της θείας λειτουργίας. Πάω να μεταλάβω. 40 μέρες νηστείας δεν ήταν και λίγες. Τρέμουν τα πόδια μου από την πείνα, αλλά με τη βοήθεια του Θεού καταπολέμησα όλους τους στομαχικούς πειρασμούς». Κούνησα συγκαταβατικά (πιο πολύ μηχανικά μάλλον) το κεφάλι μου και την είδα να κατευθύνεται μαζί με τους άλλους πιστούς προς το μέρος της Ωραίας Πύλης, όπου ετοιμαζόταν να βγει ο παπάς, για να κοινωνήσουν. Τα χείλη του αριστερού ψάλτη έψελναν με ευλάβεια το «μετά φόβου Θεού πίστεως και αγάπης προσέρχονται». Οι πιστοί μεταλάμβαναν το σώμα και το αίμα του Κύριου ημών Ιησού Χριστού. Η Θεοπίστη είχε μείνει τελευταία. Την στιγμή που έφτασε μπροστά από τον ιερέα, έπιασε ξαφνικά το κεφάλι της, παραπάτησε ζαλισμένη και έπεσε κάτω στο δάπεδο μπροστά στον παπά. Αυτός ξαφνιάστηκε, έκανε μια κίνηση σαν να προσπάθησε να την πιάσει, αλλά η κίνησή του ήταν αναποτελεσματική. Το μόνο που κατάφερε ήταν να αφήσει από το χέρι του το δισκοπότηρο με την αγία μετάληψη, η οποία χύθηκε όλη στο πρόσωπο και στα ρούχα της Θεοπίστης. Ο κόσμος πάγωσε. Ο ψάλτης σταμάτησε και άρχισε να βήχει. Ακόμη και η Φιλιώ σταμάτησε τα κουτσομπολίστικα ψουψουψού με την Ελπινίκη και κοίταζαν το παράξενο θέαμα. Εγώ πάλι ήθελα να γελάσω, αλλά με τη βοήθεια του Θεού κρατήθηκα. Η Θεοπίστη κάτω αναίσθητη, βρεγμένη από τη θεία κοινωνία με τον παπά από πάνω να την κοιτάει αμήχανα. Νεκρική σιωπή. Εκκωφαντική, θα μπορούσα να πω. Τότε ο παπάς έκανε ένα νόημα και ο δεξιός ψάλτης ξεκίνησε πάλι να ψέλνει. Ο ιερέας έσκυψε πάνω από τη Θεοπίστη και άρχισε να την αγγίζει. Το ορθόδοξο δόγμα υποστηρίζει ότι είναι φριχτή αμαρτία να πάει χαμένη η θεία κοινωνία. Ο παπα-Νικόλαος έσκυψε, λοιπόν, από πάνω της και άρχισε να τη γλύφει στο πρόσωπο και στο λαιμό. Δεν έπρεπε να πάει χαμένη η μετάληψη. Έβγαλε μετά τα άσπρο της πουκάμισο, την έγδυσε και κοιτούσε το στηθόδεσμό της. Ο κόσμος άρχισε να νιώθει αμήχανα. Από κάπου ακούστηκε το γνώριμο ψουψουψού της Φιλιώς, κάποιες γιαγιάδες σταυροκοπήθηκαν και πήγαν προς την έξοδο του ναού, ενώ κάποιοι άλλοι προχώρησαν προς το μέρος του ιερέα. Εκείνος αφαίρεσε τον στηθόδεσμο της. Αμέσως μετά, τη φούστα της. Οι 10 λέξεις που εκστόμισε έσκασαν σα βόμβα μεγατόνων: «Πω πω τι μουνάρα είσαι συ. Θέλω να σε γαμήσω». Και αφού αφαίρεσε τα άμφιά του, έβγαλε και το κιλοτάκι της Θεοπίστης και άρχισε να τη γαμάει. Ο παπάς προφανώς είχε θαμπωθεί από την ομορφιά της Θεοπίστης και είχε φτάσει σε έκσταση και σε έναν παροξυσμό που τον αποπροσανατόλιζε από τον παρόντα χωροχρόνο. Η Θεοπίστη ξύπνησε από τον πόνο και άρχιζε να ουρλιάζει «Μη, ρε τραγόπαπα είμαι παρθένα», για να πάρει την αποστομωτική απάντηση: «΄Ησουν παρθένα». Το θέαμα ήταν το πιο αλλόκοτο της ζωής μου. Θυμήθηκα τη σκηνή των οργίων στο «Μάτια ερμητικά κλειστά» και συμπέρανα ότι εκείνη η σκηνή ωχριούσε μπροστά σε αυτά που διαδρματιζόταν μέσα στο ναό. Ο κόσμος άρχισε να φωνάζει αποδοκιμαστικά, τρεις πιστοί που μόλις είχαν μεταλάβει ξερνούσαν, ένας παππούς έβριζε τον παπά με φριχτές χριστοπαναγίες, μία γιαγιά λιποθύμησε, ο ψάλτης φώναξε κάτι ακατάληπτο, κάποια παιδάκια έκλαιγαν, η παπαδιά έτρεξε ντροπιασμένη προς την έξοδο, ένας πολυέλαιος κουνήθηκε και έπεσε στο πάτωμα, μερικά κεριά έσβησαν, κάποια άλλα άναψαν, μια εικόνα κατακρημνίστηκε, πολλά καντήλια έπεσαν στο δάπεδο και έγιναν κομμάτια, τρία σκυλιά μπήκαν στο ναό γαβγίζοντας, τα φώτα αναβόσβηναν μόνα τους, κάποιοι έτρεξαν βλαστημώντας προς το νάρθηκα, εγώ έμεινα να κοιτάω σαν να είμαι μπανιστηρτζής, η Φιλιώ με την Ελπινίκη φώναζαν «Στην πυρά, ω κολασμένοι», ο νεοκόρος εκστόμισε κάποιες τρομερές βρισιές, αλλά ο παπάς συνέχιζε το μηχανικό του έργο μέχρι που φώναξε «Χύνωωωωωωω ρε». Τότε η Θεοπίστη τον κοίταξε με λάγνο ύφος και ομολόγησε: «Θέλω κι άλλο».

Μετά από λίγες ώρες πλάκωσαν τα κανάλια και έγινε το σύστριγκλο. Το χωριό παρομοιάστηκε με τα Σόδομα και τα Γόμορρα. Ο παπάς και η Θεοπίστη εξαφανίστηκαν. Κανείς δεν τους είδε να βγαίνουν από το ναό, στον οποίο πραγματοποιήθηκε ξανά θεία λειτουργία ύστερα από 2 χρόνια, αφού προηγουμένως είχε διαβαστεί εξορκισμός από τον ίδιο τον αρχιεπίσκοπο. Μάλιστα ο μητροπολίτης αφόρισε και τη Θεοπίστη και τον παπα-Νικόλαο. Το χωριό έμεινε εκείνο το Πάσχα χωρίς ιερέα. Οι πιστοί αναγκάστηκαν να παρακολουθήσουν την αναστάσιμη λειτουργία στο διπλανό χωριό. Για πολλά χρόνια κανείς δεν είχε ακούσει κάτι νεότερο για το ζευγάρι. Μόλις πρόπερσι άκουσα κάτι φήμες ότι ο παπάς πέθανε, ότι η Θεοπίστη είναι η μάνα 7 παιδιών, εκ των οποίων το πρώτο γεννήθηκε με δύο κεφάλια, με κατακόκκινα μάτια και με διχαλωτή γλώσσα και ότι ύστερα από αυτή τη διαπόμπευση κατέφυγαν σε ένα νησί του Ιονίου, όπου δεν τους γνώρισε παραδόξως κανείς και ότι έβγαζαν τα προς το ζην με το εμπόριο ινδικής κάνναβης. Αλλά για όλα αυτά δεν είμαι σίγουρος. Θα σας γελάσω και δεν το θέλω.

http://numbinvolos2006.blogspot.com/

H άποψη του Πετεφρή: δεν είστε μόνος, κι αυτό είναι σίγουρο! η βαθύτατα ανθρωπιστική, ηθολογική σας στάση, που εκφράζεται (λέμε τώρα..) με την περιγραφή μιάς ύβρης, είναι πειραχτική, άρα βελτιωτική της συμπεριφοράς, "προκλητική" από αγωνία, και "εκτός γραμμής" από περιφρόνηση προς την ξύλινη, τρέχουσα ηθική.Δεν χρειάζεται να ανατρέξω (ευτυχώς!) στον Αριστοφάνη. Η αίσθηση ότι μέσα στο τυπικό των θρησκειών, υπάρχει ένας ωμός πόθος της σάρκας του άλλου, είναι αρκετά κοινή.Έχω αναφέρει πάλι την κατηγορία ενός "μάρτυρα¨ στα καμώματα του πρωτοπαπά Κωνσταντίνου Καβάσιλα, το έτος 1400: βάφτιζε ένα παιδί και είπε στην κουμπάρα, την ώρα που έβαζε στο παιδί το χρίσμα: φέρε να αλείψω τώρα του μουνίν σου, ίνα μη συγκάπτη (να μη συγκαίγεται). Και αρκετά ευρήματα στις ασεβείς ταινίες του Μπουνιέλ. Και βέβαια, ο αιγύπτιος ιερέας στις "τελευταίες ημέρες της Πομπηίας" που επιθυμεί να κουτουπώσει την χριστιανή, κι άς πέφτουν κολόνες από τον σεισμό.Και ο Καρκαβίτσας, στα λόγια της πλώρης, γαμάει τον διάβολο.Και βέβαια, ο Μπόστ, με το αμάρτημα της μητρός μου( "όταν η μητέρα μου αποφάσισε να γίνει πόρνη..."). Αυτού του τύπου η διήγηση παραμένει επίτηδες σοβαροφανής, βγάζει πολύ γέλιο με την ουδετερότητά της, ή ,όταν απομιμείται και συγκεκριμένη θρησκευτικη ρητορική, είναι πραγματικά γουστόζικη (όπως η holy hand grenade των Μόντι Πάιθονς). Εσείς, απο απειρία ή συγκρουόμενους στόχους, δεν διαλέξατε ένα ξεκάθαρο "εξαγνιστικό" ύφος. Η κοπέλα παραείναι ελκυστική, παρά την νηστεία της ,αφήνει λυτά τα μαλλιά της, πιάνει κουβέντα στον νάρθηκα με έναν νεαρό, είναι αφελής αλλά όχι του θανατά. Θα είχατε πιάσει τον ταύρο από τα κέρατα με ένα πιό σφιχτό ύφος. Αλλά δεν πειράζει. Ορθά διαλέξατε μικρό χωριό, κουτσομπόλες, εκκλησία και την πεποίθηση ότι η θεία κοινωνία δεν πρεπει να πέσει στο έδαφος, ως υπέρτατη αρχή τυπολογίας. Αλλά δεν ξέρετε πως θα είναι τα ΜΜΕ σε 35 χρόνια, όπως κανένας δεν ήξερε πως θα είναι τα ΜΜΕ του 2007, κατά το 1972. Θέλω πώ ότι το 2042, μπορεί να πλακώνονται μέσα στις εκκλησίες, γλείφοντας ο ενας τον άλλον και να μη τρέχει κάστανο, χωρίς να δημιουργούν "είδηση". Προτιμήσατε την ανεκδοτολογική πτυχή, αυτή που έχει οδηγήσει κατά καιρούς σε ωραία ανέκδοτα γιά τους παπάδες (όπως εκείνο με τον ιερέα που μπαίνει με το θυμιατό σε τεκέ με gay χρήστες και ένας του λέει: έ, γλυκειά μου, το τσαντάκι σου έπιασε φωτιά!). Με δυό λόγια, θεωρώ λάθος που βάζετε στο σήμερα το γεγονός και το σχολιάζετε από το μέλλον, επειδή τα κριτήριά σας παραμένουν του παρόντος και με το παρόν ασχολείστε. Αλλά έχετε ευρυχωρία φρονήματος και αυτό μου αρέσει- πάντοτε υπάρχει καιρός να στρώσετε ένα ύφος και καλές τεχνικές. Η τελευταία παράγραφος είναι απίστευτα καλή- στρώνετε.
Αν ,μαζί με το ξαφνικό και "ασεβές" γαμήσι σατιρίζατε και γλωσσικά το γεγονός, θα ήσασταν στα πρόθυρα του αφορισμού και της οργής των "ευσεβών".Η γλώσσα σας τώρα, είναι δεόντως νερωμένη και αραιωμένη. Δοκιμάστε κι άλλα.

Η άποψη του Μίχου. Μια φορά που μιλούσμε για τον Τζώρτζ Μπατάϊγ, λεει ένας της παρέας, ποιόν;, αυτόν που κατουράει δισκοπότηρα;... Θυμήθηκα και τον Ντε Σαντ με τις εσκεμμένες βεβηλώσεις, και το ρόλο του διευθέτη. Μετά την Πάπισσα Ιωάννα που γεννάει εξώγαμο ως πάπας...πιθανές προεκτάσεις του κειμένου εδώ... Αλλά εδώ έχουμε μια ήθογραφία, πάνω στην άποψη ότι η θεία κοινωνία δεν πρέπει να χυθεί, και αφού χύνεται, χύνουν όλοι μαζί...) Η ιστορία πάσχει από αληθοφάνεια...Η τύπισσα δεν έχει συμπεριφορά θεούσας, η ηλικία της δεν δικιολογεί την κοινωνικότητα που έχει, οι θεούσες είναι αμίλητες σ΄αυτή την ηλικία... Στην πραγματικότητα, αν συνέβαινε αυτό που περιγράφεις μάλλον το εκκλησίασμα θα το πληροφορούνταν με κραυγές από το χώρο της εξομολόγησης.... Η όλη ιστορία ξεκινάει από το αν η θεία κοινωνία χυνόταν...Αυτό που έρχεται να τη στηρίξει έχει την πιθανότητα της φαντασίας και όχι της αληθοφάνεια που απαιτείται, από ένα σημείο και μετά υπάρχει μια γρήγορη τακτοποίηση που επιταχύνει το ρυθμό της αφήγησης γιατί το κλού εξαντλήθηκε και η ιστορία πρέπει να κλείσει... Θεώρησες πως η τόλμη θα ήταν αρκετή για να διεκπεραιώσεις την αφήγηση και άφησες την ιστορία αφρόντιστη πραγματολογικά και αφηγηματικά. Η βέβηλη πρόζα έχει παράδοση, ανέφερα στην αρχή μερικές πηγές, και έχει απαιτήσεις περισσότερες από μιας πρόκλησης... Εγώ θα αρχιζα από τη Β΄επιστολή προς Κορινθίους όπου ο απόστολος Παύλος ασχολείται με τις γυναίκες που γλωσσολαλούν... μετά θα έκανα μια βόλτα σε εκκλησίες Πεντηκοστιανών να δω τα παραληρήματά τους, μετά πιθανόν σε κάποιες εκκλησίες που ξορκίζουν δαιμονισμένους...Σοβαρή έρευνα δηλαδή κι όχι στρακαστρούκες για να προκαλέσουμε το Χριστόδουλο... Διότι κάποτε υπήρχε και ένας άγιος Πρεβέζης του οποίου τα αφηγήματα είχαμε την τύχη να διαβάσουμε στην ώρα τους... Δοκίμασε κάτι πιο πειστικό, γιατί προσωπικά έχω την αίσθηση ότι μπορείς αλλά δεν το κάνεις από τη χαρά του ευρήματός σου... και από βιασύνη... Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω; Έχεις μια μελωδία και την ενορχηστρώνεις πρόχειρα και φαλτσαριστά...γελάμε με το έυρημα σαν ανέκδοτο και πετάμε τα υπόλοιπα στη θάλασσα...

Τρίτη 8 Μαΐου 2007

Fight back - Χταπόδι

Η Σταχτοπούτα ήταν ζώο γλοιώδες με πόδια οχτώ και γοβάκια χιλιάδες. Όταν καθόταν σταυροπόδι μάγευε τους πρίγκιπες και κόλαζε τους κολασμένους. Ήταν στ' αλήθεια υπηρέτρια και καταπιεσμένη μα ήταν για τις θετές αδελφές της πρότυπο φιλοδοξίας και εξέλιξης. Η σκλάβα αυτή παρέδιδε ιδιαίτερα μαθήματα επιτυχούς σταδιοδρομίας. Φρόντιζε επιμελώς την επιδερμίδα της και ενίοτε τύλιγε κάποιον φαντασμένο γαλαζοαίματο, όπως ακριβώς ενώνουν ένα ζευγάρι οι χειροπέδες του γάμου και όπως δένεται μια μπομπονιέρα με το κοτσάνι ενός τριαντάφυλλου. Τις νύχτες παραμιλούσε γιατί μπροστά της εμφανιζότανε μία νεράιδα, πρόσωπο μαγικά ασυνήθιστο μα συνάμα καθημερινό, που της δίδασκε ότι γίνεται η κολοκύθα άμαξα, η δούλα πριγκίπισσα, το έντομο νεράιδα, εφόσον το πιστέψει. Με έναν ανατρεπτικό χτύπο του ρολογιού, το παραμύθι τελειώνει με την πιο ευτυχή κατάληξη.

Μα το παιδικό παραμύθι άφησε τις αποχρώσεις του στη ζωή. Κανείς δε θέλει την κολοκύθα εκτός αν γίνει κάποτε άμαξα. Τα έντομα πιστεύουν ότι είναι νεράιδες. Οι πρίγκιπες ονειρεύονται ότι μέσα απ' τις στάχτες ανασύρουν μια οπτασία. Οι έκφυλοι εκστασιάζονται με το χώρισμα των πλοκαμιών ενός χταποδιού. Ακόμα και η πριγκίπισσα η ίδια φαντασιώνεται ότι υπήρξε ταπεινή δούλα. Και τελικά όλοι δένουν την μπομπονιέρα των γάμων τους με το κοτσάνι ενός λουλουδιού φιλοδοξώντας πως θα αλλάξει κάποτε σε λευκή μεταξωτή κορδέλα.

http://fightback-naoum.blogspot.com/

Η άποψη του Μίχου. Η ιστορία σου έχει το νεύρο που χρειάζεται για να ανατρέψει το παραδομένο παραμύθι... Φορτωμένο βέβαια πολύ από εκείνο το βιβλίο που ετιτλοφορείτο, "Το σύνδρομο της Σταχτοπούτας", το συμμετρικό του είναι "Το σύνδρομο του Πήτερ Παν", που κι αυτό έχει κωδικοποιηθεί. Το παιδικό παραμύθι είναι καιρός τώρα που θεωρείται τόσο σοβαρό όσο ένα συλλογικό όνειρο...πολύ βαθιά συνδεδεμένο με τη ζωή. Και τα παιδιά μου απαγγέλουν τακτικά τον ρούνι ρούνι, το ύπουλο κακό γουρούνι του Τριβυζά...Οι ανατροπές των παραμυθιών έχουν τη ιστορία τους... Θέλω να πω, η ιστορία πάσχει πραγματολογικά και όχι εκφραστικά. Τόσος κόπος και σπατάλη κλισέ για να στηριχθεί ο μικροαστικός φόβος για το γάμο; Η Σταχτοπούτα σου διατηρεί κάτι από την ευπλαστότητα των καρτούν του Γουόλ των Πινκ Φλόϋντ και η όλη αφήγηση δεν τσιγκουνεύεται σε επιτυχημένα λίγο ως πολύ σύμβολα. Το τελικό αποτέλεσμα μας ανεβάζει σε μια επιφάνεια "ασήμαντη", που δεν ξεπερνάει τα όρια ενός εκδικητικού παιγνίου στο κορίτσι που μας άφησε και την άλλη Κυριακή παντρεύεται... Προσωπικά θα με κάνεις να μεταφράσω για χάρη σου μερικά κείμενα στο μπλογκ μου, από τον Αουγκούστο Μοντερόσο, που με παρόμοια υλικά έφτιαξε ένα ολόκληρο βιβλίο με τον τίτλο: Το Μαύρο Πρόβατο και άλλοι Μύθοι, προχωρώντας σε μια συνολική κριτική του περιγύρου του... Και κάτι τελευταίο. Το επικίνδυνο με αυτού του είδους τα κείμενα είναι πως ενώ σε γοητεύουν σαν τον ρίπτη των μαχαιριών στο κορίτσι που κάθεται ακίνητο απέναντι, καίγονται σαν πυροτεχνήματα και ξοδεύοντι σαν ευφυολογήματα.... Όλα αυτά για να σε παρακινήσω να συνεχίσεις τις δοκιμές, κυρίως ανεβάζοντας τον πήχυ των προς μεταποίηση παραμυθιών...

H άποψη του Πετεφρή: Μάλιστα. Μετά την πρώτη υποβολή (και πλήθος κειμένων του που μεσολάβησαν από τον Φεβρουάριο) ο Φάιτμπακ ( ή μήπως Φιχτμπάχιος;) καταφέρνει να βάλει εκείνην την εκρηκτική ποσότητα λέξεων που τον βασανίζουν αθεώρητες και ανέλεγκτες μέσα στο καλούπι ενός συγκεκριμένου μύθου (ίσως να είναι και ένα δημοφιλές στερεότυπο). Τι κερδίζει έτσι; τον στόχο του, γιά την παραγωγή ενός αξιαναγνώστου κειμένου, αργότερα, όταν το πάρει απόφαση. Δεν κυκλοφορεί γενικώς πολύς μανιχαϊσμός στην λογοτεχνία. Ο Φιχτμπάχιος δίνει την εντύπωση μιάς δυνατής προσωπικότητας που είναι πιό ασκημένη στον δημόσιο έλεγχο από τα δημιουργήματά της. Αλλά η Σταχτοπούτα του βρίσκεται μέσα στο καλό, ζεστό καλαπόδι,και άν ακολουθήσει τον πορτολάνο του Μίχου,θα τα πάει μιά χαρά. Με το ένα μάτι βέβαια, καρφωμένο στην παρατήρηση ότι τέτοια κείμενα "καίγονται σαν πυροτεχνήματα και ξοδεύονται σαν ευφυολογήματα". Γι αυτό και προσθέτω ακόμη έναν μπούσουλα: σαφώς χρειάζεται λιγότερη εξτραβαγκάνζα, δηλαδή λιγότερα λογάκια με πυκνά "σημαινόμενα". Δηλαδή, παράλληλα με την "μεταποίηση" παραμυθιών, να προχωρήσει (ο Φιχμπάχιος εννοώ) και στο έμμεσο σχολιασμό (γιατί όχι και στην αναμέτρηση) με την ανάλογη ποιητική γραμματολογία, που είναι άφθονη στην μεταπολεμική εποχή.
Δοκιμαστικά προτείνω: μη ταράττεις, Φιχτμπάχιε, ΟΛΟΥΣ τους κύκλους του συμβόλου που επιθυμείς να ανατινάξεις. Κράτα όλην την δορά του μύθου. Και την βασίλισσα, και τις ανεπρόκοπες κόρες, και τον αβραμόπουλο- πρίγκηπα, όλην την σάχλα. Να καταλήγει το κείμενο στο ότι η κυρία ήταν εντέλει ζώο γλοιώδες με πόδια οκτώ και γοβάκια χιλιάδες, όχι να ξεκινάει έτσι. Οι αναγνώστες πιά, ασκημένοι στην ανίχνευση της μπαλαφάρας "ποιό να είναι άραγε το μήνυμα", είναι μαζί αναγνώστες και τυφλοί. Μύθους μετά ποιήσεως ξετινάζει και ο Καλχαλίας-κλέψε και από αυτόν.

Τετάρτη 2 Μαΐου 2007

Motorcycle Boy - Μυστήριο τραίνο

Ήρθε από το πουθενά. Ήμασταν αραχτοί –σταθερή κατάσταση, στο γρασίδι της Παντείου, κάτω από το άγαλμα. Θυμάμαι κιόλας πως κάποιος είχε κολλήσει με σελοτέιπ ένα τσιγάρο στον έρημο τον άγαλμα Πάντο (όχι του Ολυμπιακού -δεν υπήρχε αυτός τότε). Σερνόμασταν, αποβλακωμένοι από τον ήλιο, έπαιζαν και κάτι ούζα –σταθερή κατάσταση. Αντιμετωπίζαμε το φλέγον πρόβλημα –στο καφενείο απέναντι ή στο σπίτι του Θεσσαλονικιού, δυο τετράγωνα δρόμος; Άλυτο πρόβλημα, είχαμε αποκάμει –ούτε το μπουκάλι του ούζου δεν μπορούσαμε να μετακινήσουμε, που του είχε κάνει δεύτερη ζύμωση ο ήλιος. Έπαιζε και κάποιο μάθημα στο αμφιθέατρο, αλλά γι’ αυτό, ούτε λόγος –σταθερή κατάσταση.

Με τον καφέ έχει να κάνει

Εκεί λοιπόν λιαζόμασταν, σαν τα σκουλήκια μετά τη βροχή όταν είδαμε μια αρβύλα. Να σπρώχνει το ούζο. Το οποίο πήγε και κάθισε κάτω από τις σημειώσεις Στατιστικής, που τις είχε κάνει πυργάκι κάποιος βαριεστημένος σκουλήκης. Και ακούμε κάτι σαν «μαζέψτε το ούζο σας ρε μάγκες –θα μαστουρώσει το άγαλμα από τις αναθυμιάσεις».

«Καλώς τον εξυπνάκια», σκέφτηκαν τα μισά μυαλά που κυλιόντουσαν στο γρασίδι (τα άλλα μισά είχαν ναρκωθεί εντελώς και σκέφτονταν αν γίνεται να κατουρήσεις χωρίς να σηκωθείς από τη θέση σου). Κάποιος του είπε «μάζεψέ το εσύ ρε φίλε, που είσαι και μορφωμένος», ενώ κάποιος άλλος μουρμούρισε την κατεξοχήν λιώμα-φράση «κάτσε και σκάτσε». Να μην τα πολυλογώ, κάθισε στο μαρμάρινο παγκάκι, τρία μέτρα απόσταση.

Τον χαζεύαμε, διαδικασία επίπονη (αφού πιωμένος και αποβλακωμένος νετάρεις μέσα από καλειδοσκόπιο) αλλά και διαφωτιστική. Είχε κάτι μαλλιά ο κερατάς, μαύρα σαν τη ματαιότητα και όρθια σαν υποδοχή νέο-εκλεγέντος Πρωθυπουργού. Δεν φαινόταν ιδιαίτερα ψηλός, αλλά δεν ορκίζομαι κιόλας. Φορούσε ένα από εκείνα τα στρατιωτικά τζάκετ που μας είχαν γίνει δεύτερο πετσί τότε. Τον κοιτάζαμε που κάπνιζε -κι αυτός κοίταζε πίσω από τα κεφάλια μας. Κάποιος ψάρωσε και γύρισε να δει τι χαζεύει ο Μυστήριος, για να φάει μια ξεγυρισμένη σφαλιάρα από τον, σχετικά νηφάλιο, διπλανό του.

Τώρα που το σκέφτομαι, θα πρέπει να ήταν τραβηχτικός ο Μυστήριος. Γιατί, την ώρα που αρχίσαμε να μαζεύουμε τα πτώματά μας από το γρασίδι, με προορισμό το καφενείο, μια από τις κοπέλες της παρέας του πέταξε την πρόταση. «Πάμε για καφέ απέναντι, δεν έρχεσαι κι εσύ;». Πάω στοίχημα πως, όσοι από την παρέα διατηρούσαν κάποια επαφή με την πραγματικότητα, σιχτίρησαν απορημένοι. «Τι σκατά δουλειά είχε μαζί μας ο Μυστήριος; Παρέα είμαστε ρε γαμώτο, δεν είμαστε μπουρδέλο –να μπαινοβγαίνει ο κάθε άσχετος!»

Στο καφενείο κάθισα απέναντί του. Για να μπορώ να τον κόβω άνετα, ένεκα η περιέργεια. Τον παρακολουθούσα λοιπόν που έπινε τον καφέ του όσο η συζήτηση άναβε. Πλησίαζαν οι φοιτητικές εκλογές και ήμασταν όλοι στην τσίτα. Ξέραμε πως η Πανσπουδαστική θα πάρει τις περισσότερες έδρες, ξέραμε πως η ΠΑΣΠ θα χάσει κι άλλο έδαφος (κόντευε τετραετία, το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση –ο λαός στην απουσία). Το θέμα ήταν αν ο Ρήγας θα ανέβαινε ή θα έπεφτε. Στον Ρήγα ήταν μπόλικοι φίλοι μας, αλλά, πέραν τούτου, κοινοβουλευτισμός ίσον κρετινισμός. Και κάτι εξωκοινοβουλευτικοί που κατέβαιναν στις εκλογές ήταν επιεικώς ανύπαρκτοι, καταδικασμένοι στη γραφικότητα, στην άλλη γωνιά από τους ΔΑΠίτες. Με όλο αυτό το χάος, ποια η θέση της παρέας;

Οι θέσεις που αναπαύονταν στο τραπέζι, ανάμεσα σε πακέτα Camel και νεσκαφέδες ήταν περιορισμένες. Να ψηφίσουμε Ρήγα ή να πάμε εκδρομή στο Καπανδρίτι; Δίλημμα από τα «για δυνατούς λύτες». Να ψηφίσουμε παράταξη που ήταν παρακλάδι κοινοβουλευτικού κόμματος μας καθόταν στραβά. Αλλά και να αφήσουμε τους Κνίτες να μας πηδάνε ανεξέλεγκτα για έναν ακόμα χρόνο, δεν το καταπίναμε εύκολα. Για τους γραφικούς αριστεριστές –ούτε λόγος. Να ψηφίσεις κάτι και να ντρέπεσαι να το παραδεχτείς μετά –δε λέει.

«Δηλαδή δεν παίζει άλλη προοπτική;» ρώτησε στο ξεκάρφωτο ο Μυστήριος. Τώρα, ποιόν ρώτησε, δεν κατάλαβα. Εξακολουθούσε να καπνίζει κοιτάζοντας την καγκελόπορτα, απέναντι. Είχε αρχίσει να μου σπάει τα νεύρα ο Μυστήριος. Είναι μαλακία να μιλάς και να μην κοιτάς τον άλλον, ρε παιδί μου. Φαίνεσαι κάλπης, άσε που μπερδεύεται κι ο άλλος, γιατί δεν ξέρει που μιλάς.

«Και πως είπαμε ότι σε λένε ρε μεγάλε;», ρώτησε ο πονηρός της παρέας.

«Δεν είπαμε και δεν είναι εκεί το θέμα. Ρωτάω -μόνο ο συμβιβασμός και η αδιαφορία είναι οι εναλλακτικές σας», συνέχισε το καμάκι του στην καγκελόπορτα ο Μυστήριος.

Έγινε του κοινοβουλίου στην παρέα. Όλοι φώναζαν, όλοι διαφωνούσαν και κανένας δεν ακουγόταν. Για το επόμενο εικοσάλεπτο έπεσαν απόψεις περί του αδιέξοδου εκλογικού συστήματος, διανθισμένες με κάποια «και τι σε νοιάζει εσένα», «τι προτείνεις δηλαδή;» και μπόλικα «δε μας γαμάς» εναλλάξ με «δε γαμιέσαι». Ο Μυστήριος εκεί -μουγκός στο παθιασμένο φλερτ του με την καγκελόπορτα. Μέχρι που βαρέθηκε, είδε πως η καγκελόπορτα δεν έπεφτε με τίποτα, ένεκα η σοβαρή της σχέση με τους μεντεσέδες και σηκώθηκε.

«Εγώ λέω να την κάνω. Μου έπεσε βαριά η σκουριά», είπε -καταφανώς στην καγκελόπορτα.

Με τα ψηφοδέλτια έχει να κάνει

Τον ξεχάσαμε τις επόμενες μέρες τον Μυστήριο. Έπεσαν μαζεμένα κάτι μεθύσια άγρια στα προεκλογικά πάρτυ, ανοίξανε και μερικά κεφάλια στην πλατεία, από την προεκλογική σκούπα των ΜΑΤ –είχε κίνηση το μαγαζί. Όταν έφτασε η ώρα της εκλογοαπολογιστικής σερνόμασταν σαν τις σαύρες. Με μολυβένια κεφάλια από τα ξύδια και πονεμένες πλάτες από τα γκλομπς ασκούσαμε το ιερό δικαίωμα της σιέστας, όσο τα κομματόσκυλα αγόρευαν στο αμφιθέατρο.

Εντάξει, το παραδέχομαι, ήμασταν με το ένα μάτι ανοιχτό –περιμένοντας τους ΔΑΠίτες για να αρχίσουμε τα καφριλέματα. Κάποιοι από εμάς είχαν έτοιμες τις προκηρύξεις της «Χρυσής Αυγής» για χαρτοπόλεμο καλωσορίσματος, άλλοι είχαν καβαντζάρει τις γλάστρες από την Πρυτανεία, με ανεξιχνίαστους σκοπούς. Νεκροζώντανοι του κερατά, με αγαθές προθέσεις και πονηρές διαθέσεις.

Μάλλον με είχε πάρει ο ύπνος γιατί δεν τον είδα την ώρα που ανέβαινε στην έδρα. Αλλά με ξύπνησε η φωνή του κι έμεινα να τον κοιτάζω σαν χαζός, ενώ αυτός ανέπτυσσε τις θέσεις του στο παράθυρο, τέρμα πάνω, στην άκρη του αμφιθεάτρου. Ο Μυστήριος μαλάκας.

Αλλά είχε αέρα –το παραδέχτηκαν όλοι, εκείνη τη μέρα. Μίλησε για το πεθαμένο φοιτητικό κίνημα, που δεν ήταν πια κίνημα, αλλά κέντρο εκπαίδευσης των κομματικών στελεχών. Είπε για κόντρα από θέση. Αυτοί που είναι μέσα κι εμείς που είμαστε απέξω. Και δεν είναι μαλακία να υπερασπίζουμε τα συμφέροντα των μέσα, εμείς οι απέξω; Ή να γυρίζουμε την πλάτη σαν αγάμητες γεροντοκόρες; Έτσι το είπε ο Μυστήριος. Αγάμητες γεροντοκόρες. Πετάχτηκε ο αρχι-Κνίτης να του πει για σεβασμό των διαδικασιών, αυτός όμως εκεί -συνέχισε να εξηγεί στο παράθυρο –λες και ήταν μύγα ο Κνίτης. Σηκώθηκαν και κάποιοι βάρβαροι, φώναξαν «αφήστε το παιδί να μιλήσει», παρά λίγο να πέσει ξύλο. Αλλά αυτός στον κόσμο του. Κολλημένος με το παράθυρο. Τελείωσε καλώντας μας σε μια από τις αίθουσες του δευτέρου ορόφου.

Πήγαμε όλοι -σιγά μη χάναμε τον Μυστήριο. Καθόταν στο τελευταίο έδρανο της αίθουσας και παρακολουθούσε τον κόσμο. Είχαν έρθει κάτι πρωτοετείς, περίεργοι και φιλομαθείς. Κάποιες γκόμενες μυστήριες, μαζί με τους συνήθεις βάρβαρους. Μερικοί ξέμπαρκοι που πήγαιναν παντού και άλλοι, παντελώς αταξινόμητοι. Πάνω από 100 άτομα είχε ο Μυστήριος κι όλο ερχόντουσαν. Εγώ, θυμάμαι, ήθελα απεγνωσμένα να ξεράσω –με είχε χαλάσει ένα φαρμακευτικό κοκτέιλ. Ήταν και μια βαβούρα ανυπόφορη, οι δικοί μου προσπαθούσαν να ρίξουν κάποια από τις μυστήριες, στο πίσω μέρος κάποιοι έστριβαν μανιωδώς τσιγάρα. Βγήκα έξω να ξεθολώσω και έχασα την εισαγωγή.

Όταν ξαναμπήκα, είδα κάποιον παπάρα να αγορεύει και έμαθα πως ο Μυστήριος είχε ζητήσει να μιλήσει όποιος ήθελε και για ότι ήθελε. Τώρα καθόταν στην έδρα, δίπλα στον εκάστοτε ομιλητή και τον βοηθούσε να ακουστεί. Το πράγμα τράβαγε στο άπειρο, οπότε την έπεσα στους ευσυνείδητους τσιγαροστρίφτες κι έχασα επαφή. Είχε νυχτώσει όταν ξενέρωσα. Αλλά πρόλαβα το «δια ταύτα». Όπου ο Μυστήριος φώναξε στη χάβρα να μη διαλυθούν τώρα που μαζεύτηκαν. Να κατεβάσουν υποψηφιότητα και να τους γίνουν κακό σπυρί. Και η χάβρα συμφώνησε. Μετά κάποιος πετάχτηκε να φωνάξει «ποιος θα είναι επικεφαλής;» και η βαβούρα έδειχνε τον Μυστήριο. Ο οποίος είπε «όχι -θα εκλεγούν επιτόπου 12 άτομα. Ένας επικεφαλής για κάθε μήνα». Και αυτός θα είναι στο κεφάλι μέχρι τις εκλογές. Μετά θα δώσει τη θέση του κι απλά θα συμμετέχει στην κίνηση. Οπότε η χάβρα εξέλεξε 5 βάρβαρους, 6 γκόμενες και έναν ξέμπαρκο, για ξεκάρφωμα.

Στις εκλογές σάρωσε ο Μυστήριος. Ήρθαμε δεύτεροι, μετά την Πανσπουδαστική -κάναμε κάτι χάπενιγκ με γιαουρτώματα και μπουγέλα που άφησαν εποχή στη σχολή κι αρχές πνευμονίας στους συμμετέχοντες. Είχαμε γίνει δύναμη πια, και το πράγμα λειτουργούσε. Με συνεχείς κόντρες, νεύρα, μεθύσια, πονοκεφάλους. Αλλά λειτουργούσε. Κι ο κόσμος εξακολουθούσε να έρχεται στον Μυστήριο. Ο οποίος βοηθούσε αλλά δεν καπέλωνε. Πολύ Μυστήριος ο Μυστήριος!

Με τα δακρυγόνα έχει να κάνει

Κάπως έτσι φτάσαμε στην κατάληψη. Για την ακρίβεια, πρώτα σφίξανε οι κώλοι με τις καταργήσεις των δωρεάν συγγραμμάτων, μετά συζητιόταν μια αλλαγή στο εξεταστικό που θα μας στερούσε την προοπτική απόκτησης πτυχίου πριν φτάσουμε σε βαθειά γεράματα, στο τέλος έκοψαν τη δωρεάν σίτιση σε πολλά παιδιά –ήρθε και πήρε βράση το πιλάφι. Οι Πανσπουδαστικάριοι στη γραμμή τους –«να κάνουμε πορεία, να διαμαρτυρηθούμε, να κατεβάσουμε και ψήφισμα» –αγωνιστική γυμναστική και δυο αυγά Τουρκίας. Οι ΠΑΣΠίτες νομοταγείς –«μας πηδάνε μεν, λόγω εθνικού συμφέροντος δε». Οι Ρηγάδες διχασμένοι κι άπραγοι ως συνήθως.

Τότε οι 12 βγάλανε τον Μυστήριο πρώτη γραμμή –μήπως και πάρουν το παιχνίδι. Άνετος ο Μυστήριος. Προκάλεσε γενική συνέλευση, κατέβασε ομιλητές, έπεσαν και οι καθιερωμένες ψιλές. Μετά ήρθαν οι δευτερολογίες μαζί με τις ενστάσεις. Αλλά είχε τον σκοπό του ο Μυστήριος.

Έφαγε ώρες με γενικολογίες και παπαριές -χαλάρωσαν οι Κνίτες. Ούτε ψίθυρος δεν ακούστηκε για κατάληψη. Μέχρι που άνοιξε το εστιατόριο και οι Κνίτες πήγαν να σαβουριάσουν, αφήνοντας μια υποτυπώδη περιφρούρηση. Εμάς μας είχε μιλημένους ο Μυστήριος, από την προηγούμενη -είχαμε ήδη πάρει την απόφαση για κατάληψη. Ομόφωνα. Όταν είδε πως άδειασε ο τόπος από τους Κνίτες, τότε κατέβασε αιφνιδιαστικά την πρόταση ο δικός μας. Με εμάς όλους μέσα, πέρασε πλειοψηφικά η πρόταση. Μας στήριξαν και οι Ρηγάδες που, όταν τα είχαν χαμένα, λειτουργούσαν κατά συνείδηση. Μέχρι να πάρουν πρέφα οι μάγκες από το εστιατόριο, εμείς μπλοκάραμε τις πόρτες με θρανία.

Σκύλιασαν οι Κνίτες –να καταληφθεί δική τους σχολή, από το Πολυτεχνείο είχαν να πάθουν τέτοιο χουνέρι! Ήρθαν και κάτι νταβραντισμένοι, να μας την πέσουν, όσο οργανώναμε την περιφρούρηση. Άμα όμως την έχεις ψήσει τη δουλειά, δεν μαζεύεται. Κάτι τους φωνάξαμε για δημοκρατικές διαδικασίες, τις οποίες σέβονταν αλλά στ΄αρχίδια τους, έγινε κι ένας τσαμπουκάς –στο τέλος βρεθήκαμε να κυλιόμαστε αγκαλιασμένοι στα σκαλοπάτια. Ρομαντικά πράγματα, όσο να πεις.

Την άλλη μέρα ήρθαν οι μπάτσοι. Στην αρχή λίγοι και ντροπαλοί, με τις στολές και τα πηλήκια. Κατά το μεσημέρι παρατάχθηκαν δυο διμοιρίες ΜΑΤατζήδων, να μη νιώθουμε μοναξιά.

Εμείς, μέσα –ήρωες πίσω από τα κάγκελα. Ντουντούκες, πανώ, νεράντζια, του αγωνιστή το κάγκελο. Ο Μυστήριος είχε γίνει τρισυπόστατος. Από το, γεμάτο σλίπιγκ μπαγκ, αμφιθέατρο στην αυλή με την περιφρούρηση κι από εκεί στα γραφεία για την προστασία του εξοπλισμού. Θεός, ελβετικός πολυσουγιάς ο Μυστήριος! Και οργανωτικός. Χαλαρός, με την πλακίτσα του στις συνεδριάσεις, αλλά και αυστηρός ενίοτε. Κάτι φρίκουλες που είχαν αρπάξει τους πυροσβεστήρες και σημάδευαν τα ΜΑΤ τους συνέτισε με δυο κουβέντες και κάμποσες κλωτσιές. Αρχηγός αναμφισβήτητος.

Έτσι πέρασε μια βδομάδα. Κι εμείς ακόμα μέσα. Με τα ΜΑΤ απέξω. Και τους Κνίτες να παραφυλάνε από τα στενά. Η διάθεση έφευγε, η απελπισία ερχόταν. Τι σκατά κάνουμε εδώ μέσα; Μας έχει ξεχάσει κι ο Θεός, σε λίγο θα βγάλουν εισιτήριο για να μας δείχνουν, σα να είμαστε μαϊμούδες. Ο Μυστήριος όμως -βράχος. Όλο να διοργανώνει συζητήσεις για τις εξελίξεις, όλο να φέρνει τρόφιμα και σαπούνια (πότε την κοπάναγε, πως ξανάμπαινε, κανείς δεν καταλάβαινε), μέχρι ένα συγκροτηματάκι έμπασε και κάναμε πάρτυ γερό –το επόμενο πρωί μας βρήκε όλους με ασήκωτα κεφάλια. Πλακώθηκε και με τον Πρύτανη, που μπήκε μέσα -τάχα για να πάρει προσωπικά του αντικείμενα, αλλά θρονιάστηκε και κόντεψε να σπάσει την κατάληψη. Την κλήση από το Συμβούλιο Καθηγητών την είχε στο τσεπάκι ο Μυστήριος, όταν θα έληγε η κατάληψη.

Όλα κυλούσαν ήρεμα, βαρετά, με ανεπαρκείς δόσεις συντροφικού σεξ –μέχρι εκείνο το απόγευμα. Που ο Αντρέας αποφάσισε να γίνει Άντρας και διέταξε «βυθίσατε το Χόρα». Από τα ραδιοφωνάκια μάθαμε πως ένα τουρκικό πλοίο μπήκε στα χωρικά ύδατα –να ψάξει για πετρέλαιο κι ο «σιδηρούς πρωθυπουργός» είχε δώσει εντολή να το βυθίσουν, τουτέστιν πηγαίναμε για πόλεμο. Μας έφυγε λίγο η μαγκιά. Επιστρατεύσεις βλέπαμε, βίαια εκκένωση της σχολής περιμέναμε, γαμώ την τύχη μας τη μαύρη συμπεραίναμε.

Ο Μυστήριος μας μάζεψε στο αμφιθέατρο. Ήταν ήσυχος, χαμογελαστός –λες και είχε μόλις πηδήξει (διόλου απίθανο, αφού κανένας δεν τον έπαιρνε χαμπάρι, ότι κι αν έκανε). Μας είπε πως σφίξανε τα πράγματα και όποιος ήθελε μπορούσε να την κάνει –δεν ήταν ντροπή. Αυτός θα έμενε, μια φορά έγινε κάτι καλό στη σχολή, δεν του πήγαινε να το παρατήσει. Ελπίδες ικανοποίησης των αιτημάτων μας δεν είχαμε –ούτε πριν, ούτε (πολύ περισσότερο) τώρα. Αλλά αυτός θα έφευγε μόνο με το ζόρι από εκεί μέσα.

Έμεινα. Χεσμένος από φόβο, αλλά έμεινα. Όχι για τον Μυστήριο ή τα αιτήματα. Απλά είχα κολλήσει με μια ξανθιά, τεταρτοετή και παιζόταν σοβαρά να γίνει κατάσταση, στο αμέσως προσεχές μέλλον. Πλύθηκα, ξυρίστηκα κι έμεινα.

Το βράδυ μας έριξαν δακρυγόνα. Και πλαστικές σφαίρες σε όσους ξεμύτιζαν προς τα κάγκελα. Η περιφρούρηση έγινε μπουρδέλο, γέμισε το αμφιθέατρο από παιδιά με ανοιγμένα κεφάλια, στους διαδρόμους έτρεχαν δακρυσμένα μάτια και στο προαύλιο βρώμαγε εμετός. Εγώ, πάνω που έψηνα την ξανθιά, βρέθηκα ανάμεσα σε δυο δικούς μου –να με τραβάνε και να με βρίζουν γιατί έπρεπε, λέει, να φυλάξουμε την κεντρική είσοδο. Και γκαντέμης και υποψήφιος ξυλοδαρμού, με λίγα λόγια.

Η νύχτα πέρασε με φωτιές και ουρλιαχτά. Οι ΜΑΤατζήδες πλησίαζαν τα κάγκελα -εμείς, τίγκα στις αμφεταμίνες, πετάγαμε ότι βρίσκαμε. Μέχρι που άρχισε να ξημερώνει και πήγαν τα παλικάρια για αλλαγή βάρδιας. Είχα ξεμείνει, θυμάμαι, στην κεντρική είσοδο, τρομοκρατημένος και αγριεμένος να κοιτάζω τους Κνίτες που γέλαγαν -ύαινες στα στενά. Δεν τον κατάλαβα πως έφτασε δίπλα μου. Ούτε πως είχα ξεμείνει μόνος εδώ και ώρα, είχα πάρει χαμπάρι.

«Έχεις φάει κόλλημα έτσι;». Είχε αυτή τη σκατένια τάση να ρωτάει συνέχεια. Κάτι του είπα, κάτι απάντησε, βρεθήκαμε να μιλάμε για τις ταράτσες της Παντείου και για τα άρρωστα αλογάκια της Σύρου –που τα είχαμε δει σε καλοκαιρινές διακοπές. Άλλη εποχή εγώ, άλλη αυτός, αλλά στο ίδιο μέρος, το ίδιο ψυχοπλάκωμα.

«Γιατί ρε συ δεν κοιτάς ποτέ τον άλλον στα μάτια;» με έτρωγε από τότε που τον γνώρισα, θα έσκαγα αν δεν μάθαινα.

«Γιατί έχω στραβισμό ρε βλάκα», είπε γελώντας. Άναψε τσιγάρο.

«Γιατί ντρέπομαι. Δεν μπορώ να μιλάω σε κόσμο. Κοκκινίζω σα γκομενίτσα», μίλαγε και έβγαζε τον καπνό έξω από τα κάγκελα. Προς τους νυσταγμένους μπάτσους. Κοιτάζοντας το κλειστό παράθυρο στο απέναντι καφενείο. Σοβαρός. Άκρη δεν έβγαλα.

Την άλλη μέρα έφυγαν πολλοί, μαζί τους και η ξανθιά. Ανοίξανε για λίγο τον κλοιό οι ΜΑΤατζήδες και μπόρεσαν να βγουν οι τελευταίοι. Τους έβλεπα να περνάνε την καγκελόπορτα, σκυμμένα κεφάλια, αμήχανα πατήματα -οι μπάτσοι τους ξεπροβόδιζαν με φιλικές γκλομπιές. Τους έβλεπα από το παράθυρο της Αίθουσας Εκδηλώσεων, γιατί εγώ έμεινα. Άνευ λόγου και αιτίας. Πες ότι γούσταρα τον Μυστήριο. Οι δικοί μου έφυγαν σχεδόν όλοι, αλλά εγώ έμεινα. Μάλλον λόγω αδράνειας. Και φόβου. Ένας κέρινος ανθρωπάκος δίπλα στην μισοξηλωμένη, βελούδινη κουρτίνα. Από πίσω, στο κεντρικό τραπέζι της αίθουσας, ο Μυστήριος έκανε σχέδια σε χαρτιά, παρέα με τον γνωστό ξέμπαρκο. Τον τελευταίο εναπομείναντα από τους 12. Οι υπόλοιποι την είχαν κάνει σταδιακά. Αλλά ο ξέμπαρκος, που να πάει –έμεινε με τους αμετανόητους.

Πέρασαν δυο μέρες ακόμα, με κλεφτοπόλεμο. Τα ΜΑΤ ξεκινούσαν με δακρυγόνα και ολοκλήρωναν με εικονικές εφόδους. Εμείς απαντούσαμε με νεράντζια και κορυφώναμε με μολότωφ. Μια ωραία ατμόσφαιρα ήμασταν. Μέχρι και οι Κνίτες είχαν βαρεθεί –τα στενά είχαν αδειάσει πλέον. Περιμέναμε εκεί, βρώμικοι, ανίσχυροι και το μακελειό δεν έλεγε να φτάσει. Τα τσιγάρα τελείωναν, ρεύμα, νερό, κομμένα προ πολλού, κάναμε καταδρομικές στο περίπτερο της πίσω πλευράς, μπας και είχε ξεμείνει καμιά σοκολάτα ή τίποτα εμφιαλωμένα. Πίκρα σου λέω!

Ο Μυστήριος ήταν, ως συνήθως, εξαφανισμένος, εγώ συμμετείχα σε μια νουμεράδα του τελευταίου μου Camel, όταν ακούστηκαν οι φωνές. Πριν το καταλάβουμε είχαμε σκαρφαλώσει στα κάγκελα, εγώ τελευταίος, κάπνιζα, βλέπεις, το φίλτρο του Camel. Από τη λεωφόρο ερχόταν μια ξεγυρισμένη διαδήλωση. Με τις ντουντούκες της, με τα πανώ της, με τον αγωνιστικό της παλμό. Διαδήλωση με τα όλα της, σοβαρή, αξιοπρεπής, γαλλική και Μαγιάτικη. Γύρω μου τα κάγκελα είχαν γεμίσει αλαλάζοντες βρωμύλους. Και η διαδήλωση έσπαγε τον κλοιό των ΜΑΤ, πλησιάζοντας την κεντρική είσοδο. Ε, ρε γλέντια!

Οι μπάτσοι αμήχανοι, εμείς νικητές, ο κόσμος ήταν δικός μας για λίγα λεπτά. Μέχρι να φτάσει η διαδήλωση στην είσοδο. Και οι επικεφαλείς -οι δικοί μας 11, αγκαζέ με όλους τους αρχι-Κνίτες. Έπεσε παγωμάρα. Μέχρι και το παιδί στην είσοδο έμεινε με την κλειδαριά στο χέρι, χρειάστηκε να φάει μερικές σβουριχτές για να ξεκολλήσει.

«Που ήταν λοιπόν οι αράχνες, όταν μας τσάκιζε η μύγα;»

Το γεγονός ήταν πως είχαμε γίνει μαζικοί. Αγωνιστικοί, σαν τους χαιρετισμούς. Και οργανωμένοι, αγκαλιά με τα κομματόσκυλα. Στη μεγάλη συνέλευση του αμφιθεάτρου ο κόσμος κρεμόταν από τα έδρανα. Οι 11 παρέλασαν πανηγυρικά, με ομιλίες φωτισμένες όσο και βαρύγδουπες. Ο ξέμπαρκος που είχε μείνει μαζί μας έκανε μια προσπάθεια να μιλήσει αλλά αγνοήθηκε επιδεικτικά. Άλλωστε δεν ήταν κι ο μήνας του. Μετά πήραν το λόγο οι Κνίτες για να παίξουν ένα ποτ πουρί από τις γνωστές τους επιτυχίες. Ο Μυστήριος εξαφανισμένος.

Τα ΜΑΤ είχαν αποχωρήσει, κάτι κακόμοιροι, κακοχυμένοι μπασκίνες έκαναν περιπολία στους γύρω δρόμους –έτσι, για το τυπικό της υπόθεσης. Αλλά τα γύρω στενά είχαν γεμίσει κόσμο, για μια ακόμα φορά. Μόνο που τώρα ήταν οι οικοδόμοι. τα τιμημένα ΚΝΑΤ, οι γνωστοί νταβατζήδες καταλήψεων. Το κεφάλι μου γύριζε, υπερένταση και ξεφτίλα, το στομάχι μου γύριζε κι αυτό -μια τάση για ακατάσχετο εμετό. Μπα, άστο καλύτερα.

Η συνέλευση κατέληξε σε ψήφισμα. Ομόφωνο. Ενωτικό. Πανηγυρικό. Οι θέσεις μας διατυπωμένες ασαφώς. Τα αιτήματά μας γραμμένα στ΄αρχίδια τους. Όλοι ήταν χαρούμενοι. Η κατάληψη, μαζική και ενωτική «μήπως δεν ήταν έτσι από την έναρξή της;» είχε πετύχει τους σκοπούς της. Και μερικοί είχαν πηδήξει κάτι γκομενάκια ζόρικα. Εγώ πάλι -όχι.

Πάνω στο δεκάωρο η συνέλευση πήρε να τελειώνει, αλλά έλειπε το κερασάκι από την τούρτα. Ο Μυστήριος ήταν ακόμα εξαφανισμένος. Και το πλήθος τον ζητούσε. Μέχρι οι Κνίτες τον έψαχναν, «μυθικός ο Μυστήριος», «έκανε καλή δουλειά ο Μυστήριος», «πρώτο παιδί ο Μυστήριος», «που ‘σαι ρε μαλάκα Μυστήριε;»

Τον βρήκαν κάτω από το άγαλμα του Πάντου. Εκεί που τον είχαμε πρωτοδεί. Κάπνιζε αμέριμνος, λες και έκανε κοπάνα από μάθημα. Σηκωτό τον έφεραν στη συνέλευση τον βασιλιά Μυστήριο. Να χαιρετήσει τα πλήθη που ζητωκραύγαζαν. Γύρω στη μισή ώρα τους πήρε να ησυχάσουν τον όχλο και να ανεβάσουν τον Μυστήριο στον θρόνο του.

Δεν ήταν όμως σε φόρμα ο Μυστήριος. Υπήρχε και κόσμος που του έκρυβε το παράθυρο. Όπου και να κοίταζε, έβλεπε παιδιά που κρέμονταν από τα χείλη του. Κοκκίνιζε και φούντωνε ο Μυστήριος, αλλά μπορεί να κάνω και λάθος. Γιατί απέφευγα να τον κοιτάξω.

Και είπε μόνο μια κουβέντα ο Μυστήριος, είπε «εγώ λέω να την κάνω, τα λέμε άλλη φορά».

Μετά κατέβηκε από το βήμα κι άρχισε να σκουντουφλάει προς την πόρτα. Ο κόσμος έγινε μαλλιά-κουβάρια. «Μίλα ρε Μυστήριε». «Πες κάτι ρε μαλάκα». «Υπόγραψε το ψήφισμα ρε αρχίδι και μετά την κάνεις». Αυτό το είπε ένας από τους αρχι-Κνίτες.

Ο Μυστήριος κόντραρε. Κάτι έλεγε αλλά δεν ακουγόταν. Τον είχαν περικυκλώσει οι Κνίτες, αλλά μπήκαν στη μέση οι δικοί του. Οι 11. Ο ξέμπαρκος είχε βρει ένα τρίφυλλο και ρετάριζε μόνος στην άλλη άκρη. Έχωσα μερικές αγκωνιές για να πλησιάσω τον χαμό. Οι Κνίτες είχαν πιάσει τις πόρτες -άφηναν τους 11 να μαλλιοτραβιούνται με τον Μυστήριο. Πρόλαβα να τον ακούσω που φώναζε «κατεβάστε τα μόνοι σας ρε ξεφτίλες, εμένα τι με θέλετε; Αει γαμηθείτε, δεν υπογράφω». Πριν χαθεί πίσω από την βαριά, ξύλινη πόρτα ο Μυστήριος.

Γι’ αυτά που έγιναν μετά δεν έχω πλήρη εικόνα. Θυμάμαι ότι άρχισε να πέφτει ξύλο στο αμφιθέατρο, κάποιοι υποστήριζαν τον Μυστήριο, κάποιοι έλεγαν ότι νικήσαμε, κάποιοι φώναζαν «παίχτες πουλημένοι, ο Θρύλος δεν πεθαίνει». Καρέκλες έφευγαν, τζάμια έσπαγαν, ένα παιδί ειδοποίησε ότι μας πήραν χαμπάρι τα ΚΝΑΤ από τα γύρω στενά και ετοιμάζονταν να κάνουν ντου.

Και το έκαναν οι κερατάδες. Μόνο που, πριν πέσουν πάνω μας, βρέθηκαν φάτσα με τον Μυστήριο. Αυτός προσπαθούσε να βγει από την κεντρική είσοδο, ενώ τον γιουχάιζε ο όχλος. Άκουσα πως μέσα στον όχλο ήταν και οι 11. Αυτοί μάλλον τον έδειξαν στα ΚΝΑΤ που έμπαιναν από την κεντρική είσοδο με καδρόνια και λοστούς.

Τον λιάνισαν τον Μυστήριο. Τον είχαν άχτι, έτσι κι αλλιώς, βρήκαν την ευκαιρία, που πούλησε, λέει, τους φοιτητικούς αγώνες, «φραξιονιστής, ρεβιζιονιστής, οπορτουνιστής».

Οι 11 εξαφανίστηκαν όταν παρέδωσαν τον Μυστήριο, δεν ήθελαν να τους δουν μέσα στην εισβολή. Γιατί ήταν εισβολή κανονική, τα ΚΝΑΤ έσπαγαν πόρτες κι έβγαζαν τους φοιτητές καροτσάκι. Αν δεν έδειχνες κομματική ταυτότητα κατέληγες κομπάρσος σε καουμπόικη ταινία. Ιπτάμενος για δευτερόλεπτα, με την πλάτη στην άσφαλτο αμέσως μετά και βαρελάκια για να γλιτώσεις το κλωτσίδι.

Ήμουν σε φάση «να σώσω τα δόντια μου από τις κλωτσιές» όταν είδα τον Μυστήριο ανάμεσα στα γομάρια που χτυπούσαν με καδρόνια. Πήρε το μάτι μου και την ξανθιά που είχε ξαναμπεί. Ανεβασμένη στην πλάτη ενός μαλάκα, ούρλιαζε υστερικά. Για λίγο. Μέχρι να την τινάξουν στον απέναντι τοίχο –σαν την τρίχα από το παλτό. Κοίτα η ξανθιά –τον Μυστήριο γούσταρε, κατά πως φαίνεται! Γιατί ήταν ωραίος ο Μυστήριος –πριν του κάνουν τη μούρη αλοιφή, έτσι; Τίποτα άλλο δεν πρόλαβα να δω.

Κατηφόρισα τη Συγγρού, εφτά κομμάτια είχα γίνει από το ξύλο και την ξεφτίλα. Στην Αθήνα έπαιρνε να ξημερώνει. Τα πεζοδρόμια βρωμούσαν άκαυτο μαζούτ φορτηγών τροφοδοσίας. Δεν κυκλοφορούσε ψυχή στη Συγγρού. Μόνο κάτι γερασμένες τραβεστί που φαίνονταν να μην έχουν κάνει σεφτέ ολόκληρη τη νύχτα. Ήθελα να φτάσω στη θάλασσα γι’ αυτό μπήκα στο πρωινό λεωφορείο. Έφτασα με τα γόνατα να τρέμουν. Δεν έκανα ούτε 100 μέτρα στην άμμο, διπλώθηκα και ξέρασα χολή από το άδειο μου στομάχι, ανακατεμένη με καπνό.

Τον Μυστήριο δεν τον ξαναείδα. Ποτέ. Ούτε άκουσα άλλη φορά να μιλάνε γι’ αυτόν κι όταν προσπαθούσα να ανοίξω κουβέντα, ο κόσμος πήγαινε βιαστικός στο περίπτερο για εφημερίδα. Ή τσιγάρα. Ή σοκολάτες.

Αυτά.


http://themotorcycleboy.blogspot.com
Η άποψη του Πετεφρή: η ιστορία του Μυστήριου- αξίζει να την δούμε «κλασικά». Μορφή και περιεχόμενο, ως γνωστόν, δεν διαχωρίζονται ,αλλά εδώ θα το κάμω. Γιά να απομονώσουμε προς στιγμήν την ελαφρά αιθαλομίχλη του «ύφους» και να δούμε άν το ύφος επιβάλεται από τα γεγονότα ή τούμπαλιν. Ως προς την μορφή: η διήγηση σε πρώτο πρόσωπο, σε ανέμελο ύφος, γεγονότων της ζωής ενός προσώπου, που την αναλάμβάνει ένας κοντινός αυτόπτης, είναι ίσως η πιό αποτελεσματική μορφή μονοπρόσωπης διήγησης. Ο «ήρωας» είναι «ξένος», άρα δεν ταυτίζεται με τον αναγνώστη, ο αφηγητής είναι καπου κοντά, αλλά δεν γίνεται, και συνειδητά, ποτέ «ήρωας». Καταλαβαίνω γιατί ειναι τόσο δημοφιλής αυτός ο τρόπος στους πάντες.
Εδώ, έχουμε μιά ιδιότυπη εφαρμογή του: το ύφος είναι παιγνιώδες, ο αφηγητής εμφανίζεται να διαθέτει όλες τις υπερκριτικές ιδιότητες ενός παντογνώστη: το μόνο που δεν αμφισβητείται στην διήγηση, είναι το λαμπικαρισμένο (παρά τις ζάλες και τα ξιδια) βλέμμα του. Ολοι οι περίοικοι της αφήγησης χαρακτηρίζονται με συγκεκριμένο τρόπο: έτσι ό ένας, αλλοιώς ο άλλος.Αν θα έψαχνα καταγωγή, θα την έβρισκα σε ένα λαμπρό κείμενο του Φραγκόπουλου, που το εμφάνισε υπό το ψευδώνυμο «Ανδρέας Ιδρωμένος» υπό τον τίτλο «πάει κι ο προφέσορας» στο τεύχος χιούμορ του Ταχυδρόμου του 1966. Κατά τα υπόλοιπα, ακολουθεί την δομή των «κεκαρμένων» του Κάσδαγλη, αλλά και ενός λογοτεχνικού braveheart: ο ήρωας παραμένει ήρωας ώσπου να συντριβεί. Ενας Μεσσίας, ή αντιΜεσσίας(το ίδιο είναι). Γιατί Μεσσίας; επειδή αντλεί τη δύναμή του από΄ένα παράθυρο και θολώνει όταν του το κρύβουν, επειδή οι απαντήσεις του αιφνιδιάζουν τον αφηγητή, άσε που ξέρει την φάση με την ξανθιά.
Το κείμενο είναι γεμάτο ευρηματικές ατάκες, σε χώνει μέσα στην ατμόσφαιρα που επιθυμεί, και με γεμίζει με μία αυτονόητη μοιρολατρεία, όχι από τον τρόπο της διαπραγμάτευσής του, αλλα από το στερεότυπο που υπηρετεί, και βρίσκεται μέσα στα φυλλοκάρδια κάθε «εναλλακτικού»: μιά παρέα συμπαγής και μαζί σε δυάλα, ένας χαρακτήρας που μπαίνει μέσα της μηδενός διώκοντος, η αφοπλιστική του στρατηγική, η «νίκη» ενάντια σε κνίτες και ΜΑΤ (και άχ ,εκείνοι οι ρηγάδες...) η δημιουργία μιάς εκτελεστικής δωδεκάδας που θα πουλήσει τον «μεγάλο», η επιστροφή των συστηματικών και των προσεκτικών, η συμπαιγνία καταστολής και αντίστασης, η κατηγορία γιά φραξιονισμό και η εξαφάνισή του.
Μειονέκτημα; Ίσως η μονοδιάστατη, ενίοτε μηχανική περιγραφή. Είναι επικίνδυνο να θεωρείς ότι κάποτε ήσουνα μέσα σε μιά εξτρίμ κατάσταση και άρα είσαι αποτελεσματικός εκφραστής της.Η φαινομενική έλλειψη «ηθικής τάξης» στο κείμενο, δείχνει μιά συγκεκριμένη ηθική, πολύ πιό δυνατή από του χρυσαυγίτη ή του περαστικού συνταξιούχου. Η περίοδος απεικονίζεται πειστικά, άν είναι, καθώς κατάλαβα, μεταξύ 1984/5 και 1985/6 οπότε και είχαμε το Σισμίκ(και όχι το Χόρα, άν θυμάμαι καλά).Ηταν η εποχή που κάποιοι, βάζοντας ένα κοριτσάκι μπροστά, υπόσχονταν καλύτερες μέρες, αλλά η «πολιτιστική συμμαχία» μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ, διαλύθηκε το 1986, κάπου εκεί, και φτάσαμε στο πιτς φιτίλι στην «κάθαρση»...
The motorcycle boy είναι ένας καλός αφηγητής, εγκρατής της χρήσης πολλών μηχανών της γραφής, κάπως προMTV περιόδου. Το μόνο «παλιό» του χαρακτηριστικό είναι η συγκίνηση. Άδολη συγκίνηση, εν θερμώ αποτυπωμένη. Μπήκα και στο ιστολόγιό του- έχει αντοχές και θα έχει διάρκεια. Απομένει να παρακολουθήσουμε άν θα παραμείνει στην αποτύπωση του προσωπικού του αξέχαστου χτές, ή μας επιφυλάσσει ένα ορθώς λησμονητέο αύριο...
Α, και οι μεσότιτλοι που διαλύουν το κείμενο,πολύ πετυχημένοι.


Η άποψη του Μίχου
Διατρέχω δυό μέρες τώρα όλη τη γκάμα των συναισθημάτων από την άκρα αποστροφή μέχρι την άνευ όρων αποδοχή αυτού του ιδιόλεκτου. Νιώθω πως το "ασήμαντο" των φοιτητικών μου χρόνων πάει να γίνει λογοτεχνία και σχεδόν αηδιάζω, όχι για το γραφτό, αλλά για τα πραγματικά γεγονότα που ανακαλεί... Μπορώ να μην κρίνω; Μπορώ. Ωστόσο είμαι υποχρεωμένος να υπερβώ αυτή τη δυσκολία, να παρατηρήσω αυτό το ιδιόλεκτο που πάει να προτυποποιήσει και με παραδειγματικό τρόπο να κλείσει μέσα του ροές του σώματος και ροές της πολιτικής δράσης που μοιάζει να έχουν πάρει το τελικό τους νόημα σε έναν τόπο πικρού παιγνίου... ( Έχω μάθημα, θα συνεχίσω το βράδυ)... Βρήκα μια αναγωγή, ο Μοτοσακέ που λέει η Μανταλένα νομίζει πως κοιτάζω τον αφηγητή η το γραφέα αφού δεν θέλει συγγραφέας, αλλά εκεί με έχει καλύψει ο Πετεφρής με την αφηγηματική του κατάθεση, βρήκα λοιπόν μια αναγωγή... κι αυτή είναι η ταινία Συμμορίες της Νέας Υόρκης. Μόνο ρευστοποιώντας και μυθοποιώντας τις ιστορικές παραπομπές μπορώ να δω αυτά τα κείμενα. Το κείμενο γίνεται ένα είδος μητέρας όλων των μαχών για μια υπόθεση που παραμένει συσκοτισμένη και που διατηρεί στοιχεία ενός παιχνιδιού που διαδέχεται τον πετροπόλεμο της γειτονιάς και αποτελεί το ενδιάμεσο στάδιο πριν τους πολέμους που αναγγέλονται από θεωρητικούς στα κέντρα των μητροπόλεων καθώς οι έχοντες θα εξασφαλίζουν τον ύπνο τους πίσω από συρματοπλέγματα... Μια στιγμή στην ιστορία μιας πόλης καθώς σιγά σιγά γίνεται Μητρόπολη... Δεν πειράζει, ας είμαι αδέξιος απέναντι σ' αυτό το κείμενο. Το πράγμα δεν είναι μηχανικό...αντί της σιωπής, αυτό το αδέξιο κείμενο.

Υ.Γ. Για να προλάβω το Μοτοσακό, αυτό είναι άσχετο με το γραφέα του, με τον οποίο, από τύχη, αρχίσαμε ένα διάλογο λίγο πριν από την εμφάνιση αυτού του κειμένου, και θα τον συνεχίσουμε... απλά ο προλύτης δεν τα μαχαιρώνει όλα, και δεν διαθέτει εργαλεία που δεν επηρεάζονται από συναισθηματικούς λόγους.
Αλλιώς θα ήταν σαν τους ψυχαναγκασμένους παρουσιαστές των εντύπων...