Δευτέρα 19 Μαρτίου 2007

Αλέκτωρ - Τρία Ποιήματα

από τα κάγκελα των λέξεων πιάνομαι
αιωρούμαι κρεμασμένος στο κενό
μόνο τότε μπορώ να δω
τη γαμήλια πομπή
των νυχτερίδων
τη γιορτή των μελισσών
κι όλα τα στοιχειά του δάσους
γύρω από τη μεγάλη φωτιά
στο ξέφωτο

.......................

Με χαμηλωμένα τα φώτα
για να μη φαίνονται
όσα φοβάται ο νους ν' αποκαλύψει
η των περασμένων χρόνων σκόνη
καλύπτει τις πατημασιές
τα ίχνη της τριμμένης πέτρας
μέσα στ' ατρύγητα αμπέλια
την παρέλαση των ηλιοφέγγαρων
και την κερασιά της λύπης
ζωντανού θανάτου τα περισσεύματα
με μαύρο κεφαλομάντηλο
ακολουθώ τον Επιτάφιο
της χτεσινής μέρας
με τις εικόνες και τα κεριά
και φλόγες δυνατές της καμίνου
με πνίγει η μυρουδιά
από τα κομμένα αγριολούλουδα
και τα καμένα χόρτα

από τους λόφους κατεβαίνουν
με τα δρεπάνια
χωριάτες αγριεμένοι
με τον κεραυνό στα μάτια

..........................

Γέρνει απάνω μου ο νους
κι αποκοιμιέται
ως να φανώ, χάθηκα πάλι
στις ταραγμένες θάλασσες
με πήραν στο κατόπι
οι χάλκινες φωνές
και τα δοξαστικά των αγγέλων
όσα δεν βλέπει ο θεός
εγώ τα βλέπω
ανάγλυφα σαν κοράλλια
ντυμένα με φύκια κι ανεμώνες
κι άλλα γυμνά σαν όστρακα
με το μαργαριτάρι στο στόμα
ανοίγουν το χορό των ιππόκαμπων

Δυο σμέρνες με τα ακόντια
κρατούν καλά τον έξω κόσμο
από την αιωνιότητα των νερών

http://alektor.blogspot.com

Η άποψη του Μίχου. Αγαπητέ μου Αλέκτορα δεν ήταν από αδιαφορία, αλλά από ανωτέρα βία η άργητα. Έπειτα το πράγμα δεν είναι μηχανικό. Δεν έχουμε πάντα τη διάθεση και προκειμένου να μην το κάνουμε χωρίς κέφι, καλύτερα μακριά... Η φύση που βλέπω στο γραφτό σου είναι σαν τις φρίζες με λουλούδια του ροκοκό. Θα κρατήσω την επιθυμία σου να φτιάχνεις κάτι που να έχει μια κατακλείδα. Και την επιθυμία να προσφέρεις στον αναγνώστη κάτι σαν περιδέραιο από ωραίες λέξεις. Αν θέλεις να κάμεις παράδεισο βλέπω πολύ την πρόθεση, ενώ θα έπρεπε να βλέπω ένα φυσικό φαινόμενο. Τι θα σου σύστηνα: Να κρατήσεις σαν δυσκολία την φόρμα με το σχήμα κατακλείδα που επιθυμείς. Αλλά έχεις πολύ δρόμο για να σου κατανεύσει η γλώσσα σ' αυτό που θέλεις. Δοκίμασε την περιπέτεια να καταστρέψεις με τη γραμματική και το λεξικό κάμποσα από όσα κείμενα σε γοητεύουν. Βρες μια ελληνική ποιητική ανθολογία και διάβασέ την ολόκληρη με το μολύβι στο χέρι σημειώνοντας τους στίχους και τα ποιήματα που σε εκφράζουν. Στην πορεία θα καταλάβεις τι δεν περιέχουν τα κείμενά σου για να έρθουν στο ύψος που τα φαντάζεσαι. Δεν υπάρχουν βεβαιότητες. Δεν υπάρχουν εγγυήσεις. Και θυμήσου: Δεν υπάρχει ειδικός χώρος στη γλώσσα όπου κατοικούν οι ποιητικές λέξεις, και άρα η δουλειά σου θα ήταν να τις εντοπίσεις και να μας τις προσφέρεις. Όλες μα όλες οι λέξεις έχουν τη δυνατότητα να μπουν στο καμίνι που θα τους βγάλει τις σκουριές και θα τις κάνει να ξαναλάμψουν. Και κάτι ακόμα. Αν στην πορεία απογοητευτείς σκέψου το ωραίο ταξείδι που σ' έδωσε όλη αυτή η περιπέτεια. Χαμένος δεν θα είσαι...

Η άποψη του Πετεφρή. Δεν ξέρω.Ανοιξα και ξανάνοιξα τα τρία στιχηρά και όντως είδα μιά συγκεκριμένη "αγαπητική" δομή: καταγράφετε κάτι, και στο τέλος ένα νέφος από αλλότρια και πιό σημαντικά ζητήματα αναιρεί την καταγραφή σας. Ο ποιητικός αυτός τρόπος δεν είναι μήτε άστοχος, μήτε ξεκούδουνος, αλλά τα μέσα που χρησιμοποιείτε μου φαίνονται ανάρπαστα.Σάμπως παλαιικά μου φαίνονται: δεν υπάρχει ουσιαστικό που να μη το ενισχύετε είτε με ένα επίθετο("μεγάλη"φωτιά) , είτε με διπλανό του δεκανίκι ("η γιορτή των μελισσών").Ξεπεράστε τα, σας παρακαλώ, αυτά.Μη αντιμετωπίζετε αμυντικά την υπόθεση στίχος.

Πέμπτη 15 Μαρτίου 2007

Ροϊδης - Των τραυμάτων και των εμπειριών 1973-1985: Κολούμπια

Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε σε σχετικά γνωστό περιοδικό. Πρόκειται για συμμετοχή μου σε ένα αφιέρωμα για το γκρέμισμα του εργοστασίου της Κολούμπια της οποίας ήμουν υπάλληλος το διάστημα που αναφέρεται στον τίτλο.


Το έφεραν βράδυ. Oδηγούσε αργά, ο άλλος ακολουθούσε πίσω τους σε απόσταση, κρύωνε με το λεπτό πουκάμισο, το στομάχι του ήταν ακόμη ανακατωμένο από αυτά που είχε δει. Είχαν ανάψει τα φώτα στη βεράντα και οι επισκέπτες έστεκαν σιωπηλοί κι ανήσυχοι παράμερα και περίμεναν. Τη στιγμή που μετέφεραν το παιδί τυλιγμένο σε μια κουβέρτα κάποιος ρώτησε σιγανά: Το πόδι; Του το ‘κοψαν, αποκρίθηκε. Μετέφεραν το αγόρι στο δωμάτιο του. Στάθηκε στο κρεβάτι δίπλα του, τον ακούμπησε προσεκτικά και τον σκέπασε. Τι άλλο χρειάζεσαι, την άκουσε δίπλα του να λέει. Να περιμένουμε. Εκείνη του έσφιξε το χέρι. Ας ζήσει, Θεέ μου το παιδί, ψιθύρισε, και ανασηκώνοντας τους ώμους σωριάστηκε στη πολυθρόνα που υπήρχε δίπλα στο κρεβάτι. Εκείνη του άγγιξε το μάγουλο. Θα μείνω εγώ με το παιδί, είπε.

Έλα κοιμήσου εδώ, δίπλα μου
Ο θρύλος λέει ότι ο Λιστ λίγο πριν πεθάνει άφησε ένα χειρόγραφο περί της ύπαρξης μια νέας νότας που κατά λάθος είχε ανακαλύψει. Την άκουσε για πρώτη φορά, την ονόμασε ‘Περαστική’, ένα βράδυ καθώς έπαιζε στο salon της Φροϋλάιν Γκένσερ, ένας ήχος, του οποίου την πηγή δεν μπόρεσε να προσδιορίσει, «μπλέχτηκε» ανάμεσα στις νότες της σονάτας που έπαιζε, αυτό συνέβη φυσικά σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Η «παρέμβαση» αυτής της μυστήριας νότας παρήγαγε ένα ήχο πρωτόγνωρο για τον μεγάλο δημιουργό.
Το χειρόγραφο αυτό δεν βρέθηκε ποτέ, δεν υπάρχει δε, κανένας απολύτως λόγος να πιστέψουμε ότι η αδερφή του κατέστρεψε το χειρόγραφο μαζί με τα «λιγότερης αξίας» έργα του κατόπιν εντολής του μεγάλου μουσουργού. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν αδιαμφισβήτητες μαρτυρίες ότι το χειρόγραφο πράγματι υπήρξε με το συγκεκριμένο του περιεχόμενο. Για πρώτη φορά, μετά αυτή του την αποκάλυψη, ο Λιστ έγινε ιδιαίτερα επιφυλακτικός ως αναφορά την απόσταση μεταξύ του εαυτού του και των ακροατών. Επιθυμούσε η απόσταση αυτή να μην είναι μικρότερη ή περισσότερη από τους ακροατές του συγκεκριμένου κοντσέρτου στις Φροϋλάιν Γκένσερ. Ο Κλιμτ αναφέρει αυτή την «περίεργη εμμονή» του Λιστ στην αλληλογραφία με τον αδερφό του.

Ο πόνος
Η ανάσα του αγοριού ήταν βαριά, λαχανιασμένη. Το πρόσωπό του κόκκινο από πυρετό, το έστρεφε ανήσυχα δεξιά κι αριστερά˙ αφήνοντας που και που εύηχους αναστεναγμούς. Το πρησμένο τραύμα με τα τεντωμένα ράμματα δεν του άφηναν περιθώρια ανάπαυλας, το πύον σκόρπιζε την έντονη μυρωδιά του. Εκείνη δίπλα του σκούπιζε το μέτωπό του. Όλη η μοναξιά της μάνας και οι τύψεις στοιβάχτηκαν θαρρείς στο στήθος της και ξέσπασε σε λυγμούς.

Ο Καλλιτέχνης
Πριν το κοντσέρτο εκείνο το βράδυ στο salon της Φροϋλάιν Γκένσερ, καμία αλλαγή δεν καταγράφεται επίσημα στη συμπεριφορά του Λίστ. Η απελπισία του στη προσπάθεια αναζήτησης αυτής της νότας εικάζεται ότι τον οδήγησε στη καταστροφή αρκετών ακριβών πιάνων. Καταγράφεται δε η οργή του αυτή από επιτόπιους μάρτυρες σαν πρωτόγνωρα ξεσπάσματα εξωπραγματικής «διαβολικής οργής», αντίθετη προς το γνωστό πράο χαρακτήρα του μεγάλου συνθέτη. Από το θάνατό του και μετά πάντως, κανένα σοβαρό στοιχείο δεν έχει αποκαλυφθεί που να πιστοποιεί κάποιο αποτέλεσμα στην αναζήτησή του αυτή.
Πολλοί μουσικολόγοι και ειδικοί βιογράφοι σχετίζουν το γεγονός με την περίεργη συμπεριφορά του Κλωντ Ντεμπυσσύ. Ο καθηγητής του στην αρμονία Ντυράν, τον θεωρούσε αδύναμο και απροσάρμοστο αποκλείοντάς τον από κάποια σημαντικά κοντσέρτα στερώντας του τη δυνατότητα διεκδίκησης μιας φήμης αναγκαίας για την τροφοδοσία της ευφυούς ματαιοδοξίας του καλλιτέχνη. Τη διάκριση παρ’ όλα την απέσπασε ο Ντεμπυσσύ από τα μαθήματα της συνοδείας με πιάνο, και της «πρακτικής αρμονίας» (prima vista), όπου είχε την δυνατότητα να επιδείξει το ταλέντο του στον αυτοσχεδιασμό. Αυτό που οι ιστορικοί αποκρύπτουν, είναι ότι ο Ντεμπυσσύ σύχναζε στα διάφορα σαλόνια της αριστοκρατίας και για έναν ακόμη λόγο.

Ο Προυστ γνώριζε
Σε πολλά μέρη του έργου του «Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο» ο Προυστ αναφέρεται, πολλές φορές με ιδιαίτερη εμμονή, σε εκείνη την «μουσική φράση» που άκουσε ένα βράδυ στο σαλόν των Βερντυρέν από κάποιο νεαρό μουσικό. Η «φράση» αυτή του τριβέλιζε επίμονα την σκέψη. Ο νεαρός πιανίστας στο σαλόν των Βερντυρέν είχε απαραιτήτως στο ρεπερτόριό του, τον καλπασμό από τις Βαλκυρίες ή το πρελούδιο του Τριστάνου, έργα και τα δύο από τις αντίστοιχες όπερες του Βάγκνερ.
Είναι πια εξακριβωμένο ότι ο νεαρός μουσικός που αναφέρει ο Προυστ, είναι ο Ντεμπυσσύ, ο οποίος είχε γνώση της ανακάλυψης του Λιστ, την άγνωστη έως τότε Περαστική του νότα. Του ήταν επίσης γνωστή η σχέση του Λιστ με τον Βάγκνερ μέσω της κόρης του δεύτερου. Το πιο σπουδαίο επίσης, το οποίο αποσιωπούν οι ιστορικοί και το φέρνω στο φως αποκλειστικά για σας αγαπητοί μου αναγνώστες, είναι ότι, το χειρόγραφο του Λιστ το είχε στη κατοχή του ο Ντεμπυσσύ και αναφέρεται καθαρά στη διαθήκη που διαβάστηκε στους κληρονόμους του. Παρ’ όλα αυτά, όπως αναφέρω πρωτύτερα, το χειρόγραφο αυτό δεν βρέθηκε ποτέ.

Άτιτλο κενό
Το παιδί άνοιξε το στόμα του να φωνάξει, να πει κάτι. Δεν τα κατάφερε ν’ακουστεί. Έμεινε ήσυχο στη θέση του, αφουγκράστηκε τους ήχους του σπιτιού, άκουσε τις καρέκλες να τραβιούνται από το τραπέζι της τραπεζαρίας, άκουσε βήματα στη βεράντα και τέλος, τις ρόδες που έτριξαν πάνω στα χαλίκια καθώς το αυτοκίνητο έπαιρνε το δρόμο για την πόλη. Όλα ήταν τώρα ήσυχα.
Ξέρει ότι κάτι θέλει. Κοιτά λοξώς κάτω δεξιά από την καρέκλα, όταν βλέπει το λουλούδι που έχει φυτρώσει στη σόλα του παπουτσιού του. Με υπεράνθρωπες προσπάθειες γεμάτες πόνο φτάνει έως εκεί. Το ξεριζώνει. Με το λουλούδι στο χέρι κάθεται κάτω από το τραπέζι δίπλα του. Το διαλύει αφήνοντας σκόρπια τα πέταλά του στο πάτωμα, ξαναγυρίζει στο παπούτσι ψάχνοντας για ένα λουλούδι ακόμη. Μάταια, δεν υπάρχει άλλο.

Το παιδί στεναχωρήθηκε πολύ με το γεγονός αυτό.

----------------

Επίλογος
Μπήκα στη Κολούμπια το Φλεβάρη του 1973 όταν ο χώρος ήταν ζεστός, ανθρώπινος, γεμάτος πάθος και έφυγα από μια ψυχρή πολυεθνική εταιρεία δίσκων, όπου όλα μετρούσαν με νούμερα, μπάτζετ και οικονομικούς στόχους.

Έβαλα μπρος τον σκαραβαίο μου ένα ηλιόλουστο μεσημέρι το Γενάρη του 1985 και δεν έριξα ποτέ βλέμμα πίσω.

http://roides.wordpress.com

H γνώμη του Πετεφρή: καμιά φορά, η έκφραση μιάς γνώμης έχει τις δυσκολίες της, ακόμη και μεταξύ "ανωνύμων" που ωστόσο έχουν καταλήξει να εκτιμούν (ενίοτε αμοιβαία) την περσόνα που παρακολουθούν. Γιά να καταθέτει ο Ροϊδης, ένα κείμενο σε αυτό το blog, κάτι παραπάνω θα ξέρει, οπότε δεν το σχολιάζω άλλο.
Επί του κειμένου και της "λάτρας" του. Είναι μία εκπληκτική κύρια διήγηση που χρησιμοποιεί επίτηδες αποστασιοποιημένη και ευθύγραμμη διήγηση ιστορικών (όχι ακριβώς..) ανεκδότων από τον μουσικό πολιτισμό του προπερασμένου αιώνα, κατά ευφυά κινηματογραφική τεχνική. Γιατί η διήγηση δεν είναι φανταχτερή και τρανταχτή; επειδή τα γεγονότα που ιστορούνται έχουν ουσία που αναδεικνύεται από την συνειδητή υπογειοποίηση του ύφους. Αυτό και μόνον, δείχνει επαρκέστατη γνώση πολλών τεχνικών της γραφής.
Η άλλη, η "επί τα ανάντη" αντίστροφη διήγηση της κατάστασης ενός ακρωτηριασμένου παιδιού που κερδαίνει μιά μορφή αυτοσυνειδησίας, υπό την καταληψία του πόνου του, ανακαλύπτοντας ένα άνθος φυτρωμένο στο (μη λειτουργικό) παπούτσι του, είναι πιό σύντομη, δεν υποστηρίζεται το ίδιο πειστικά, ίσως επειδή τον συγγραφέα τον διακατέχει συγκίνηση που δυσκολεύεται να μασκάρει ή να διαχειριστεί. Η κατά κεφαλήν και πόδας επαφή αυτών των δύο ατραπών, εκτιμώ ότι δεν οδηγεί σε ένα σταυροδρόμι ή έστω στην κεφάλωση ενός δίστρατου.Γιά την ιδέα μου, παραείναι έντονο και λυρικό, παρά τον επιφαινόμενο ρεαλισμό του.Η γνώμη μου αυτή, είναι προιόν ιδιοσυγκρασίας και όχι διαμορφωμένης άποψης, έτσι;
Σε κάθε περίπτωση, η μικρή εισαγωγή και ιδίως το ζενερίκ της αφήγησης, ("έβαλα μπρος τον Σκαραβαίο μου..") αποκαθιστά τα πράγματα, ως ένας απρόσμενος cooler των αισθήσεων.
Μιά παρατήρηση: ενώ η δομή του μοιάζει πολύ με ενός ρεπορτάζ,δεν χρησιμοποιεί μήτε μία λέξη από αυτές που συνήθως το εκφράζουν. Είναι μιά δοκιμή που μ ένδιαφέρει. Πάντοτε έχει ενδιαφέρον η μεταφύτευση τρόπων και μεθόδων μιάς τεχνικής σε ένα άλλο οικόπεδο.

Η γνώμη του Μίχου: Ως πελοποννησιακή γάτα είχα σκοπό να μη γράψω κουβέντα για το συγκεκριμένο. Είναι νωπές οι συνέπειες από υστερικά ξεσπάσματα ποιητή της μανιφακτούρας επειδή του είπα και του αιτιολόγησα την κρίση του γούστου μου. Για λόγους συμμετρίας και μόνο με τον Πετεφρή θα κάνω μια παρατήρηση ήθους. Φαίνεται πως οι δημοσιογράφοι και οι παραπλέοντες είναι αδύναμοι στην κριτική και επιπλέον το ύφος τους στο διαδίκτυο μοιάζει πολύ αυταρχικό. Τα έχωσα και στον κο Τσαγκαρουσιάνο στον αρμόδιο τόπο γι αυτό. Η ιστόσφαιρα μας προσφέρει περιωπή επωνυμότητας, πράγμα που σημαίνει ότι θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι και για επιθέσεις ακόμα και ψυχοπαθών, και επιπλέον μας αναγκάζει να σταθμίζουμε αν η πιθανή επίθεση αξίζει μια απάντηση, οπότε καλό είναι να αρχίσουμε να συνηθίζουμε στο χαμηλότερο και διαλογικού τύπου ύφος που απαιτεί ο χώρος. Σκέφτομαι κάποτε ότι αν πολλοί από τους θιγμένους της ιστόσφαιρας ήταν δημόσια πρόσωπα εκτεθειμένα σε κιτρινοφυλλάδες θα είχαν αυτοκτονήσει αν κρίνω από τις αντιδράσεις τους εδώ. Είναι δυνατόν να παράγεις κάτι να κριθεί αν δεν ρισκάρεις στην αντιδημοτικότητα; Δεν κάνω καμία κρίση για το κείμενο. Λέω μόνο ευγενικά: ευχαριστώ για τον οβολό σας... Αλλά διατηρώ το δικαίωμά μου και την εκτίμηση προς τα γραφομενά σας με την απόφαση να μην πάρω.

Δευτέρα 12 Μαρτίου 2007

παπαρούνα - "...των δυνατών σινιάλων"

Του είπαν: "Κάτσε στη καρέκλα και μην το κουνήσεις". Στην αρχή δε σάλεψε. Είπε: "Καλό θα μου κάνει να ξεκουραστώ". Περνούσαν οι μέρες και η ξεκούραση έγινε ακηδία. Η ακηδία μετατράπηκε σε μια με τα μπούνια κατάθλιψη και ήρθε φορτσάτο ένα πράσινο φεγγάρι που ούτε τα βλέφαρα δεν είχε κουράγιο να σηκώσει. Μόνο καθόταν στη καρέκλα κι όλο σάπιζε. Ξέχασε και αυτούς που τον πρόσταξαν να μείνει άγαλμα και για ποιο λόγο ήθελε να ξεκουραστεί. Από τί κουράστηκε; Πότε η ζωή ήταν γεμάτη έγνοιες και μικροχαρές; Και τώρα, δηλαδή, τί; Δε ζει; Αφού αναπνέει. Αναπνέει ασάλευτος. Τα χρόνια πέρασαν εφιαλτικά μονότονα. Σκιές αυτοκινήτων ανεβοκατέβαιναν στο ταβάνι του, κι ο ταχυδρόμος για έναν περίεργο λόγο συνέχιζε να του ρίχνει γράμματα με απαιτήσεις. Πλήρωσε αυτό, ξόφλησε το άλλο. Επιθυμούσε να συρρικνωθεί. Ή να μαρμαρώσει. "Τίποτα να μην έρχεται, τίποτα και μην φεύγει". Σα κύμα που πέτρωσε έγινε η ζωή του. Κάπου τον έπιανε η αλμύρα, έκλαιγε μα δεν έψαχνε τους λόγους. Δεν ακουμπούσε το τηλεκοντρόλ, δεν άνοιγε πόρτα στους κοντινούς τους. Θα κουβαλούσαν μαζί τους αρώματα και λέξεις φανταχτερές. Η ζωή των άλλων τον πλήγωνε αφάνταστα. Τόσο εκτυφλωτικό στρας μέσα στα μάτια τους, του γκρέμιζε οποιαδήποτε σκέψη να σηκωθεί απ' την καρέκλα. Αισθανόταν σαν να έπεσε στη κινούμενη βάλτο. Του μυαλού του. Ηθελημένα ανήμπορος.

Ένα πρωί, σαράκια ρούφηξαν τόσο ξύλο που η καρέκλα σωριάστηκε κομματιασμένη στο πάτωμα. Οι νόμοι της βαρύτητας δεν τον άφησαν ανέγγιχτο. Και σωριάστηκε και ο ίδιος. Αναλογιζόμενος τη μη αναπαυτικότητα των ψυχρών μαρμάρων, έβαλε δύναμη στα χέρια, ύστερα στα πόδια και τα μάτια του για πρώτη φορά μετά από καιρό συνάντησαν τον κόσμο από κείνο το γνώριμό τους ύψος. Περπάτησε ως το νιπτήρα κι έβρεξε το πρόσωπο. Τ' αλάτια των χρόνων χαθήκαν στο σιφόνι, οι φλεβίτσες γύρω απ' τα χείλια σκίρτησαν, το δέρμα ξύπνησε απ' τη χειμερία νάρκη. Όλοι οι αισθητήρες πάλι σε λειτουργία. Ψηλάφησε τους τοίχους, το τραπέζι, το βελούδο του καναπέ και κοντοστάθηκε στην εξώπορτα, πατώντας στο βουνό από γράμματα και λογαριασμούς. Το πόμολο ήταν κρύο κι αναρρίγησε. Άνοιξε την πόρτα.

Ένας μπαγάσας ήλιος εκσφενδόνισε όλες τις αλανιάρες αχτίδες να σαγηνεύσουν το χλωμό μέτωπο.

http://paparouna.blogspot.com/

Η άποψη του Μίχου. Δεν μου κάθεται καλά το κείμενο. Λίγο ασουλούπωτο ως προς τους χρόνους. Ξεκινάει με προδιάθεση ιστορίας μεγάλου χρόνου και τελειώνει σε διάσταση στιγμής. Αν ο στόχος είναι να μετεωριστεί στο τυφλό σημείο μιας κόπωσης πρωινού ξυπνήματος που ακολουθείται από μια κατάφαση νομίζω χρειάζεται μια χρονική αναδιάταξη της αρχής. Θυμήθηκα ένα διήγημα του Σαρτ που μια στιγμή πριν εκτελέσουν τον ήρωα του δίνεται μια διαστολή του χρόνου για να ζήσει ένα ημερολογιακό χρόνο σε μιά στιμή... Αυτό για να φανεί σε τι οριακές εξωτερικές συνθήκες μπορεί να σταθεί μια παραβολή. Εδώ ξεκινάει σαν παραβολή, μπαίνει και αυτή η αμφισβητούμενη χρήση ακηδίας και κατάθλιψης, κάποιες ανενεργές από τη χρήση αναφορές στην ακινησία, και τελικά η μη αναπαυτικότητα των μαρμάρων τον κάνει να κινηθεί... Δεν κολλάνε οι χρόνοι και η αιτία που τον ξαναφέρνει στη δράση σαν σύμβολο θανάτου είναι ανεπαρκής. Για κάνετε πάλι την κατάστρωση της ιστορίας.
Το εφέ της απότομης αναγωγής, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και πάλι. Δεν θέλω να σας απογοητεύσω γιατί δεν μου δώσατε κάτι ικανό να κριθεί. Για δοκιμάστε ρυθμίζοντας αυστηρά τί ακριβώς θέλετε να στοχεύσετε.
Η άποψη του Πετεφρή.Μου άρεσε αλλά με αστερίσκους.Συμφωνώ ότι το αίτιο και η αφορμή της "ανάνηψης" πλησιάζει στην παρωδία. Δεν "κάθεται", αλλά δεν παίρνω και όρκο γιά την κρίση μου, επειδή είμαι μαθημένος στην κατάποση πιό "επαγγελματικών" κειμένων και μπορεί να έχει προχωρήσει εντός μου η αρτηριοσκλήρωση. Ενοχλήθηκα όμως πολύ από αρκετά περισσεύματα γραφής, που δείχνουν ότι δεν διαβάσατε καμιά εκατοστή φορές το δικό σας κείμενο, πρίν το βγάλετε στον αέρα.Παραδείγματα: "η ακηδία μετατράπηκε σε μιά με τα μπούνια κατάθλιψη".Αυτό το "σεμιαμεταμπουνια", κι ακόμη πιό εμφατικά αυτό το "κεσεμιαμεταμπουνιακα", όπως ηχεί, όχι τι σημαίνει, είναι μιά απίστευτη κακοφωνία.Ο ήλιος "μπαγάσας";οι αχτίδες "αλανιάρες"; το μέτωπο όμως "χλομό";σα να παρακολουθώ έναν υπερτασικό που δυσκολεύεται να συγκρατήσει με χάπια την πίεσή του.Προσέξτε τα πέρα από την γενική κατάφαση ή απόρριψη-είστε στα προθυρα μιάς προσωπικής γραφής.Προσωπικής, δεν σημαίνει άρτιας, να εξηγούμαστε.Μου άρεσε πάντως που διαμορφώνετε τις προτάσεις σας με αδιόρατη πειθαρχία σε ρυθμικές που έχουν υποταχτεί σε μία στιχική ενδεκασύλλαβου, έως δεκατετρασύλλαβου, χωρίς να αποτυπώνεται ποιητικότητα. Ηδη, είστε ο τυχερός ξενιστής, ενός υπέροχου μυστικού: αντί να επηρεάζεστε από τον Καρυωτάκη ή τον Σατωβριάνδο, είναι προτιμότερο να εμπιστεύεστε εσωτερικούς ρυθμούς. Απομένει το εύκολο, άνκαι έχει τρομερή χαμαλοδουλειά: να ρυθμίζετε τις έννοιες με τους ρυθμούς, κι όχι να εννοείτε απλώς ότι "ψάχνετε". Το συμπέρασμά μου:καλό όπλο, καλές σφαίρες, η βολή κουτουρού.

Παρασκευή 9 Μαρτίου 2007

Σια+Μέζα: Raller* η αλλιώς O Επιθανάτιος Ρόγχος



Σκηνικό: Μια όμορφη ευρύχωρη κουζίνα. Οι κλαρωτές κουρτίνες στο παράθυρο είναι τραβηγμένες και επιτρέπουν στον ήλιο να λούζει τους τοίχους, τον πάγκο, τα ντουλάπια, την εστία, το ψυγείο. Το ντουλαπάκι κάτω από το νεροχύτη είναι κλειστό, κι έτσι ο ήλιος δεν φωτίζει τους σωλήνες, τα απορρυπαντικά και τις κατσαρίδες που χουζουρεύουν περιμένοντας να πέσει το σκοτάδι(πράγμα που αποτελεί και το βασικό λόγο για τον οποίο οι Κατσαρίδες διάλεξαν να κάνουν εκεί τη φωλιά τους). Όρθια μπροστά στον πάγκο η μανούλα τεμαχίζει με ένα κοφτερό μαχαίρι ένα αγγουράκι. Το μαχαίρι μετακινείται σχεδόν αυτόματα πάνω στο Αγγουράκι διαμελίζοντας το σε τέλειες ροδέλες ίσου πάχους.

Απέναντι από τον πάγκο της κουζίνας βρίσκεται το τραπέζι, όπου είναι καθισμένο το αγοράκι. Νερομπογιές είναι απλωμένες στο Τραπέζι και το Αγοράκι ζωγραφίζει με αυτές ο,τι βλέπει μπροστά του. Έχει ζωγραφίσει τις κουρτίνες, τους άσπρους Τοίχους, τα ντουλάπια, την εστία το ψυγείο, αλλά όχι και τις Κατσαρίδες. Το Ντουλαπάκι Κάτω Απ Το Νεροχύτη, είναι κλειστό, και δεν τις βλέπει(πράγμα που ήταν και ο αυτοσκοπός του εκεί χτισίματος της φωλιάς από τις Κατσαρίδες.)
Το Μαχαίρι, υπό την επιδέξια καθοδήγηση της Μανούλας, συνεχίζει την πορεία του πάνω στο Αγγουράκι. Το Αγγουράκι έχει τελειώσει, κι έτσι το μαχαίρι συνεχίζει, τεμαχίζοντας τα δαχτυλάκια της Μανούλας που βρίσκονται παραταγμένα με τάξη ακριβώς εκεί που τελειώνει το Αγγουράκι σε τέλειες ροδέλες ίσου πάχους.
Το Αγουρακι (συγγνώμη ήθελα να πω ΑΓΟρακι) ζωγραφίζει. Δεν είναι ακόμα ο αηδιαστικά ρεαλιστής ζωγράφος που πρόκειται να γίνει στο μέλλον(ακόμα πρόκειται να φοράει ψαθάκι και να κόψει τα αυτί του για να μοιάζει στον Βαν Γκοχ-η μήπως στον Νταλί; Δεν θα είναι σίγουρο και δεν θα το νοιάζει να μάθει, εφόσον θα μοιάζει σε κάποιον άλλον και όχι στον βαρετό, μίζερο τύπο που θα ήταν αν διατηρούσε και τα δυο του αυτιά ακέραια.)
Παρ'ολ'αυτά, έχει ήδη αποφασίσει ότι δεν τον ενδιαφέρει η απεικόνιση έμβιων όντων. Είναι της νατυρ μορτ σχολής. έτσι από τη ζωγραφιά του λείπει η Μανούλα, έχουν όμως περίοπτη θέση το Μαχαίρι και το Αγγορακι(συγγνώμη, ήθελα να πω Αγγουράκι), και το Αγοράκι τώρα έχει αρχίσει να ζωγραφίζει τις τέλειες ροδέλες ίσου πάχους που ήταν πριν τα δαχτυλάκια της Μανούλας. Δεν ζωγραφίζει ακόμα καλά(κι ούτε πρόκειται αλλά σσσσς μη του το πείτε), κι έτσι τα δαχτυλάκια στην ακουαρέλα δεν είναι παρά καφεκοκκινοι λεκέδες.
Η Μανούλα περνάει τη ματωμένη α-δαχτυλη παλάμη της μέσα από τα μαλλιά της. Τα σημεία απ όπου πέρασε η δάχτυλος παλάμη βάφονται κατακόκκινα.«Θα μπορούσε κανείς να πει ότι επιτέλους έγινα μια φυσική κοκκινομάλλα!» λέει η Μανούλα και γελάει. Το γέλιο της αντηχεί στους άσπρους Τοίχους, στα ντουλάπια, στην εστία, στο ψυγείο, διαπερνάει το Ντουλαπάκι Κάτω Από Το Νεροχύτη και ενοχλεί τις Κατσαρίδες στο χουζούρεμα τους.
Το Αγοράκι έχει ζωγραφίσει τα πάντα μέσα στην Κουζίνα, όμως η ακουαρέλα του του φαίνεται ακόμα πολύ άδεια. Γι αυτό ξαπλώνει τη Μανούλα που ακόμα γελάει στον πάγκο, και με την ευγενική συνδρομή του Μαχαιριού την τεμαχίζει σε τέλειες ροδέλες ίσου πάχους.Ικανοποιημένο, τελειώνει στα γρήγορα τη Ζωγραφιά του. Με το που βάζει την τελευταία πινελιά, πετάγεται πάνω εκστασιασμένο και αρχίζει να τραγουδάει ένα τραγούδι με στίχους που βγάζει εκείνη τη στιγμή απ’ το μυαλό του, και ήχους που υπήρχαν στα βαλτώδη κομμάτια του μυαλού του απ’ τον καιρό που η αμοιβάδα έβαλε μπρος να γίνει άνθρωπος:

Raller!Raller!Raller!
Ηρθεν η ώρα σου καλέ!
Raller!Raller!Raller!
Ο επιθανάτιος σου ρόγχος

Raller!Raller!Raller!
Και αντηχεί στον ντενεκέ
Ο τελευταίος χτύπος της καρδιάς σου

Raller!Raller!Raller!
Σε σκότωσα εγώ, καλέ!
Ο υιός σου ο μονάκριβος και ο μονογενής

Raller!Raller!Raller!
Κι οι Κατσαρίδες θα τραφούν καλέ,(rallerraller)
Απ τον αντίλαλο της τελευταίας σου κραυγής, Τέλος

ΥΓ Οι Κατσαρίδες από τότε και στο εξής αγαπούσαν πολύ το Αγοράκι. Και ζήσανε αυτοί καλλιτεχνικά, κι εμείς καλλιτεχνικοτερα.

*Raller[ρα-λλε] : αγνώστου ρίζας. Το εκπνειν τον επιθανάτιον ρόγχον

Σια+Μεζα(Μεζα)
http://tsigaramaseskaialcohol.blogspot.com/

H άποψη του Πετεφρή: επιδοκιμάζω χωρίς επιφυλάξεις το κείμενό σας. Μου άρεσε δηλαδή, πολύ, πράγμα που κάνει αναξιόπιστες τις διδακτικές παρατηρήσεις. Σαν δισέγγονο εγγονοπουλικού μπαγιάτη.Μαλακή αφήγηση, έλλειψη μαύρου χιούμορ (οι λέξεις του δεν είναι τόσο προσεγμένες). Τα Ραλέ, ραλέ στο τέλος, με έκαναν τραγουδιστή τους.

Μιά παρατήρηση: άν υπήρχε πρόθεση στόχου, δεν φάνηκε. Εννοώ ,άν στο υπόβαθρο του κειμένου βόσκει ένας λίβελος κατά συγκεκριμένου όντος.Αν το γράψατε υπό την δουλεία του "όσα έρθουν κι όσα πάνε", υπάρχουν πλατυασμοί και ασάφειες, όχι πολλές, που είναι καλό να τις συμμαζεύετε.

Μιά ακόμη, πιό "απαιτητική" παρατήρηση: άν δοκιμάζατε με το ίδιο υλικό να στήσετε μιά ποιητική σύνθεση, ένα αρθρωτό ποίημα λόγου χάριν, οι αναγνώστες σας μπορεί να δοκιμάζαμε μιά ακόμη πιό ευχάριστη έκπληξη.

Τώρα, άν αυτό το καλό κείμενο, σας βγήκε κατά λάθος ή το διαπράξαττε, η νεκροψία της ζωής θα το δείξει (ελπίζω). Εγκαρτερείτε, μη μανιάζετε, χαρείτε την διάθεση που γέννησε το αγουράκι, το αγοράκι, το αγγουράκι και βεβαίως, το αγγοράκι....

Η άποψη του Μίχου. Ένα μικρό μαθηματάκι παράπλευρο είναι ότι το εγώ της αφήγησης δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με το εγώ του αφηγητή, εδώ έχουμε δύο, για όλους αυτούς που μετωπικά επιδιώκουν να διακαιώσουν το εγώ τους στην εποχή της γραφομανίας... Το μικρό παίγνιο με την ανάλαφρη φρίκη αφήνει πολλά κενά γοητευμένο από τις παραλλαγές του τεμαχισμού. Το έχω δεί σε μιά ταινία. Η μητέρα έκοβε καρότα λέγοντας : Εγώ τον αγαπούσα τον άντρα μου. Έχει μια χάρη εικονισμού προσωπικά μου θύμισε τον Μπορίς Βιάν και την παιγνιώδη του αφήγηση. Ρίξτε μια ματιά στα βιβλία του, θα σας είναι καλός οδηγός, και ίσως δώσει μιά κατεύθυνση να ολοκληρώσετε αυτό το είδος της αφήγησης. Και βέβαια εκεί που σοβαροφάνεια συνήθως κυριαρχεί το ανάλαφρο και το παιγνιώδες είναι ευπρόσδεκτο σαν αναγκαίο διάλειμμα. Το να θέλεις μιαν αφήγηση που να διαχέει την εντύπωση ότι δεν την παίρνεις στα σοβαρά προσθέτει μια επιπλέον δυσκολία να την αγκιστρώσεις σε μια παράδοση γραφής αφού η ελληνική είναι αρκετά "σοβαρή" και ίσως γι αυτό ενοχλητική κάποιες φορές. Η αφήγηση που καταθέτετε εδώ είναι και μιά βολή προς την περιρέουσα σοβαροφάνεια. Δεν μπορώ να πω ότι δεν την χάρηκα. Συνεχίστε, rallar rallar rallar. Στα ισπανικά σημαίνει τρίβω ένα φρούτο στον τρίφτη.


Τετάρτη 7 Μαρτίου 2007

Aurelia Aurita - Ολυμπιακοί

Τρέχει τρέχει τρέχει-κατοστάρι
................................................
Δεν ούρλιαξε καν το φρένο
Δεν πρόλαβε να τη δει
Κάνει κύκλους στον αέρα
Ίδια αθλήτρια της ενόργανης
Μμμμ....η προσγείωση
δεν ήταν καλή
Δε θα πάρει το χρυσό
Ούτε το αργυρό
Ούτε το χάλκινο
Μα κάτσε,
έχει άλλη μια ευκαιρία
Τώρα κάνει κατάδυση
σε μια κόκκινη πισίνα
Που μεγαλώνει, μεγαλώνει
Η μήπως αυτή μικραίνει μέσα της
Σαν την Αλίκη
στη χώρα του ποτέ-ποτέ

Μοντέρνο τρίαθλο
Τα κατάφερε
Μία και μόνη αθλήτρια
Στο πιο ψηλό σκαλί του βάθρου
Χαμογελάει
Σα να κοιτάει τη σημαία της χώρας της
Με βλέμμα συνεπαρμένο
Ενα δάκρυ κυλά
Ενω ακούγεται ο ύμνος
(λιγο μονότονος,αλήθεια)
Και γύρω αναβοσβήνουν φώτα
μπλε και κόκκινα-τα φλας θά'ναι

Θα μείνει στη μνήμη όλων
Παγκόσμιο ρεκόρ
Με ψηλοτάκουνα στην άσφαλτο

http://aureliaaurita.blogspot.com

Η άποψη του Μίχου
Όπως ήταν φυσικό έριξα μια ματιά και στα υπόλοιπα κείμενά σας. Έχετε μια καθαρά δημοσιογραφικού τύπου περιέργεια όταν περιγράφετε. Και βέβαια ο πιασάρικος τίτλος ή η πιασάρικη ατάκα είναι μέσα στο παιχνίδι της δημοσιογραφίας. Δεν αποτελεί όμως ποίηση. Έχετε μια ιδέα για την αθλήτρια του ατυχήματος με τα ψηλοτάκουνα στην άσφαλτο. Η φράση Παγκόσμιο ρεκόρ με ψηλοτάκουνα στην άσφαλτο είναι ωραία λεζάντα. Αλλά δεν είναι στίχος. Έχω την εντύπωση ότι δεν συμμετέχετε παρά για να πάρετε μια γνώμη για ένα είδος γραφής που σας ανεβαίνει κάπου κάπου και δεν έχετε τρόπο να το αξιολογήσετε. Χωρίς να σας αφορά προσωπικά θέλω να υπογραμίσσω ότι η κάθετη παράθεση ασύνδετων ή συνδεδεμένων φράσεων δεν συνιστά ποίηση. Μάλλον είναι λάθος απάντηση στη λάθος αντίληψη περί ελευθέρου στίχου. Πράγμα που δεν αποφεύγουν και αρκετοί από τους εκδιδομένους και μάλιστα με αξιώσεις. Έτσι με λύπη μου θα σας πω να μην συνεχίσετε την κάθετη παράθεση των φρασεών σας. Αφήστε τες οριζόντιες. Θα τις εισπράτουμε καλύτερα και θα περισώζετε και τη μουσική της ρητορικής τους που δεν μπορεί για την ώρα να εγείρει αξιώσεις μουσικής της ποιήσεως. Σκέφτομαι ειλικρινά, αν θα μπορούσατε να αξιοποιήσετε την επιθυμία σας για λεζάντα ως κειμενογράφος της διαφήμισης. Θα σας συνιστούσα για να μη χάνετε το χρόνο σας να αρχίσετε να καταγράφετε φράσεις σαν αυτή που τελειώνει το κείμενο που καταθέσατε εδώ. Έχω την ελπίδα ότι μετά από λίγο καιρό θα φτάσετε σε αποτελέσματα που θα ικανοποιούν κι εσάς και ίσως και κάποιους αναγνώστες. Αν βρισκόμαστε ακόμη εδώ θα περιμένω να δω τις λεζάντες σας για να σας πω σε πιό είδος γραφής της μικρής φόρμας μπορούν να αναχθούν.

H γνώμη του Πετεφρη: νομίζω ότι σας προστατεύω θεωρώντας ότι το κείμενό σας δεν είναι ποίημα. Ως πεζό με σπαστές γραμμές, είναι πολύλογο και ανακριβές.Και ο συνειρμός μου φάνηκε ατυχής, αλλά μπορεί να λαθεύω.Αν πρόκειται γιά την περιγραφή ενός δυστυχήματος, το περιγράψατε εγωιστικά. Αν είναι κάτι άλλο, παραμένει ακατανόητο από έλλειψη στόχου, όχι από υπαγωγή σε κάποια φλου σχολη. Πάντως, όπως λέει ο Έποπας στα Πουλιά του "μη φοβάσαι από τώρα, λόγια είναι"...



Δευτέρα 5 Μαρτίου 2007

mpampakis - Η μηχανή του δόκτορος Κιριτσένκο

Όταν ο δόκτωρ Κιριτσένκο ανακοίνωσε την μηχανή που είχαν κατασκευάσει με την ομάδα του, μια μηχανή που έδινε μια τελευταία ευκαιρία σε όσους χάνανε τους αγαπημένους τους, ο κόσμος ολόκληρος στράφηκε με περιέργεια να δει τι είχε επινοήσει πάλι ο πρωτοπόρος επιστήμονας.

Όλοι θυμόντουσαν ότι η ιατρική και επιστημονική κοινότητα δεν έβλεπε πάντα τον δόκτορα Κιριτσένκο με τέτοιο σεβασμό. Αντίθετα, όταν πριν από μια δεκαετία περίπου ο δόκτωρ και η ομάδα του ανακοίνωσαν ότι προχωρούσαν σε πειράματα πάνω στην ανθρώπινη αύρα υπήρχαν πολλοί που υπομειδίασαν ειρωνικά και έγραψαν ειρωνικότερα για τα κονδύλια που πήγαιναν χαμένα. Σύντομα όμως οι ανακαλύψεις τους γύρω από τους τρόπους καταγραφής της αύρας και των μεταβολών της αναδείξανε ένα απρόσμενο όσο και εντυπωσιακό νέο επιστημονικό πεδίο. Τα ευρήματα έθιγαν και τους τομείς της φιλοσοφίας και της θρησκείας φυσικά, οπότε είχαν εξαιρετική βαρύτητα. Μέσα σε μόλις μια πενταετία ένα εντυπωσιακό ποσοστό της χρηματοδότησης της παγκόσμιας ιατρικής έρευνας είχε στραφεί σε θέματα αύρας.

Ο δόκτωρ Κιριτσένκο όμως προχώρησε και πάλι πρώτος. Ανακάλυψαν ότι μετά τον θάνατο του ανθρώπου, η αύρα παρέμενε διαθέσιμη για περίπου 40 ημέρες, σκορπισμένη και διαιρεμένη αλλά υπαρκτή. Μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα και με χρήση πελώριων ποσών ενέργειας ήταν δυνατόν να συγκεντρωθεί η αύρα, να προβληθεί αστρικά, να μπορέσει να αποκτήσει συνείδηση και να επικοινωνήσει για περίπου πέντε λεπτά, πριν σκορπιστεί και χαθεί για πάντα.

“Ο δόκτωρ Κιριτσένκο σας εξασφάλιζει μια τελευταία ευκαιρία επικοινωνίας
με τους αγαπημένους σας”
Υπήρχε πάντως ένας περιορισμός. Η μηχανή ήταν έτσι δομημένη που μόνο ένας άνθρωπος μπορούσε να επικοινωνήσει με την αύρα του εκλιπόντος. Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να συγκεντρωθεί η αύρα, να εξηγήσουν στον μακαρίτη τι είχε συμβεί, να τον πείσουν ότι πράγματι είναι νεκρός για πάντα και μετά αυτός να διαλέξει και να μιλήσει σε ένα και μόνο ένα πρόσωπο εντός του χρόνου που απέμενε. Τα πέντε λεπτά ήταν λίγα για όλη αυτή την δουλειά, αλλά η ζήτηση ήταν εξαιρετική. Παρά τις αντιδράσεις από κάθε οργανωμένη εκκλησία, οι πρόθυμοι να πληρώσουν για την έγκαιρη συγκέντρωση της αύρας των αγαπημένων τους αυξάνονταν. Οι «πελάτες» ήταν οι ζωντανοί φυσικά οι οποίοι ήθελαν είτε κάτι καθαρά συναισθηματικό όπως έναν τελικό αποχαιρετισμό είτε κάτι πρακτικό όπως οδηγίες για διαθήκη ή την θέση της κασετίνας με τα χρυσά κοσμήματα.

Όμως κάθε τόσο προέκυπταν τρομερές παρεξηγήσεις. Οι γκόμενοι έπαιρναν προτεραιότητα έναντι νόμιμων συζύγων για την τελευταία συζήτηση, αδέλφια ξέσπαγαν σε κρίσεις αντιζηλίας γιατί η μητέρα διάλεξε τον έναν και όχι τον άλλο, παππούδες προτιμούσαν τις αποκλειστικές νοσοκόμες τους από τα ίδια τους τα παιδιά, εκκεντρικές δισεκατομμυριούχοι ζήταγαν να επικοινωνήσουν με την γάτα τους. Για να μην μιλήσουμε για αποκαλύψεις που κατάστρεφαν την υστεροφημία των αποδημησάντων: πόσες φορές είχε απιστήσει κάποιος, πόσο καταπίεζε τις ομοφυλόφιλες του τάσεις και πώς τις είχε τελικά ικανοποιήσει, τι είχε συμβεί πραγματικά σε εκείνο το ταξίδι, πού ξοδεύτηκαν τα λεφτά από την πώληση του κτήματος, και πάει λέγοντας. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με το υψηλό κόστος χρήσης και τις ηθικές αμφιβολίες, οδήγησαν σε αμφιλεγόμενη φήμη της μηχανής του δόκτορος Κιριτσένκο. Την βάφτισαν «η μηχανή του θανάτου». Παρόλα αυτά η ζήτηση συνέχιζε να αυξάνεται σταθερά και οι ζωντανοί συνέχιζαν να έχουν το τελευταίο τους πεντάλεπτο με τους πεθαμένους.

Έτσι ήταν μέχρι που ο κύριος Ντέηβ Τζόνσον ζήτησε να συγκεντρωθεί η αύρα των γονιών του που χάθηκαν σε τροχαίο δυστύχημα.

Ο πατέρας του Ντέηβ, Μπιλ Τζόνσον, και η μελλοντική του σύζυγος Λένα ήταν συμμαθητές από το Γυμνάσιο. Ερωτεύτηκαν ο ένας τον άλλο από τα δεκατέσσερά τους. Αγαπήθηκαν βαθιά. Τα χρόνια πέρασαν και ήταν από αυτές τις σπάνιες σχέσεις που βλέπεις τον ένα άνθρωπο και δεν μπορείς να τον φανταστείς χωρίς τον άλλο. Σπούδασαν, παντρεύτηκαν, έκαναν παιδιά, δούλεψαν, απόκτησαν σπίτι, απόκτησαν εγγόνια. Ο Μπιλ συνέχιζε να ζωγραφίζει στον ελεύθερο χρόνο του και να γεμίζει το σπίτι με πίνακες που τον ίδιο δεν τον ικανοποιούσαν ποτέ, αλλά ενθουσίαζαν την γυναίκα του. Η Λένα συνέχιζε να παίζει πιάνο και να τραγουδά, με τις φίλες της να αναρωτιούνται γιατί ποτέ δεν δοκίμασε να τραγουδήσει επαγγελματικά και αυτή να απαντά με ένα μελαγχολικό χαμόγελο. Το ίδιο χαμόγελο που ο Μπιλ προσπαθούσε ξανά και ξανά για δεκαετίες να αποτυπώσει στους πίνακές του.

Με τα χρόνια είχαν όχι απλώς μάθει τις συνήθειες ο ένας του άλλου, αλλά τις λάτρευαν. Ο Μπιλ ξετρελαινόταν με τον τρόπο που η Λένα σούφρωνε την μύτη της όταν δεν μπορούσε να θυμηθεί που ακούμπησε κάτι, και πώς βόλευε τα πόδια της στον καναπέ ρίχνοντας πάντα κάτω το τηλεκοντρόλ ή το βιβλίο της (ποτέ όμως και τα δύο). Η Λένα τον κοιτούσε με καμάρι καθώς γκρίνιαζε όποτε έδενε την γραβάτα του και με τρυφερότητα καθώς τακτοποιούσε την τροφή στο πιάτο του κατά είδος πριν φάει. Ο Μπιλ της έτριβε την πλάτη καθώς εκείνη έπλενε τα πιάτα και η Λένα τον κέρναγε καφέ καθώς εκείνος σκούπιζε και τακτοποιούσε τα πιάτα. Η Λένα του διάλεγε τα ρούχα του κι αυτός της διάλεγε τα βιβλία της. Κανένας από τους δυο δεν θυμόταν πότε έπρεπε να πάρει τα χάπια του – του το θύμιζε όμως σταθερά ο άλλος. Είδαν αγκαλιασμένοι να περνάνε γιορτές και ηλιοβασιλέματα. Έθαψαν μαζί τους γονείς τους και ανάθρεψαν μαζί τα τρία παιδιά τους. Μιλάγανε με καμάρι για αυτά και κακομαθαίνανε ασύστολα τα εγγόνια τους από κοινού. Οι ζωές τους κύλησαν σαν ρότες ποταμών που προχωράνε δίπλα – δίπλα.

Και το δυστύχημα τους πήρε μαζί. Ο γιος τους και τα αδέλφια του ήθελαν πολύ μια τελευταία ευκαιρία να τους αποχαιρετίσουν, να τους πούνε πόσο τους αγάπησαν, πόσο περήφανοι ήταν που ζήσαν μαζί τους, πόσο θα τους λείψουν. Μια τελευταία αγκαλιά ήθελαν με τους γονείς τους.

Όμως, όταν η αύρα του Μπιλ συγκεντρώθηκε και πήρε σχήμα, ρώτησε αν τα παιδιά του είχαν ζητήσει και την συγκέντρωση της αύρας της γυναίκας του. Του είπαν ναι, και διάλεξε να μιλήσει ξανά με εκείνην. Κι όταν συγκέντρωσαν την αύρα της Λένας, συνέβη το ίδιο. Τα παιδιά τους όχι μόνο έδειξαν κατανόηση, αλλά ενθουσιασμό για την τελευταία επιθυμία των γονιών τους. Οι χειριστές του μηχανήματος αναγκάστηκαν να μεταφέρουν μέσα σε φρενίτιδα καλώδια, οθόνες, βύσματα και πρίζες προκειμένου το ζευγάρι να έχει λίγα λεπτά ακόμα μαζί. Και όταν αυτό έγινε οι δυο γέροι αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν στο στόμα παθιασμένα.

Το φιλί βραχυκύκλωσε και υπερφόρτωσε τα συστήματα. Η «μηχανή του θανάτου» βύθισε σε μπλακ-αουτ μισή ήπειρο πριν εκραγεί. Ο νυκτερινός ουρανός γέμισε με χρυσαφένιους κρυστάλλους, ροδοπέταλα, ιριδισμούς και νότες, που έπεσαν αργά - αργά δημιουργώντας ένα χαλί ομορφιάς στην περιοχή.

Ο δόκτωρ Κιριτσένκο δεν έφτιαξε ξανά την μηχανή του, αρνιόταν να συζητήσει καν την ιδέα. Άλλαξε όμως κάτι στην περιοχή γύρω από το τελευταίο φιλί των Τζόνσον, εκεί που η γη ποτίστηκε με τα χρυσά τους δάκρυα. Τα μήλα έβγαιναν πιο νόστιμα, όπως και όλοι οι καρποί της γης. Και το κρασί ήταν πιο γλυκόπιοτο κι οι άνθρωποι δεν το χόρταιναν και ένιωθαν την γεύση του σαν χάδι. Για πολλά χρόνια μετά την βροχή του φιλιού ήταν τα πράγματα έτσι. Και οι άνθρωποι που είχαν προλάβει να γνωρίσουν τους Τζόνσον μιλούσαν στους άλλους για την αγάπη τους κι αυτοί σε άλλους και σε άλλους και σε άλλους. Και η αγάπη και το τελευταίο φιλί έγιναν θρύλος που συνέχισε να ταξιδεύει από στόμα σε στόμα πολύ αργότερα από τότε που ξεχάστηκε και ο δόκτωρ Κιριτσένκο και η μηχανή του.
Η άποψη του Πετεφρή. Αναγκαστικά ξεφτελίζω την τάχα "κριτική" μου διαχωρίζοντας μορφή και περιεχόμενο. Είναι μιά ιστορία λαμπερή, απολύτως του γούστου μου,μιά αλληγορία και μία παραβολή, που ορθώς "διαλύεται" στο τέλος. Μιά κατασκευή ενός ΄"θαύματος", η ιστορία του δοκτορος Κιριτσένκο, και στην ουσία ένα σόφισμα, όπως όλες οι καλές αλληγορίες. Ο αναγνώστης μπαίνει στο τριπάκι και δεν ενδιαφέρεται άν η υπόθεση εργασίας του συγγραφέα έχει τις ελπίδες της ή όχι. Τα "μηνύματα" λοιπόν βγαίνουν αυτονόητα κι αυτό είναι μεγάλο προτέρημα.
Στην μορφή, έχω αρκετές ενστάσεις, κι ελπίζω να είναι παραγωγικές. Βρήκα την διαπραγμάτευση ελαφρώς με παραπανίσιες επεξηγήσεις σε μερικά σημεία. Ο έρωτας των Τζόνσον δεν ακολουθεί την αλληγορία, αλλά προδιαθέτει γιά το υπερβατικό τέλος. Η ιστορία καλυτερεύει όσο προχωρεί προς το τέλος της. Δείχνει δηλαδή την καταγωγή της από την παράδοση του Ανεκδότου, πράγμα που νομίζω πως την αδικεί. Μικρές πινελιές, σύνολο είκοσι λέξεις, που να έβαζαν τον αναγνώστη στο τι σόι κοινωνία είναι αυτή που λαχταράει να επικοινωνεί με τους αποθαμένους της, θα φώτιζαν τον πινακα.Η ανατροπή του σκηνικού τελείται με σωστή διαταξη των λέξεων. Θαρρείς και ο συγγραφέας δεν διστάζει να πατάει σε κλασικούς αφηγηματισούς δρόμους, και να το δείχνει, πράγμα ευφυές.
Παρά την προφανή του ωριμότητα και την καλή αρχική ιδέα, το κείμενο έχει ένα προβληματάκι: είναι εύκολα "καταγγελτικό". Εχει καλούς και κακούς. Και είναι εξωφθάλμως διδακτικό. Θα μπορούσε να είναι λιγότερο.Φυσικά, η κρίση μου είναι ελλιπής, επειδή αναφέρομαι σε προβλήματα και ζητήματα μιάς προχωρημένης συγγραφικής "στιβάδας". Ο άνθρωπος που το έστησε σαφώς ξέρει να γράφει, σαφώς έχει ίδιες αντιλήψεις, σαφώς ξεχωρίζει αξίες με τις οποίες συντάσσεται. Η σύστασή μου, να γλυκαίνει την ματιά του και στα "απεταξάμην" που έχει εν τη διαχρονία δημιουργήσει, εκτιμώ ότι θα κάμει καλό στην λογοτεχνία που παράγει.
Εκεί που είναι άπαιχτος, είναι στον χώρο που ο ίδιος θεωρεί "την τέχνη του". Ο χώρος που καρποφορεί από την αγάπη που συνεχίζει την διαδρομή της όχι μεταξύ τεθνεώτων και τεθλιμμένων, αλλά μεταξύ ερωτευμένων που θα παραμείνουν ερωτευμένοι παρά την γρατζουνιά του θανάτου, έχει στακάτες λέξεις, προφανή "απόλαυση" του κειμένου ενώ αυτό παράγεται.
Πάλι short story είναι, αλλά οι απλές, βασικές του αρχές, ελαφρώς μόνον κινδυνεύουν από τον διδακτισμό και την "φιλάνθρωπη" διάθεση.Οχι πολύ- οι παρατηρήσεις μου άς θεωρηθούν διύλιση του κώνωπα.

Η άποψη του Μίχου
Αφηγηματικά το κείμενο καταφέρνει σχεδό την αρτιότητα, αναφορικά με το στόχο που έθεσε, να κάνει δηλαδή μιαν αφήγηση στρωτή. Γι αυτό θα σχοληθώ λίγο με τα ιδεολογικά να τον κεντρίσω. Ο Δόκτωρ και η Μηχανή ως καταφύγιο στην υλοποίηση μιας φανταστικής υπόθεσης είναι επαρκώς φθαρμένη. Κυρίως γιατί η φαντασίωση της παντοδυναμίας της βαίνει φθίνουσα. Ας πούμε ότι ο πολιτισμός μας είναι μιά παραγωγή λήθης του θανάτου, εκεί που θα έπρεπε να έχουμε ένα διάλογο μαζί του. Κι ας πούμε πως μιά συνέπεια είναι η αδυναμία επικοινωνίας με τους νεκρούς. Πρόβλημα που έβαλε ο Σεφέρης με άλους όρους παλιά. Ωραία. Ας φανταστούμε τώρα την αναδιάταξη της ιστορίας ώστε να ξεκινάει in medias res και μας αποκαλύπτει πρώτα τις συνέπειες τις μηχανής και μετά τις συνθήκες κατασκευής της. Τότε πιστεύω ότι η ιστορία θα έδινε περισσότερες δυνατότητες στην αληθοφάνεια αυτής της παραβολής. Έτσι θα μπορούσε να υποστηριχθεί καλύτερα και πιο πρωτότυπα το ζητούμενο. Η τοποθέτηση του Δόκτορα και της μηχανής σε δεύτερο πλάνο θα απέδιδε καλύτερα την αμφίβολη θέση της στον κόσμο μας. Λέω τώρα. Ξέροντας ότι τις πιο πολλές φορές η παραλλαγή που προτείνουμε βρίσκεται σε εκείνο το λίμπο μεταξύ του ενεργητικού αναγνώστη και το υπό δοκιμήν συγγραφέως. Σ' ένα Μπαμπάκη επίσης, ως ομοιοπαθής, θα συνιστούσα ανεπιφύλακτα και τη Γραμματική της Φαντασίας του Τζιάνι Ροντάρι. Έχει μεγάλο απόθεμα τρόπων για εκμετάλευση στα πλαίσια που κινείται αυτό το κείμενο.

Παρασκευή 2 Μαρτίου 2007

voas - Πα ντε τρουά ( Pas de trois)

……Τονεπερπατάγανε σηκωτό μέσα στα δέντρα τόσες ώρες…τους
είχανε πιαστεί πόδια και χέρια να τονεκουβαλάνε γύρω γύρω, αν και
λιανός σαν ψαροκόκκαλο…κατά τις έξη, ξημερώματα άρχισε κομμάτι
να ιδρώνη…είχε σωθή….στη πλατεία βούιζαν πιά τα σκουπιδιάρικα..
Όταν άνοιξε και τα μάτια είχε φωτίσει γιά τα καλά…τονεπαρατήσανε
και την κάνανε στα γρήγορα…..οι νοικοκυρές απέναντι στα μπαλκόνια
τινάζανε κουμπωμένες ως απάνω τα χράμια τους στο χειμωνιάτικο ήλιο…

Όταν βράδυασε βρέθηκαν πάλι αυτόματα…κάτι τους έσπρωχνε…
ανάσα καφτή στο σβέρκο….κατά τις δέκα έσκασε μύτη και ο μικρός..
ο σωσμένος ντέ…και αράξανε αμίλητοι κάτω από το σήμα κατατεθέν τους
στη πλατεία , εκεί που κανένας άλλος δεν ζύγωνε παρά μονάχα οι μπάτσοι
γιά να τους μαζέψουν…και κάτι σκυλιά αδέσποτα , μοναδική τους παρέα ,
το άλτερ έγκο τους…κύτταζαν αδιάφορα τις οικογένειες ,τα παιδιά από τα
φροντιστήρια και τις ξένες γλώσσες, τις βραδυνές γκομενίτσες με τα μάξι που τρέχανε σούμπιτες γιά το ραντεβουδάκι και τα καμάκια με τα γκολφάκια και τα ρενώ (έξυπνοι γαρ) που μπανιαρισμένοι και πακο-ραμπανισμένοι φέρνανε γύρο την πλατεία..παρκάριζαν μπαίνανε στις καφετέριες, βγαίναν από τις καφετέριες…κυκλοφορούσαν γενικώς….

Δύο σουβλάκια καλαμάκι, πατάτες και μπύρα μεγάλη στα τέσσερα…
..ο αποψινός ρεφενές ….πότε πότε συζητάγανε γιά κάτι δίλεφτα..τρίλεφτα:
γιά αυτούς που πιάσανε στη Δάφνη….την γκόμενα έμαθαν τηνεκρατάγανε
τρία εικοστετράωρα όρθια γυμνή και ξύπνια…ήταν έγκυος και τόρριξε απ’
τις κλωτσιές…μισολιπόθυμη τηνετραβάγανε μαζί με τους άλλους στον
ανακριτή…το Κώστα το δικηγόρο της τόνε πλακώσανε κάτι περίεργοι στις
κλωτσιές Σωκράτους και Αγίου Κωνσταντίνου…..και αυτή δεν έδωσε κανένα.
Ο έτσι της όμως κελάηδησε με τή μία και έτσι μαζέψανε και τους άλλους…
Σε μιά αυλή από πίσω, σύνορα Μπραχάμι Δάφνη είχανε τις γλάστρες…
..χαλάγανε τη πιάτσα …κερνάγανε αβέρτα…τόχανε δει κοινόβιο..ήτανε
καταδικασμένοι από χέρι…….ή τους δυό Νιγηριάνους που τσιμπήσανε
σ’ένα ξενοδοχείο στο σταθμό Λαρίσης με δυό τάχαμου κιλά και σε δυό
βδομάδες έπηξε η πιάτσα η χαρμάνα με ένα ψημμένο πρώτο, σαν αυτό
δεν είχαν ξαναπιεί….ποιά δυό κιλά ρε….εδώ ξεχαρμάνιασε Μπραχάμι,
Δάφνη ,Καλλιθέα, Νέα Σμύρνη……μαστουρομάνες….χεστήκαν οι έτσι
στο τάλληρο……ή τη κεραμιδόσκονη που πάσσαρε εκείνος με τα χίλια
τατουάζ και τη πεντακοσάρα γιά τεφαρίκι…τον είχανε μάθει και αυτόν..
δεν τη πατάγανε πιά …στα δύσκολα μπύρα και μπαμπάκι στη μούρη με
βενζίνη….

….με κάτι τέτοια περάσανε δυό τρείς ώρες, η κίνηση αραίωσε…φύλλο δεν κουνήθηκε στη πιάτσα ..το νιγηριάνικο τόχανε πιεί…η Καλαμάτα αργούσε.. χειμώνας ακόμα…ο άλλος με τα χάπια και τις σκόνες άφαντος…είχε φάει μιά εφτάρα και καμμιά διακοσαριά σφαλιάρες και ήτανε πιά δικός τους…. …με τέτοιο κυνήγι τα καράβια είχανε δέσει αρρόδω..μόνο σε διεθνή ύδατα γινότανε παιχνίδι…οι μισοί απ’ το συνάφι λείπανε σε κάτι Ολλανδίες και σε
κάτι Σουηδίες με κάτι λεφτά που κονομάγανε σε καλοκαιρινές δουλειές του ποδαριού…τα υπόλοιπα έξοδα τους τα κάνανε οι αλλοδαπές…κάτι ξανθές νοσοκόμες.... πωλήτριες…. γραμματείς και την βγάζανε ζάχαρη σου λέω…κατά το Μάρτη Απρίλη σκάγανε πάλι στα στέκια γιά κάνα μήνα και τους τα ζάλιζαν με όλες εκείνες τις λεπτομέρειες….και πάλι την έκαναν γιά κανανησί…
..τους είχαν πιά διαγράψει απ’ τα μητρώα…κοινή μεν συναινέσει..αλλά και με
όλη τη ζηλοφθονία που άρμοζε στη περίπτωση….το ασφαλίτικο πέρασε τη πρώτη του γύρα…ήταν ώρα να τα μαζεύουν γιά καβάτζες πιό σκοτεινές πιό ξεκάρφωτες….ο μικρός ο σωσμένος είχε φύγει νωρίς…περισπούδαστος είχε λέει δουλειά…κι ας τον σώσανε ( γιά δεύτερη φορά) τόνοιωθε πως ο μικρός τους ξέφευγε ..δεν ήτανε ποτέ δικός τους.

Έμεινε μόνος….αυτές οι άσκοπες περατζάδες στο Φάληρο, στην Αμφιθέα,
στη πλατεία Κύπρου , στο Ελληνικό.. ώρες ατελείωτες ποδαράτοι…καμμιά φορά ποτό τσαμπουκά σε κανένα γνωστό μπαράκι…χτυπάγανε ώρα τέσσερεις τις καμπάνες στη Παναγίτσα και μετά χανόντουσαν στα δέντρα του περίβολου..δεν του πηγαίνανε πιά…
…..η γκόμενα τον είχε σουτάρει από καιρό και έβγαινε με κάτι κυριλέδες στη Βουλιαγμένη και τη Γλυφάδα, μέρη γι’ αυτόν απλησίαστα, σχεδόν απαγορευμένα…καλά καλά δεν θυμότανε το πρόσωπό της, κι’ ας ήτανε μαζί από πιτσιρίκια και όλη η γειτονιά το ψιθύριζε ότι κάποτε οι δυό τους θα παντρευτούνε , και ένας μάγκας με όνομα ξακουστό, μπλεγμένος παλιότερα σε κάτι φονικά( που γίνανε τραγούδι)…τούχε πεί ότι μαζί της θα κάνανε όμορφα παιδιά,
……και ο ίδιος τον έμπασε στο λούκι, τα πρώτα του τσιγάρα..κάτι μπαρότσαρκες και τα ρέστα και το λούκι τονεξέρασε σε τούτη εδώ την άκρη.
Την άλληνε, που τον συχάθηκε, πουτσοκαβάλλα να βιζιτάρεται στα Νότια προάστεια και τη μάνα του χήρα χαροκαμμένη να μη λέη να τα πετάξη τα μαύρα….με τη σύνταξη του γέρου(λόγω Θανάτου) την βγάζανε τσίμα τσίμα…σκυμμένη του μπάλωνε τις κάλτσες τα παντελόνια τα φανελλάκια ψάλλωντας ύμνους, τραγούδια του αντάρτικου και μελωδίες του Αττίκ.
“ …παπαρούνα…μμμμμ…οι διαβάτες που διαβήκαν…..”.
Καμμιά φορά που του τήν έδινε και τον έπαιρνε από φράγκα έπαιρνε καλοκαιράκι το λεωφορείο γιά τη Βουλιαγμένη , αγόραζε μιά μπύρα στο περίπτερο στο τέρμα και κόνευε πίσω από κάτι αρμυρίκια στα βραχάκια και τη χάζευε να κάνη σκί και ηλιοθεραπεία στον όμιλο, γύρω της η αυλή των επίδοξων αθλητικών της μνηστήρων, ο καράφλας με την Μπέ-εμ-βέ που την πηγαινόφερνε…τάξερε όλα …αλλά το φιλοσοφούσε το πράγμα
όπως κάθε κουρέλας που τούχει απομείνει κάποιο ίχνος αυτοσεβασμού…

..Απέμεινε μόνος στην απέραντη τσιμεντένια πλατεία..
κρύωνε λίγο αλλά στριμώχτηκε σε ένα απάγκιο μέσα του ένοιωθε μιά
ναυτία καθώς το ταβάνι του νυχτερινού ουρανού πέταγε άναστρο και η
όψη του αποκτούσε εκείνη την πιό ξασπρισμένη απόχρωση του χλωμού
που συναντά κανείς στο κουτί της Πανδώρας ειδικά όταν στο προσφέρουν
οι κονκισταδόροι……
το Γκράντ Οτέλ του άνοιγε διάπλατα τις πόρτες…..
ήχοι από χάμμοντ…..ο σκύλος ο Φώντας ήρθε και κόλλησε δίπλα του…
έχωσε τη μουσούδα του στη μασχάλη του και αποκοιμήθηκαν…..
…..Τον ξύπνησε απότομα το γρύλλισμα του σκύλου και γέλια…ένα φλάς γαλάζιο το σκούντημα του μπάτσου ,η κλωτσιά στα πλευρά του σκύλου και το πονεμένο του ουρλιαχτό…δεν ήξερε από ποιανού τα πνεμόνια…τα δικά του ή του Φώντα…..ένα γύρω πέντε έξη κυριλέδες από τις καφετέριες που σχολάγανε …βρώμισε ό τόπος μάλμπορο και Πίνο Σιλβέστρ και παντελόνια με πιέτα….ο σκύλος από μακριά αλυχτούσε ασύστολα, ο μπάτσος μπήκε στο περιπολικό και έφυγε……οι άλλοι τον περιγελούσαν ,μπουκωμένοι στη πίτσα και το φραπέ έφτυναν πάνω του κάθε κομμάτι του είναι τους, κάθε ραντεβού που δεν τους έκατσε, κάθε ήττα της ομάδας τους, κάθε πόρτα που φάγανε από τους μπράβους στο Ακρωτήρι και την Αυτοκίνηση….
Σηκώθηκε και κύτταξε ένα γύρο , το μπάτσικο είχε χαθεί, έβαλε το χέρι με νόημα πίσω στη κωλότσεπη… τα κυρίζια τα μάζεψαν βρίζωντας πίσω από τη πλάτη τους …είχε τη φήμη ότι κουβάλαγε κάμα……
με το σκύλο στο κατόπι του έφυγε και αυτός γιά το σπίτι….από τη γρίλλια στο δωμάτιο της γριάς έφεγγε…μπήκε όσο πιό ήσυχα μπορούσε…ο σκύλος κούρνιασε σε κάτι ξεραμένα χόρτα στην αυλή…..από την ανοικτή της πόρτα την είδε σκυμμένη στο εικονοστάσι να ψάλλη σιγανά …Αττίκ……
σπάνια μιλιόντουσαν πιά αλλά τόξερε ότι εκείνη γι’ αυτόνε προσευχότανε… παραδόθηκε σε έναν ύπνο αμφίβολο, ύπουλο σαν μπιλιά της ρουλέττας…..

Το άλλο απόγευμα καθώς ανηφόριζε γιά το στέκι βρήκε στο δρόμο το πιτσιρικά που έκανε σούζες με ένα παπί ολοκαίνουργιο….με ένα χαμόγελο πιό φαρδύ από τη μούρη του του εξήγησε παίζωντας με το χειρόγκαζο ότι με τις δουλειές που χώθηκε σε λίγο καιρό θα πάρη και ένα εξ τι διακοσοπενηντάρι και ότι το καλοκαίρι θα φύγη γιά μπάρμαν στη Κρήτη ,μιά δουλειά που του την κανονίσανε οι κολλητοί του και ότι από βδομάδα θάχη όσο πράμα θέλουνε φτηνό και ζόρικο και ότι αν βρή και καμμιά ξένη στη Κρήτη θα την κοπανήση τον άλλο χειμώνα στην Ευρώπη και ότι θα κανονίση και την αναβολή γιά αν μη τον πάρουνε του χρόνου φαντάρο και να μπορέση να την κάνη και… και……. ο μικρός ήταν πιά άλλος άνθρωπος….πέταγε κελάηδαγε σαν πριμαντόνα με μποάδες και ότι δεν ξαναμπλέκει με χάπια αφού το βραδάκι θα τους κεράση κιόλας… Τόξερε από πριν αλλά τώρα ήταν φώς φανάρι…..ο μικρός είχε φύγει σε άλλα κυκλώματα και έπρεπε να τον αραιώνουνε γιά να μη την πάθουνε.. …μπορεί η παρέα να ήταν της μαστούρας και του χαπιού και της αργά και πού κόκας…αλλά όσο μπορούσαν ανεξάρτητοι και αξιοπρεπείς μες την άγρια ξεφτίλα τους……η δικιά τους στάση ήταν απολειφάδι μιάς άλλης ιδιότυπης συνειδητότητας που και αυτή ήταν ρετάλι από την πάλαι ποτέ τους αριστερή οικογενειακή παράδοση και αγωνιστική προϊστορία.
Εκείνο το απόγευμα ο καιρός είχε φτιάξη, ένας ήλιος μικρός καλούσε κάθε ζευγαράκι, κάθε μαθήτρια κοπανατζού ,κάθε μαμά με μικρά παιδιά, κάθε σκυμμένο συνταξιούχο στη μεγάλη τσιμεντένια πλατεία…..Βρήκε τους άλλους να τεντώνονται και να χασμουριούνται κοπρόσκυλα στο κέντρο όλης αυτής της δραστηριότητας …τους πρόφτασε τα νέα γιά το μικρό και στη σύσκεψη που ακολούθησε συμφώνησαν να τον σουτάρουν με τρόπο το μικρό, όσο δελεαστικές κι άν ήταν οι υποσχέσεις του…….Τραβήχτηκαν μετά σε ένα ψηλό σημείο της πλατείας δυσπρόσιτο, τριγύρω καταρράκτες και συντριβάνια, αλλά με καλή θέα….όταν γέμιζε με κόσμο η πλατεία πάντα εκεί την άραζαν…να κοζάρουν αλλά να μη μπλέκονται τα πιτσιρίκια οι μαμάδες τα ζευγαράκια και προπαντός οι γέροι με τα επιτιμητικά τους βλέμματα και τα σχόλια στα πόδια τους…δεν ήθελαν να προκαλούν…..

Μιά πιτσιρίκα του γυμνασίου που κάποτε τους κόλλαγε με τη ποδιά από δίπλα την προγκήξανε, αυτή και τη περιέργειά της και τα γλυκά της τα μπουτάκια… είπαμε γιά να μη προκαλούν…αλλά το βρισίδι από τη μάνα της δεν το γλυτώσανε…ούτε τις φάπες και το νυχτέρι στο τμήμα……άντε να αποδείξεις πως δεν είσαι ελέφαντας….τους κάνανε φύλλο φτερό αλλά ήτανε καθαροί..όπως πάντα άλλωστε ..τις καβάτζες τις είχανε αλλού….μόνο νύχτα τις ακουμπάγανε…

… Εκείνο το απόγευμα λοιπόν, με έναν ήλιο σχολαστικό να αποκαλύπτει τα πάντα από τον αψηλό τους κούλε οσμίζονταν σχεδόν αδιάφοροι (αυτοί και οι τετράποδοι λοιποί κοπρίτες) τα αρώματα και τους ήχους της πλατείας…
Βαριεστημένοι φατσιμάνηδες, με το τσιγάρο στο στόμα , στο καραβοφάναρο της αδιαφορίας ναυτολογημένοι……

Αλλά αυτά τα δύο γιωταχί που ταυτόχρονα και γρήγορα παρκάρισαν αντισυμμετρικά στο κύριο άξονα της πλατείας δεν ξέφυγαν την τάχα μου αδιάφορη παρατηρητικότητά τους… Όμως τόπαμε , συνηθισμένα τα βουνά στα χιόνια ….. άλλωστε τέτοιες ώρες ήταν καθαροί, δεν κουβαλούσαν παρά μόνο την αδιαφορία τους , επιλήψιμο αν και μη ποινικά κολάσιμο αδίκημα.

Από την άλλη μπάντα ερχόταν ο ήχος της κομμένης εξάτμισης , το πρώτο μέλημα του μικρού μόλις πήρε το παπί….. άραξε καταχαρούμενος στο ρείθρο , έσβησε. κατέβασε το στάντ ….. ίσιωσε τη πιέτα .. , με το μάτι έψαχνε αριστερά δεξιά …. Περπάτησε αργά , από πίσω του κατέβηκαν απ’ το ναριό δυό περίεργοι , τον ακολουθούσαν συντονισμένοι με το ρυθμό του απλά σαν σε χορευτικό , πα ντε τρουά , από απέναντι οι άλλοι βάλανε μπροστά , ό ένας βγήκε και περίμενε καπνίζωντας ……. Όταν ο μικρός έφτασε στη μέση της διαδρομής οι οπισθοφύλακες επιταχύνανε ….. οι άλλοι από το σατώ τους μουγγοί παρακολουθούσαν , κάτι σαν από ντοκυμαντέρ σε Αφρικανική σαβάνα…
Με μια απότομη κίνηση τονεμπλοκάρισαν με δίδυμο αγκαζέ , κάτι του ψιθύρισαν ….. του μικρού λυθήκανε τα πόδια …. Από την άλλη ο καπνιστής είχε κιόλας ανοίξει τη πόρτα …… δεν φώναζε δεν χτυπιότανε τον στριμώξανε γρήγορα στο πίσω κάθισμα και χάθηκαν, οι δύο γύρισαν γρήγορα απέναντι αφού έριξαν προς τους καστρομόναχους ένα βλέμμα όλο σημασία ( «τώρα είναι δικός μας»)…… τα κοπάδια της πλατείας δεν είχαν καταλάβει τίποτα , αμέριμνα συνέχιζαν την απογευματινή τους βοσκή…..


… Πέρασαν δυό χρόνια για να τον ξαναδούνε τον Άκη , έτσι λέγανε το μικρό… ένα βράδυ στη Συγγρού , εκεί στις πικροδάφνες στάση Σκρά, όπου και οι ένδοξες μάχες της λαγνείας , με γούνα , σορτσάκι , σαμπώ , σουτιέν να χαριεντίζεται και να βρίζει …… αυτοί πήγαιναν με τα πόδια προς Ιππόδρομο Αμφιθέα στο σπίτι του αλλουνού πούχε η μάνα του πεθάνει « με το ντουφέκι της στον ώμο» παρακαλώντας για το γιό της τα εικονίσματα…….

….Έκανε πως δεν τους αναγνώρισε …… μόνο ο Φώντας πήγε να τον πλησιάσει με τη τρίχα όρθια αλλά τον μαζέψανε …… δεν το συζητήσανε καθόλου … είχανε άλλα σοβαρώτερα …. Στη πιάτσα δεν κυκλοφορούσε τίποτα …. Αλλά από εκείνο το σημείο δεν ξαναπεράσανε
…..


Δικαίωμα, από Γιώργο Μίχο
Επειδή τυχαίνει να σε ξέρω τοσοδά Βόα, τι σίκαλη φυλάς στα νότια προάστεια;
Θα επανέλθω εννοείται...

H γνώμη του Πετεφρή:O ρεαλισμός είναι εργαλείο πειστικών ψευδαισθήσεων. Υποδυόμενος έναν ρόλο, ο συγγραφέας δεν διαφέρει από έναν ηθοποιό που ασκήθηκε σε μεθόδους Στανισλάφσκι. Γιά λόγους που δεν γνωρίζω, αυτο το είδος γραφής θεωρείται απόλυτο μαστ. Επιχώριοι παράνομοι μιάς γειτονιάς, ασκούν εδώ μιά ιδιότυπη διοίκηση των δρόμων, με τους δικούς τους κώδικες. Οι έμμεσες καταγγελίες γιά την συμπεριφορά των μπάτσων και των νοικοκυραίων, ξεχειλίζουν, αλλά χωρίς να είναι προγραμματικές, δηλαδή στο κείμενο δεν καταγγέλονται οι λέξεις, αλλά γεγονότα, πράγμα καλό. Βαρέθηκα να θεωρούν αρκετές τις λέξεις αγώνες γιά την δημοκρατία, οι νέοι είναι αλλοιώς, οι γέροι γκρινιάζουν, η δεξιά να πάει να γαμηθεί, δημοκρατική συνείδηση, πνεύμα και ηθική, οι πούστηδες και οι Εβραίοι κυβερνάνε, οι αμερικάνοι σφάζουν τους λαούς, οι μαύροι καταπιέζονται γιά να δημιουργούν ατμόσφαιρα. Θυμάμαι έναν φίλο, μεγαλύτερο είκοσι χρόνια που διαδηλώναμε μαζί μεταπολιτευτικώς και διόρθωνε ευγενικά τους παραδιπλανούς: "όχι Αβέρωφ, φασίστα, πα-ραι-τή-σου. Αφέρωφ, Τοσίτσα, πα-ραι-τή-σου, παρακαλώ. Υπάρχουν πολλοί Αβέρωφ, μερικοί φασίστες, κι΄αλλοι άσχετοι. Να κυριολεκτούμε, παρακαλώ.Αν θέλουμε να παραιτηθεί επειδή είναι φασίστας, γιατί δεν ζητάμε το ίδιο από τους Α, Β, Γ "(παρέθετε ηχηρά ονόματα) "που είναι απείρως φασιστικότεροι;"
To κείμενο είναι κείμενο δοράς, κείμενο όπου ο συγγραφέας επιλέγει ήρωες, περιβάλλον, τρόπο περιγραφής και ύφος. Στο βάθος του κινείται ένα διαμάντι της εποχής του: είναι οι «Κεκαρμένοι» του Κάσδαγλη, που οι περισσότεροι νεοέλληνες το γνωρίζουν υπό την vulgata εκδοχή της κινηματογραφικής Ευδοκίας. Υπάρχουν αδήριτοι νόμοι στον ρεαλισμό που ξεκίνησε έντονα την αντι classic και αντι romantic διαδρομή του εδώ και ενάμισον αιώνα. Οι ήρωες καταπίπτουν στην φωλιά με τις οχιές και στην διαδρομή οι καλοί εξοντώνονται ,ή το χειρότερο και ασφαλέστερο, καταδικάζονται σε ένα μοιραίο πουργατόριο. Ο νεανίας που τον «γλύτωσαν» από την πρώτη απόπειρα εκπόρνευσης οι έποικοι της αυλής των θαυμάτων, εντέλει συναντιέται με την μοίρα του, από την οποία είναι αδύνατο να γλυτώσει. Η μάλλον, οι περισσότεροι «ρεαλιστές», εχθροί της τρέχουσας κοινωνίας, σπάνια διστάζουν να ελπίζουν σε μία καλύτερη κοινωνία. Αυτή η αισιοδοξία τους μου την δίνει, συχνά με παράφορο τρόπο.
Το κείμενο αυτό, ευτυχώς αποφεύγει τον νατουραλισμό, έστω από σπόντα. Είναι γραμμένο σε σύμπλοκο ύφος, που ήταν εξαιρετικά αγαπητό στον μεσοπόλεμο και στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Δεν θα απορούσα άν ο Όφιδας μας αποκάλυπτε παιγνιωδώς ότι στην ουσία ξεπατίκωσε ένα παλιό κείμενο του Ταγκόπουλου, του Βλαστού, τόσων και τόσων, που είναι αδύνατο να ανιχνεύσουμε, απλά και μόνον επειδή δεν το διαβάσαμε. Σήμερα, γιά την πιτσιρικαρία, είναι απλώς ένα δυσπρόσιτο, άγνωστο και δύσκολο κείμενο, σα να είναι γραμμένο πολυτονικά και σε καθαρεύουσα. Το σινεμά- βεριτέ και η απλή ,επίπεδη γραφή του Καπότε και άλλων καταγραφέων , δεν αφήνει πολλά περιθώρια να λειτουργήσουν ως παραδείγματα κείμενα που περιέχουν αυτό το βαρύ ύφος. Πάντως η λογική του δεν διαφέρει: στόχος είναι να καταγράψεις αποκρουστικά γιά τους νοικοκυραίους γεγονότα χωρίς πάθος, ψύχραιμα και σχεδον από μία «φυσική» αντιμετώπιση που τους σηκώνει την τρίχα κάγκελο.
Γιά μένα, παραμένει μιά άσκηση επί πεδίου γραφής. Το ίδιο κείμενο, χωρίς την πρόδηλη «ιδιωματικότητά» του, θα ήταν πιθανόν πιό δραστικό, αλλά δεν πειράζει.
Αραγε είναι μέρος ενός μεγαλύτερου κειμένου; Καλή συνέχεια.


Η άποψη του Μίχου
Μοιάζει με κομμάτι από ευρύτερη γραφή που παίζει στα όρια ενός μυθιστορήματος μαθητείας. Και από αυτή την άποψη, το που θα μπορούσε να καταλήγει είναι άγνωστο. Ένα αδελφάκι του, τηρουμένων των αναλογιών, θα μπορούσαν να είναι τα Κουτάβια του Μάριο Βάργκας Γιόσα. Το γεγονός ότι ο αφηγητής μιλάει από μέσα δίνει μια ελευθερία και δεν απαιτεί τη δυσκολία του έξωθεν αφηγητή. Ο συσχετισμός με το Φύλακα στη σίκαλη που έκανα είναι μιά παραπομπή στην καταγωγή αυτού του ύφους της αφήγησης. Το κείμενο διαθέτει μια γοητεία καθώς παίζει πλήκτρα σε έναν ενδιάμεσο χώρο μεταξύ Φώκνερ και Μπήτνικ αφήγησης. Και μια σύγκριση με τα πρώτα του Τατσόπουλου και του Ραφτόπουλου θα μπορούσε να δείξει που τους προσεγγίζει και που αλλάζει ρότα. Η αίσθηση η ισχυρή ότι αποτελεί κεφάλαιο κάποιας ευρύτερης αφήγησης μας αφήνει μετέωρους στην εκτίμηση μιας πλήσιας ανάγνωσης του ύφους. Αυτό που μου μένει σαν τελική αίσθηση είναι πως υπάρχει ένα βιωμένο περιεχόμενο που πιέζει και που καθορίζει τη μορφή και όχι αντίθετα. Κάθε σειρά αποσιωπητικών θα μπορούσε να μεταφραστεί σε μια καινούρια παράγραφο ή ένα καινούριο κεφάλαιο. Θα ήθελα 200 σελίδες τέτοιο κείμενο για να καθήσω να το ψιλολογήσω και να δω τελικά τί εικόνα σχηματίζει ο καμβάς. Το ερώτημα είναι αν μπορεί να κρατηθεί αυτή η θερμότητα σε μιά τέτοια έκταση πρώτης γραφής για να αρχίσουν μετά οι χειρουργικές επεμβάσεις της τελική διαμόρφωσης. Μπουκωμένοι από επίπεδο αφηγηματικό λόγο, ευνοούμε τελικά κάθε απόπειρα που γίνεται σε επίπεδο γλωσσοκεντρικό. Πεινάμε ως αναγνώστες για νέα ιδιόλεκτα και πολλές φορές εξαιτίας αυτού είναι και δύσκολο να τα κρίνουμε. Η νοσταλγία για ένα κείμενο που να έχει κάποια αντίσταση βρε αδερφέ στην παράδοσή του στον αναγνώστη μας κάνει να παραβλέπουμε αφηγηματικές μικρολεπτομέρειες. Με τέτοιες προοπτικές νομίζω έρχεται αυτό το κείμενο εδώ. Πέρα από το προκαλέστε τον αστό υπάρχει και το προκαλέστε τη νερουλιασμένη αφήγηση, πράγμα που έξηγεί ένα ορισμένο είδος τσαντίλας στο ύφος που εκφέρεται ο λόγος. Εννοείται ότι τον παροτρύνω να γράψει και τις υπόλοιπες σελίδες.