Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2007

Ρούβελας- 2 ποιήματα


ΖΗΤΗΜΑ ΑΡΧΗΣ



Σαν το τοπίο είναι γκρίζο.

μην αρνηθείς να το διαβείς.

Όταν διστάσεις, κάνεις πίσω,

δε θα μπορέσεις να σταθείς.


Δε θέλει δίλημμα ο δρόμος.

Δώ είναι ζήτημα Αρχής.

Όταν σε γυροφέρνει ο φόβος,

μη σ' εμποδίσει να σκεφθείς.



Να έχεις πάντα την ελπίδα

ότι θα δείξει ο καιρός.

΄Εχεις αόρατη ασπίδα,

εφόσον είσαι καθαρός.



Φαντάσματα που σε τρομάζουν

σαν τον καπνό θα διαλυθούν.

Βεβαίως την ψυχή τραντάζουν.

Στιγμές δικαίωσης θαρθούν.


΄Οποιο συμβιβασμό άν κάνει

εκείνος που δεν έχει Αρχή,

στο τέλος το παιγνίδι χάνει.

Μόνο η ντροπή κυριαρχεί.



***


ΣΗΜΑΤΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ



Ένα περιστέρι βρέθηκε νεκρό.

΄Ηταν έν' αστέρι είκοσι χρονώ.

Μία μάννα κλαίει καί μοιρολογεί,

λέει πονεμένα: Πάει το παιδί.



Βρέθηκε χαμένο σ΄ ένα πέλαγο.

Κανείς δεν εσκέφθηκε το δράμα του.

Ο καθένας έχει το φορτίο του

που δεν τον αφήνει καθαρά να δεί.



Χάθηκ' η ζωή του χωρίς να τη ζήσει.

Πουθενά δε θέλησε κάτι να ζητήσει.

Αποκλεισμένο πέρασε σ' έρημο λειβάδι

ώσπου τέλος χάθηκε σε βαθύ σκοτάδι.


Στ' άψυχο το χέρι υπάρχει το σημάδι.

΄Εκαν' η κατάρα τον κόσμο ρημάδι.

Πώς βρέθηκε το παιδί σε αυτό το δρόμο.

Πώς η μοναξιά του νίκησε τον τρόμο.



Τώρα το αστέρι είναι πιά νεκρό.

΄Ενα περιστέρι είκοσι χρονώ.

Η καμμένη μάννα κλαίει, μοιρολογεί,

όλο μουρμουρίζει: Πάει το παιδί.


Θυμάτ' από τότε, πριν πολύ καιρό,

τότε που το είχε ακόμα μωρό.

Λέγανε τ' ανάστησε. ΄Εδωσε την ψυχή της

να το δεί να στέκεται στη ζωή μαζί της.



΄Ολα πιά γκρεμίστηκαν. Χάθηκαν τα όνειρα.

Η ελπίδα έσβησε.΄Εμεινε στο ράφι.

Αναπάντεχα έγινε τ' όνειρο εφιάλτης.

Ιστορίες άδικες η ζωή μας γράφει.



Πατέρας αμίλητος. Βαρύς, σκυθρωπός,

μαζί με τους άλλους το ίδιο κι αυτός.

Κανείς δεν εσκέφθηκε ποτέ του να πεί

πως θάφευγ' απότομα το καλό παιδί.



Κάποιος φίλος λέει: Ποτάμι που κυλάει.

Μα ο διπλανός του ούτε κάν μιλάει.

Σκέπτετ' ότι ίσως κάτι θα μπορούσε

κάτι πιά να έλεγε τότε, όταν ζούσε.



Κάτι είχ΄ αρπάξει. Κάτι είχε δεί.

Μα δεν ήταν σίγουρος. ΄Ισως νάχε λάθος.

Τότε εφοβήθηκε δυό λόγια να πεί.

Τώρα το κατάλαβε. Τούλειπε το θάρρος.



΄Ενα παλληκάρι κείτεται νεκρό.

΄Ητανε καμάρι, είκοσι χρονώ.

Τώρα η μάννα κλαίει, κλαίει, μοιρολογεί.

Κάποιος δίπλα λέει: Κρίμα το παιδί.



Τί να φταίει τάχα. Τάχα ποιός μπορεί,

νάβρει την αιτία. Σίγουρα να πεί:

΄Οχι άλλη πίκρα. Κουραστήκαμε.

΄Οχι αδιαφορία. Εχαθήκαμε.



Θέλουμε μιά λύση. Να βρεθεί το πώς,

ώστε στο σκοτάδι να φανεί το φως.

Χωρίς κάποια μάννα να μοιρολογεί,

μ' ένα παλληκάρι θαμμένο στη γή.



΄Ενας άλλος πάλι στη γωνία κλαίει,

ενώ μιά φωνή ακούγεται να λέει.

Να μην περιμένεις ποτέ απ' τους άλλους,

πολύ περισσότερο από τους μεγάλους.



Στη ζωή καθένας μόνος προχωράει.

Στα προβλήματά του κανείς δε χωράει.

Αυτός μόνο έχει όλη την ευθύνη.

Δεν αφήνει άλλον να τον κατευθύνει.



Τώρα το αστέρι είναι πιά νεκρό.

΄Ενα περιστέρι είκοσι χρονώ.

Μαζί με τη μάννα που μοιρολογεί,

κλαίνε πονεμένα όλοι το παιδί.



Μιά φωνή απούγεται: Εδώ σταματάει;

Ποιός θα έχει άραγε, τη σειρά να πάει;

Μα θα περιμένουμε με δεμένα χέρια,

να πέφτουν στα σπίτια μας νεκρά περιστέρια;



΄Αλαλη η ομοίγυρη. Πού να είναι σίγουροι.

Κάπου η κατάπληξη, κάπου το παράπονο,

πώς μπορούν ν' αντισταθούν σ' έναν κόσμο άπονο.

Πώς, με τί βοήθεια, που σ΄αυτά είν΄ άγουροι.



Του μεροκάματου οι άνθρωποι απλοί,

έχουν γυμνά τα χέρια τους καί την καρδιά αγνή.

Τη μοίρα δεν περίμεναν τόσο να τους λαβώσει,

απρόσμενα ο θάνατος διπλά να τους σκλαβώσει.



΄Ισως κάποιος νάλεγε ότι δεν αρκεί,

στη δουλειά να τρέχεις, χωρίς να προσέχεις,

το στραβό, το ίσιο καί το κάθε τί.

Το κακό στη στήνει, στη γωνιά εκεί.



Μπροστά τους παλληκάρι βρίσκεται νεκρό.

Λεβεντιάς κλωνάρι, είκοσι χρονώ.

Τώρα τούτ' η μάννα, κλαίει, μοιρολογεί.

Αύριο ποιός ξέρει, ποιά ακολουθεί;



Τί να φταίει τάχα. Τάχα ποιός μπορεί,

νάβρει την αιτία. Σίγουρα να πεί:

΄Οχι άλλη πίκρα. Κουραστήκαμε.

΄Οχι αδιαφορία. Εχαθήκαμε.



Πόσα χρόνια άπρακτα, άρα θα περάσουν!

Πόσ΄ αμέριμνα παιδιά, τη ζωή θα χάσουν!

Ποιός ο φόρος της ζωής, θάναι γιά την άγνοια.

Πιό το κόστος πιά αυτής, που τη λέν' Παράνοια!......



Γνώμη του Γιάννη Ρηγόπουλου
Δεν θέλω να σε πικράνω αλλά πολύ απέχουν από το να είναι ποιήματα. Έντονος διδακτισμός, χωρίς τεχνική δόμηση, χωρίς γλωσικό θεμέλιο. Υπάρχει φυσικά μια διάθεση. Θέλεις κάτι να πεις. Όμως δεν το λες ποιητικά. Λόγια, λόγια, λόγια ιδιαίτερα στο δεύτερο ποιήμα. Η ποίηση πρέπει να έχει μια επιγραμματικότητα. Ο λυρισμός όπου υπάρχει πρέπει να μεταπλάθεται σε συμπυκνωμένη διαφάνεια.
Διάβασε ελληνες ποιητές πριν αποφασίσεις να γράψεις. Μην πεις σαν κάποιους "εγώ προτιμώ να γράφω από το να Διαβάζω". Η περιπέτεια και το παιγνίδι της λογοτεχνίας είναι δύσκολο και περιλαμβάνει και την ανάγνωση και τη γραφή. Παρθενογέννεση δεν υπάρχει. Δεν τα ξέρουμε όλα όταν ένα πρωί ξυπνήσαμε και είπαμε "θέλω να είμαι ποιητής". Οι στίχοι σου έχουν δραπετεύσει πιθανόν από μια τέτοια σκέψη.

Η άποψη του Μίχου
Το ζήτημα δεν είναι ότι τα στιχουργήματα αυτά είναι άψητα αν μου επιτρέπεται η έκφραση, το ζήτημα είναι τι λες σε κάποιον που ζητάει μια γνώμη όταν το μόνο που διαθέτει είναι η πίεση ενός εσωτερικού ρυθμού που τον ωθεί να κόβει δεκαπεντασύλλαβους στη μέση για να αρθρώσει λεκτικά μια συγκίνηση που τον κυριεύει... Το πρότυπο το ξέρω καθότι επισκέπτης τακτικός κοιμητηρίων... Γραφές αδιαβροχοποιημένες με καολίνη ξέχειλες από πόνο οικείο... σε μια στάθμη που δείχνει περισσότερο τι μας έχει μείνει από το σχολείο... αυτή η ιδέα ενός πράγματαος σε ρυθμικό λόγο που αποκαλούσαν οι δάσκαλοι ποίημα... ο διδακτισμός είναι η συνέπεια της ακολουθούσας ανάλυσης... Θα χρησιμοποιούσα αυτά τα δύο ποιήματα σαν αφετηρία για το πως περνάμε από την χύδην άποψη περί ποιήσεως στην ποίηση την ίδια...Θέλω να πω κάτι στο συντάκτη τους... Είναι τόσο χαμηλά το αποτέλεσμά του που δεν ξέρω αν θα του έλεγα να συνεχίσει ακόμη και να διαβάσει ποίηση... Επειδή κανέις δεν ξέρει, ας κάνει τον κόπο να συνεχίσει να καταθέτει γραπτώς τα ξεχειλίσματά του ενώ ταυτόχρονα να προσπαθεί να αποθέσει σε ποιήματα άλλων ένα μέρος της συγκίνησής του... Στη ζωή υπάρχουν δόξα τω Θεώ πολλοί μηχανισμοί να συγχρονίσουμε τη συναισθηματική μας φόρτιση, δεν είναι υποχρεωτικό να γίνουμε όλοι ποιητές γι αυτό... Ευχαριστώ πάντως για το θάρρος σας...

Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2007

Mantalena Parianos - XJHHG-fly55

Oκτώ χρόνια τώρα είναι κάτι παράξενα πουλιά που έρχονται στην αγαπημένη αίθουσα-θεατράκι κάθε φθινόπωρο. Εκείνος, με ποτό - τσιγάρο, ένα διατρητικό πιάνο, ένα ελατηριακό ακορντεόν και ορισμένα νέα πρόσωπα στην ομάδα, κάνει πρόβες ενώ τα πουλιά αυτά, που κανένας δεν ξέρει τι είναι –δεν είναι ψαρόνια- και που Εκείνου του αρέσει να λέει ότι «είναι μαύρα σαν το χρέος», κουρνιάζουν στα παράπετα, γουργουρίζουν ή αναπουπουλιάζουν έτσι και φυσήξει λιγάκι παραπάνω.

Ο Δάσκαλος είναι ηθικός αυτουργός στο έργο. Είναι Εκείνος που κάθε σαιζόν φέρει και την ιδέα - διδασκαλία του θεάματος, με ρομαντική πίστη σε μια περιπέτεια που γίνεται κάθε χρόνο και πιο συναρπαστική.

Απόφαση της τελευταίας στιγμής, φέτος ο Δάσκαλος αποφάσισε να βάλει και τα πουλιά να παίξουν στο έργο. Θα τα χρησιμοποιούσε, είπε, τι στο καλό τα ταΐζε τόσα χρόνια και τους έδινε στέγη; Καιρός ήταν να κάνουν κι αυτά κάτι για την Τέχνη, πρόσθεσε αστειευόμενος. Τα κορίτσια ενθουσιάστηκαν γιατί αυτομάτως σήμαινε ότι θα έπαυαν να τα έχουν υπό την επίβλεψή τους και να τα παίρνουν το βράδυ στα δωμάτιά τους – μια απόφαση του Δασκάλου που όταν είχε κοινοποιηθεί είχε προκαλέσει δυσθυμία.

Δεν ήταν προγραμματισμένο να ξεκινήσουμε με αυτό το έργο, το προορίζαμε για δεύτερο έργο στη σαιζόν, αλλά ήταν γνωστό από καιρό ότι ο Δάσκαλος δούλευε πάνω σε μια σύνθεση με μελοποιήσεις Αγκιταίων ποιητριών από το 2050 και μετά, που δεν είχαν μελοποιηθεί ποτέ ως τότε.

Σκέφτηκε λοιπόν, αφού είχε ψάξει στο θέατρο και τη λογοτεχνία των γήινων, τα ποιήματα και τα τραγούδια, για να βρει στοιχεία της ζωής των πουλιών, γιατί να μην έβαζε να παίξουν και οι πραγματικοί πρωταγωνιστές, ή τέλος πάντων αυτοί που θεωρούνταν απόγονοί τους;
Ζήτησε τη βοήθεια Πανεπιστημιακών μελετητών, που πρόθυμα ήρθαν να βοηθήσουν και να εκπαιδεύουν το κοινό στα γουργουρίσματα και τις συνήθειες των πτηνών (γιατί στην εποχή που αναφερόμαστε, πριν πάει στο θέατρο, το κοινό έκανε επίσης πρόβες προκειμένου να μπορεί να ανταπεξέλθει στην απληστία της έμπνευσης των δημιουργών).

Εκεί λιγάκι τα χρειαστήκαμε, γιατί τα προγονικά αυτά πλάσματα αφοδεύουν παντού και σε αντίθεση με μας, δεν κάνουν πολύ συχνά τη γενετήσια πράξη, συνεπώς δεν ξέραμε πώς να τους φερθούμε όταν εκνευρίζονταν ή αισθάνονταν εγκλωβισμένα. Μια λύση, πρόσκαιρη όπως αποδείχθηκε, ήταν να τους βάζουμε να ακούν μουσική. Είχαν αδυναμία σε ένα μυθικό συγκρότημα ονόματι Durutti Column από μια αρχαία δισκογραφική εταιρία ονόματι Sporadic Recordings, την οποία είχε ανακαλύψει ο Δάσκαλος σε μια εξωσωματική του εμπειρία.

Πέρα από αυτό, οι συμπρωταγωνιστές μας, αποδείχθηκαν ανυπόφορα οικείοι, θα μπορούσα να πω. Όταν άρχισαν να φτάνουν τα πρώτα κομμάτια από τα έργα και τα κείμενα, από διάφορες ατάκες και από διαφορετικούς συγγραφείς και χρονολογίες, διαβάζοντας, συνειδητοποιούσα ότι οι ήρωές μας, είχαν αυτομολήσει στα έργα… Ήταν έξω. Και ήταν εδώ. Ανάμεσά μας. Απλά οι συγγραφείς τους είχαν χρησιμοποιήσει. Τα πουλιά αυτά ήταν τα ίδια πάντα, πλάσματα της καθημερινότητας. Με αυτή τη λογική προχωρήσαμε και αρχίσαμε να δουλεύουμε τη συνθήκη αυτή – γιατί όσο ερχόντουσαν στο στόμα των τωρινών πτηνών τα παλιά λόγια, έπαιρναν μια άλλη δύναμη.

Δημιουργικά πάλι, στην ομάδα τα πράγματα άλλαζαν πιο γρήγορα κι από τις διαθέσεις του Δασκάλου. Κάποιοι έφυγαν , κάποιοι άλλοι έρχονταν… Ήταν μια πάρα πολύ ωραία περιπέτεια. Ήταν η πιο συντονισμένη μας ενεργειακά προσπάθεια, με επίγνωση του στόχου. Ήταν σαφής ο στόχος του τι θέλαμε να πούμε σε αυτή την παράσταση: όσο μπορεί ο καθένας μας, πρέπει να πετάξει.

Ο τρόπος π.χ. που δινόταν άφεση στην πράξη του φόνου μέσα στην παράσταση ήταν συνταρακτικός. Μας έκανε όλες να θέλουμε να εγκληματίσουμε, εγώ μάλιστα είχα βρει και ποιον ήθελα να σκοτώσω, αλλά δεν το ομολογούσα από φόβο μην με προλάβει κάποια άλλη. Θα με τσάκιζε αυτό.

Η ιστορία των πουλιών ήταν η ιστορία της σκόνης. Και είχε πολύ αίμα. Θυμάμαι τον εαυτό μου στις πρόβες να λέει συνέχεια «ελαφρώστε το, Δάσκαλε. Δώστε μου ένα άλλοθι ελαφρότητας… όλη αυτή η κατάσταση…» και άλλα τέτοια μισόλογα, γιατί Εκείνος ερχόταν και έχωνε το χέρι του ανάμεσα στα πόδια μου για να μου δείξει με ποιο τρόπο πρέπει να γουργουρίζω όπως τα πουλιά.

Η πρεμιέρα ήταν απόλυτη επιτυχία. Το κοινό, εκπαιδευμένο, το δέχθηκε ιδανικά.

Με πήραν άνθρωποι την επόμενη μέρα και μου έλεγαν «είμαστε καλύτερα σήμερα. Με πήρε μια φίλη μου και μου είπε «με βοηθήσατε να σκοτώσω τρεις ανθρώπους που μου έχουν κάνει πάρα πολύ κακό. Αισθάνομαι εξαίσια!» Κάναμε ιαματική δουλειά στον κόσμο.

Αυτό που με συγκινεί τρομερά σήμερα, που συμπληρώνεται η δεύτερη οκταετία από την μέρα που πρωτοήρθαν τα πουλιά στο θεατράκι μας, είναι η προσέλευση του κοινού. Οκτώ χρόνια από την πρεμιέρα, ομολογώ ότι φοβόμουν ότι η παρουσία τους θα μειωνόταν λόγω και της θνητής τους υπόστασης αφού δεν ζουν 200 χρόνια όπως εμείς. Ωστόσο, με κάποιο μαγικό τρόπο έχουν καταφέρει να αναπαράγονται χωρίς να τα βλέπουμε και χωρίς να ζητούν τη βοήθειά μας.

Όσο για το έργο, κακά τα ψέματα… Όσο βαστάει η έρευνα και το ψάξιμο και το διάβασμα, τόσο αναβαθμίζεται συνεχώς η απαίτηση. Και κατά πρώτο λόγο η δικιά μας. Του κάθε συνεργάτη, του κάθε μέλους της ομάδας μας.

Δεν είναι εύκολο. Πρόπερσι όταν ανακοίνωσα στο Δάσκαλο πως δεν θα ήθελα να συμμετέχω στην επόμενη παράσταση, η κριτική και ο εξευτελισμός που υπέστην ήταν απόλυτος ενώπιον όλων. Για να ανταπεξέλθω χρειάστηκαν κάμποσες γερές δόσεις παραισθησιογόνων, αλλά τελικά τα κατάφερα να έχω σταθερές προμήθειες από XJHHG-fly55 κάθε βράδυ λίγο πριν το τρίτο καμπανάκι. Τα τελευταία χρόνια, είναι μόνος τρόπος για να ανταποκρίνομαι στις απαιτήσεις του έργου, πείθοντας τον εαυτό μου ότι πετάω.


Η άποψη του Μίχου
Ωραία η παραβολή. Και απ'οσο θυμάμαι η δεύτερη φορά που η επιστημονική φαντασία γίνεται λύση σε μια ιστορία εδώ... Πρόκειται βέβαια για την παιγνιώδη προβολή του κρίτικαλ έρρορ ... με αυτόν το τίτλο παρμένο μάλλον από καμιά πτήση σε τυχαίο έγγραφο... Περιστατικό της καθημερινότητας του γεναίου καινούριου κόσμου του Χάξλευ... Οι αρμοί οι αναγκαίοι για την διαμόρφωση ενός κόσμου που παρατηρούμε τα ήθη του καλοί... Αυτό που το προδίδει είναι ότι τότε θα μιλάμε ένα αγγλοαλβανικό ιδίωμα με κινέζικους ιδιωματισμούς... λεω με τις ίδιες πιθανότητες της κειμενογράφου... Μπορούμε να απολαύσουμε σαν προϊόν μιας ευφυίας που οδηγεί οριακά αυτό το μεταδημοσιογραφικό ιδίωμα και τη φυσιολογικότητα ενός μικροαστού ενηλίκου που το χαρακτηρίζει... Ένα τελευταίο εξαγόμενο που θα μπορούσε να βγεί είναι πως η γράφουσα αποστασιωποιούμενη παιγνιωδώς από το αφήγημά της το έχει κατά κάποιο τρόπο θωρακίσει απέναντι στις κρίσεις περιορίζοντας τη φιλοδοξία της για το κείμενο και υποσημειώνοντάς την αφηγηματικά. Μόνο που αναλαμβάνοντας το παιγνιώδες αυτού του ύφους και εμβαθύνοντας στις τεχνικές που τώρα είναι ενστικτώδεις μπορεί να κρύβει την δυνατότητα τη σοβαρή μιας ιδιοφωνίας... Το εύχομαι...

Βέβαια υπάρχει και μια άλλη ανάγνωση: Είναι τα πουλιά, ήτοι οι αντρικές παράτες φαλλοφορίων που τόσο τρέφουν το γέλιο στις μικρές θεές της καθημερινότητας της μεσογειακής υποφώσκουσας μητριαρχίας...



Σημείωση του Γιάννη Ρηγόπουλου

Έξυπνη η παραβολή και γεμάτη από νέες αναζητήσεις. Η ιστορία της σκόνης και η ιστορία του αίματος. Το πλησίασμα του φόνου με τη δικαιολόγηση. Ζητάμε το αίμα και ζούμε το φόνο. Και ύστερα με τη σκόνη ανασταίνουμε τη συμμετοχή μας.
Τα πουλιά πάντα έρχονται για να μας δείξουν πως να πετάμε. Κουβαλόντας όμως όλο το παρελθόν μας, για να μην ξεχαστεί τίποτα. Και εκεί είναι που χρειαζόμαστε τα παραισθησιογόνα. Μπορούμε να αντέξουμε το παρεθλόν μας;