Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2008

Μέζα - Το Κοσμοπολίτικο Πτώμα που ταξίδευε

Ήταν μια φορά ένα Κοσμοπολίτικο Πτώμα. Που ταξίδευε.

Όλοι του λέγανε : ' Koσμοπολιτικο Πτώμα, δεν γίνεται να ταξιδεύεις. Δε γίνεται να είσαι Κοσμοπολίτικο. Αφού είσαι πτώμα.»

Όμως αυτό απαντούσε: "Όχι. Γίνεται"

"Mα Κοσμοπολίτικο πτώμα", ξανάλεγαν όλοι, "πως γίνεται να ταξιδεύεις; Πως γίνεται να είσαι Κοσμοπολίτικο; Αφού είσαι πτώμα"

Το Κοσμοπολίτικο πτώμα γελούσε και ξανάλεγε:

"Γίνεται."

Και ξαναγελούσε λίγο.

Όπου και να πήγαινε, όλοι έβρισκαν το Κοσμοπολίτικο πτώμα θανάσιμα γοητευτικό. Τον καλούσαν στα καλύτερα σαλόνια. Έβρισκαν πως διηγιόταν πολύ νόστιμα, αν και οι κύριες βιάζονταν να τελειώσει την διήγηση του για να τις σηκώσει να χορέψουν.

Γιατί το Κοσμοπολίτικο πτώμα ήταν θαυμάσιος χορευτής, και τις κύριες δεν τις ένοιαζε καθόλου αν σκάλωνε κανένα κομματάκι από τη Μύτη η το Χέρι του στα φορέματα τους. Το αντίθετο μάλιστα. Το έπαιρναν και το φυλούσαν μέσα σε μεταξωτά σακουλάκια αρωματισμένα με γιασεμί, και κάθε βράδυ το έβαζαν κάτω απ το μαξιλάρι τους κι αναστέναζαν γλυκά. Και δεν τις σταματούσε ούτε το ροχαλητό του κύριου στο διπλανό μαξιλάρι. Μάλιστα, όσο πιο δυνατό ήταν το ροχαλητό του ενός μαξιλαριού, τόσο πιο βαθιά αναστέναζε το άλλο.

Μα και οι κύριοι εκτιμούσαν πολύ το Κοσμοπολίτικο πτώμα. Οι νεότεροι έβρισκαν σε αυτό ένα πρότυπο, και οι γηραιότεροι μια γλυκιά ενθύμηση της νεοτητος των.

Και μια μέρα, το Κοσμοπολίτικο Πτώμα εξαφανίστηκε!

Στην αρχή κανείς δεν ανησύχησε. Είπαν ότι κάπου θα ταξιδεύει και θα κοσμοπολιτευεται. Όμως ο καιρός περνούσε, και κανείς δεν είχε νέα του. Ο κόσμος άρχισε να ανησυχεί.

Και δεν μπορούσαν καν να κολακευσουν τον εαυτό τους λέγοντας ότι πέθανε! Το Κοσμοπολίτικο πτώμα ήταν ήδη πτώμα και δεν μπορούσε να πεθάνει. Απλώς τους είχε βαρεθεί.

Οι κυρίες έκλαιγαν στα μαξιλάρια τους απαρηγόρητες, ενώ οι καμαριέρες προσπαθούσαν να τις συνεφέρουν με άλατα και ζεστά χαμαίμηλα.

Οι κύριοι εσφιγκαν τα δόντια τους πίσω από τα περιποιημένα τους μουστάκια και αντάλλασσαν βουβές ματιές απόγνωσης. Που πήγε;

Ο κόσμος δεν άργησε βέβαια να βρει την διέξοδο απ' αυτήν την κοινωνική κρίση. Το Κοσμοπολίτικο Πτώμα είχε αναληφθεί εις τους ουρανούς, και θα επέστρεφε όταν ερχόταν το πλήρωμα του χρόνου!

Ο καιρός περνούσε, και ο θρύλος του Μεσσία-Κοσμοπολίτικου Πτώματος όλο και μεγάλωνε. Στο τηλεμαρκετινγκ, κανείς δεν προσπαθούσε να πουλήσει φυλαχτά με κομματάκια Τιμίου Ξύλου. Κανείς δεν ασχολούταν με το ζήτημα γνησιότητας της Ιεράς Σινδονης. Τώρα πια, όλοι προσπαθούσαν μανιωδώς να αποκτήσουν ένα κομματάκι από τη Μύτη η το Χέρι του Κοσμοπολίτικου Πτώματος. Κι επειδή ήταν οι κυρίες που τα είχαν κρατήσει ως φυλαχτά, αυτό τις έφερε σε θέση ισχύος, και είχαμε μια αναβίωση της μητριαρχικής κοινωνίας.

Προέκυψε κι ένα μεγάλο, πανανθρώπινο ντιμπεητ, για την κλωνοποιηση η μη του Κοσμοπολίτικου Πτώματος απ' τα εν λόγω κομματάκια. Οι παγκόσμιες συρράξεις αποφευχθησαν την τελευταία στιγμή, όταν μια κυρία ισχυρίστηκε ότι είδε Όραμα με το Κοσμοπολίτικο Πτώμα, το οποίο της παράγγελνε να πει στους ανθρώπους να σταματήσουν αμέσως τις εχθροπραξίες και να χορέψουν όλοι χαλι-γκαλι γιατί αυτό ήταν το θέλημα Του. Καθώς αυτή η κυρία είχε στην κατοχή της το μεγαλύτερο κομματάκι από τη Μύτη του, ο λόγος της θεωρήθηκε εγγύηση, και η κασέτα της Φίνος Φιλμ με τη Βουγιουκλάκη να άδει και να χορεύει:

«Μοντέρνος, ζωηρός, αληθινός χορός, ελάτε πάλι στο χαλι-γκαλι»

εξαφανίστηκε εν ριπή οφθαλμού από την αγορά.

Και το Κοσμοπολίτικο Πτώμα; Το Κοσμοπολίτικο Πτώμα παρακολουθούσε ικανοποιημένο τις εξελίξεις. Έβγαινε πια μόνο το βράδυ (με κίνδυνο να θεωρηθεί βαμπίρ, αλλά προσοχή! Δεν ήταν βαμπίρ, ήταν Πτώμα), για να διαβάσει τι λέγαν η εφημερίδες γι' αυτό.

Και ο καιρός περνούσε, και ο θρύλος του Κοσμοπολίτικου Πτώματος όλο και μεγάλωνε.

Είχε έρθει πια το πλήρωμα του χρόνου, η στιγμή προς την οποία είχε πλάσει τα σχέδια του το Κοσμοπολίτικο Πτώμα. Το Κοσμοπολίτικο Πτώμα μπορούσε να ξανακάνει την εμφάνιση του, και να αναλάβει τη θέση του Παγκόσμιου Ηγέτη.

Αλλά τελικά βαρέθηκε, και προτίμησε να πάρει έναν υπνάκο.


http://tsigaramaseskaialcohol.blogspot.com/


Η άποψη του Μίχου

Η παραβολή του κοσμικού πτώματος σκοπεύει να αποκαλύψει ένα μηχανισμό. Και μια και είσαι μπορισβιανικός έχεις καταλάβει ότι το μεγαλύτερο ζήτημα είναι η επιλογή του στόχου. Ο στόχος πρέπει να έχει συνοχή και να αποτελεί κάτι αξιοσέβαστο... και θέλει εξαντλητική εφευρετικότητα για να διεκπεραιώσεις μια παρωδία. Το μειονέκτημα εδώ είναι ότι ο στόχος γίνεται πολύ γενικός και στο τέλος παρωδείς και τις ίδιες τις προθέσεις σου. Για δοκίμασε να παρωδήσεις ένα γάμο υπό την προοπτική του ότι στατιστικά σε περίπου δυο χρόνια θα καταλήξει σε διαζύγιο. Θέλω να πω ότι αν σε ενδιαφέρει να καλλιεργήσεις την παρωδία ξεκίνα από μικρούς ορίζοντες στα θέματά σου και δοκίμασε τη φαντασία σου. Μια σειρά διηγήματα πάνω σε θεσμούς π.χ. Το μπάρ, η ουρά στην τράπεζα, ο ενημερωμένος για τις πολιτικές συνομωσίες, ο πωλητής βιβλίων στην τηλεόραση και πάει λέγοντας. Κοινωνιολογικά μιλώντας η λογοτεχνία της παρωδίας δεν είχε τύχες στην Ελλάδα κυρίως γιατί η ίδια η πραγματικότητα είναι παρωδική εδώ κι αυτό είναι μια επιπρόσθετη δυσκολία. Τη ρυθμολογία για να παράγεις το εφέ την κατέχεις κάμποσο. Ψάξε κι άλλο.

Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2008

Μιχάλης Μαραγκάκης - Αυτοκαταργούμενο άτιτλο

Ο Απόλλωνας στηριζόμενος στην ασυλία που του πρόσφερε η θεϊκή του ιδιότητα, αδιαφορούσε για την αγωνία που πρόσφερε απλόχερα στις θνητές ερωμένες του. Δεν τον ένοιαζε τί θα γράψει η Ιστορία για αυτόν. Τροφή της έδινε να γεμίσει τα ανόητα συγχωροχάρτια της και τις άδειες, από έρωτα, ώρες της. Δεν το ομολογούσε, όμως η αφοσίωσή της στην καταγραφή όσων η αεικίνητη ματιά της ανακλούσε, τον εξέπλησε, τον τρόμαζε και του επέβαλε το σεβασμό. Την αισθανόταν συνεχώς πλάι του, ούριο άνεμο στο βήμα του.

Αυτή, με την πλεξούδα της μαζεμένη κάτω από το μαντίλι της, με τα παλαιομοδίτικα γυαλιά της και το χυμένο πακτωλό στραβοραμμένων ρεταλιών στο ανέγγιχτο κορμί της, έγραφε, έγραφε, έγραφε… Πίσω από την κρυστάλλινη μνήμη, την αετίσια ματιά και την ταχύτητα του μολυβιού της επέλεξε να κρύψει τον δικό της ανεκπλήρωτο ερωτισμό, τα ανείπωτα ψιθυρητά και τα άγρυπνα βράδια. Κάτω από το επιληπτικό φως της πανσέληνου και την αναποφάσιστη συννεφιά του Σεπτέμβρη θάφτηκε η νιότη και η δροσιά της.

Κι όμως, σε αιματόχρωμες ανατολές και δύσεις, αναζητούσε αυτόν που θα έσπαγε την κατάρα της. Αυτόν που θα σκάλωνε το βήμα του σε απότομη κορφή να τραγουδήσει στον ίσκιο του. Τον ίδιο που θα έτρεχε αλλοπρόσαλλα στα στενά, θα άραζε αποκαμωμένος στις χορταριασμένες γωνιές τους, θα καθρέφτιζε, με φόντο χελιδονοπετάγματα, την εκστασιασμένη όψη του σε λασπόνερα, αδιαφορώντας για απορημένα πρόσωπα περαστικών, για ειρωνικά σχόλια άλλων, για τα τρομαγμένα πρόσωπα όλων στην ξαφνική παρουσία του διαφορετικού, του αυθόρμητου.

Δεν ήταν μακριά, δεν ήταν κοντά τούτες οι ώρες για κανένα. Η Ιστορία αγέραστη, κρυφέλπιδα περίμενε. Το καλύβι της σε πρόποδες βουνού, όχι παραμυθένιου. Πού ήταν οι θαρραλέοι να τρυγήσουν το ολόγιωμο φεγγάρι; πού ήταν οι ονειροπόλοι να απαρνηθούν έστω και για λίγο το σοβαροφανές, ψυχρό και αταίριαστο ύφος που τους φόρτωσε η ηλικία, η κοινωνική τους θέση και να παλινπαιδίσουν αναπολώντας;

Οι κόρες της Ιστορίας – ξερονήσια κυκλωμένα από το θαλασσινό γαλάζιο του μανδύα - ρουφούσαν καθετί που φώτιζε ο ήλιος, το κερί, το φανάρι, καθετί που έκρυβε το κλειστό παντζούρι και η γροθιά. Αεικίνητες κόρες έπεφταν σε βράχους και στρώματα, σάρωναν δρομίσκους, κλειδώνονταν σε παλιές και τωρινές φυλακές, κρύβονταν πίσω από άγιες Τράπεζες. Έπειτα, αγγελιοφόροι αποκαμωμένοι, απίθωναν την πραμάτεια τους να την ξεδιαλύνει η γραφή και να την εναποθέσει συγυρισμένα στο χαρτί. Τα βλέφαρα βαριά, δε συναντιούνταν, δάχτυλα πλεγμένα με το μολύβι και γράμματα ολοστρόγγυλα.

Μέσα της όμως, σκέψεις πάλευαν να σιμώσουν την καρδιά, να την εγείρουν, να την κάνουν να ξεχειλίσει από προσδοκία για νίκη και ετοιμότητα για μαρτυρία. Κι αυτή θέριευε, ξερνούσε το αίμα και προσπαθούσε να περάσει τα ξύλινα τείχη που ήταν ορθωμένα γύρω της. Γινόταν αγρίμι και με δαγκωματιές πλήγωνε το ξύλο. Ύστερα από λίγο, πονούσε, κουραζόταν. Γινόταν λίθος και κουτουλούσε πάνω τους να τα γκρεμίσει. Ραγισμέμνη, σωριαζόταν χάμω. Άντρας δυνατός στο τέλος, προσπαθούσε να σκαρφαλώσει για να πηδήσει στην άλλη μπάντα. Ίδρωνε, γλιστρούσε, έπεφτε.. Στην αρχική της μορφή και ρόλο, η καρδιά υποτασσόταν, συνέχιζε να αιματώνει το χέρι που έγραφε. Δε μπορούσε δίχως τον παλμό του έρωτα. Μονάχα με αυτόν, θα μετέτρεπε το ξύλινο τείχος σε στάχτη, στην οποία θα απόθετε περήφανα το ίχνος του ποδιού της. Μέχρι τότε, η Ιστορία στο μυαλό και την καρδιά είχε δικό της δεκάλογο.

Η ιστορία οφείλει να συνεχίσει να καταγράφεται.

Οφείλει να αποτελεί μέρος που εναποτίθενται όλες οι στιγμές με μοναδικό κριτήριο την αλήθεια, το δίκαιο.

Οφείλει να κρατά αποδείξεις.

Οφείλει να αποτελεί αντίβαρο των ανθρώπινων αδυναμιών.

Οφείλει να αποτελεί ανεπηρέαστο δικαστή, αξιόπιστο μάρτυρα και δημόσιο κατήγορο.

Οφείλει να απονέμει το δίκιο και να κατακρίνει το άδικο, το ψέμα, την υποκρισία.

Οφείλει να αποτελεί φόβητρο των ανθρώπων και των θεών ακόμα.

Οφείλει να θυμίζει στους κατοπινούς αιώνες το παρελθόν.

Οφείλει να αποτελεί καταφύγιο των κατατρεγμένων, των αδικημένων και των υποδουλωμένων.

Ψίθυροι γίνονταν τούτες οι σκέψεις και τρύπωναν στ' αυτιά της, μικρόβιο και φώλιαζαν στα κύτταρά της. Οι ενοχές πλήθαιναν. Η καρδιά κατσούφιαζε, ξεγελιόταν, ημέρευε. Ακουμπούσε την πλάτη της στο τείχος που μέχρι πριν λίγο πάλευε να γκρεμίσει. Τελευταία σκέψη ερχόταν να θέσει άλλο ένα δοκάρι.

Σωστές εντολές, δε μπορείς να τις παραβλέψεις.

Προδοτική, δέκατη ανέβαλλε οποιοδήποτε εναλλακτικό τέχνασμα. Η κραυγή που είχε φτάσει ως τα χείλη και η βαθιά ανάσα κρούβονταν, οπισθοχωρούσαν, γαντζωνόντουσαν απ' όπου έβρισκαν και έμεναν εκεί μέχρι την επόμενη ανταρσία. Χλεύαζαν τις ανάσες που πήγαιναν και ερχόντουσαν έτσι απλά για να κρατήσουν την ύλη στη ζωή.

«Όλες οι ανάσες πρέπει να ορθώνουν το στήθος μέχρι εκεί που μπορεί, πρέπει να βυζαίνουν απ' τα στήθη ιαχές απελευθέρωσης. Άμα το σώμα είναι υπόδουλο, τότε τί του χρειάζονται οι ανάσες; Τάφο θέλει, λησμονιά και ευχή να μην εμφανιστεί τούτο το χτικιό ξανά».

Η καρδιά, στο γνωστό της ρόλο, καρτερούσε για επόμενη, επιτυχημένη εξέγερση. Το μπλε του μανδύα των ματιών αγκάλιαζε και πάλι με στοργή την κόρη, όπως η θάλασσα το ξερονήσι. Τραβιόταν πίσω, φανέρωνε λίγη στεριά. Φούσκωνε και έκανε βυθό λίγη ακόμα γη. Και φτου κι απ' την αρχή.


http://www.mantinadeskaipeza.blogspot.com/

Η άποψη του Μίχου

Αν κατάλαβα καλά, όπως κάποιες ιστορίες προσπαθούν να πετύχουν τη δημιουργία ενός σύμπαντος από την μικρή κοινωνία της Σκιάθου ας πούμε, εσείς κάνετε ακριβώς το αντίθετο. Θέλετε από μια ανθρωποποίηση συμπαντικών όρων όπως η Ιστορία να βγάλετε κάτι απτό όσο και μια καθημερινή ιστορία. Πριν να μιλήσω για τα αφηγηματικά θα πρέπει να σας κάνω κάποιες πραγματολογικές υποδείξεις. Εκεί που δοκιμάζετε υπάρχει τεράστια παράδοση. Ας πούμε η φράση του Χέγκελ όταν είδε το Ναπολέοντα είπε οτι είδε την ιστορία να περνάει έφιππη.
Για να στηρίξετε ένα τέτοιο κείμενο θα πρέπει να κάνετε μιαν επώδυνη αναγνωστικά αλλά και συναρπαστική περιδιάβαση σ' αυτό που λέμε Φιλοσοφία της Ιστορίας... Για να μείνω στο Χέγκελ, ο ίδιος στη δική του Φιλοσοφία της Ιστορίας, έχει σελίδες που θα σας έκαναν να ανατριχιάσετε για την ποιητική δύναμη των γραφομένων του. Σε κάποιον αναγνώστη που τα ξέρει όλα αυτά έχετε λοιπόν το δύσκολο καθήκον να συνομιλήσετε με όλα τα κείμενα φιλοσοφίας της ιστορίας που του είναι γνωστά.
Αν σας γοητεύει ακόμα το εύρημά σας ρίξτε μια ματιά σε κάποιο από τα εγχειρίδια φιλοσοφίας της ιστορίας που κυκλοφορούν. Εκεί θα δείτε ότι έχουν γίνει ικανές προσπάθειες να δοθεί ένας μπούσουλας στη συσσώρευση των γεγονότων. Μη λησμονήσετε να βρείτε και κάποια σχολιασμένη έκδοση των θέσεων για τη φιλοσοφία της ιστορίας του Βάλτερ Μπένγιαμιν. Και μόνο από το κείμενο για τον Άγγελους Νόβους θα σας ανταμείψει. (Μπορείτε να το βρείτε και στο μπλογκ μου με μιαν αναζήτηση.)
Έτσι βρίσκομαι μάλλον να σας συμβουλεύω περισσότερο σαν πολιτικός επιστήμονας και μελετητής των ουτοπιών, και που υπήρξαν οι σπουδές μου οι ακαδημαϊκές.
Στη λογοτεχνία μας υπάρχουν ικανές αναφορές για να λάβετε μια γνώση με πρώτη την Ασκητική του Καζαντζάκη που μου έρχεται στο νου. Σαν δείγμα αυτού που λέμε λογοτεχνία με φιλοσοφικό υπόβαθρο.
Ξέρω ότι είναι μεγάλο το ξεστράτισμα για την μικρή ιστορία σας, αλλά για να έχετε μια ιδέα σε ποιά παράδοση χτυπάει το κείμενό σας και κυρίως για να δείτε τι θα έκανα στη θέση σας.
Κάποια από αυτά που σας έγραψα ελπίζω να γίνουν εναύσματα... Και κρατήστε την επιθυμία για πρωτοτυπία...

Όταν προσεγγίσετε τα κείμενα που σας πρότεινα θα καταλάβετε γιατί για την ώρα δεν σας έκανα καμιά παρατήρηση αφηγηματικής τάξεως. Κάποιες από τις παρομοιώσεις σας τις βρήκα δραστικές...