Εξάρχεια, βράδυ Δευτέρας στις πύλες καλοκαιριού. Με μια βροχή να τρυπά τις λαμαρίνες του αυτοκινήτου. Ο συνοδηγός κοιτούσε έντονα από το παράθυρο τα λερωμένα κίτρινα φώτα του δρόμου και τα μισάνοιχτα παράθυρα σπιτιών, εκεί που μια άλλη ζωή έβραζε. Χτυπούσαν οι σφυγμοί του δυνατά κάθε φορά που έφτανε σε αυτήν την περιοχή της Αθήνας. Καπνισμένα κτίρια, ιστορίες πήχτρα στους Θανάτους, ο Λαπαθιώτης, η Γώγου, γκραφίτι μ' ακατάληπτες λέξεις, αφίσες από πειραματικές παραστάσεις, στάλες αίμα στα πεζοδρόμια, το βίαιο σπρώξιμο της νύχτας. Είχαν όλα μια γλυκιά θλίψη. Δεν ονειροβατούσε. Προσπαθούσε δηλαδή. Ίσως να θελε να ζήσει κάτι παθιασμένο μέσα σ’ αυτά τα τετραγωνικά. Και δεν το κατάφερνε. Οι δρόμοι τον τράβαγαν από τα μαλλιά για αλλού. Αορίστως, μα για αλλού.
Ο οδηγός είχε το βλέμμα μπροστά, στόμα σφιχτό κι ελαφρώς λυπημένο. Αγχωμένος μην και τα μισοκατεστραμμένα λάστιχα του αυτοκινήτου δεν άντεχαν το ορμητικό κύμα που κατέβαζε ο δρόμος. Σα λάβα ο Λυκαβηττός έχυνε νερό προς όλες τις κατευθύνσεις. Η εικόνα του βρεγμένου και νεκρού μ' αγκαλιά το τιμόνι τον τάραζε.
Το αυτοκίνητο είχε μπουκώσει από καπνό και σιωπή. Λίγο να ακυρώνονταν όλοι οι νόμοι της φυσικής και θα είχανε αποκλειστεί μέσα σ’ ένα μπαλόνι που θ’ ανέβαινε και θ’ ανέβαινε. Πάνω απ' το λόφο του Στρέφη, πάνω απ’ το Λυκαβηττό. Ώσπου να συνθλίβονταν. Οι μαύρες σκέψεις τον ταρακούνησαν, θυμήθηκε την ύπαρξη του συνοδηγού, γύρισε και τον κοίταξε την ώρα που εκείνος πατούσε προς τα μέσα τον αναπτήρα του αυτοκινήτου. "Κι άλλο τσιγάρο ρε;", ρώτησε κι ένα παραφουσκωμένο μπαλόνι στρογγυλοκάθησε στο μυαλό του. Ο συνοδηγός δε γύρισε ούτε μια ματιά να ρίξει, στο δικό του το μυαλό κίτρινα φώτα αναβόσβηναν σε αργό τέμπο, σαν φάρος. Ένας φάρος στα Εξάρχεια. "Με πήρε τηλέφωνο μια κοπέλα σήμερα. Με ρώταγε με αγωνία πού είναι η Δανάη, δεν είχα τι να της πω, της είπα πως κάνει λάθος και το μετάνιωσα. Ήθελα να την βοηθήσω. Σου χει τύχει;", "Όχι", απάντησε ξερά ο οδηγός. Η σκέψη του καρφωμένη στα λάστιχα. Σιγά σιγά τα ένιωθε να ξεφλουδίζουν. Κομμάτι κομμάτι έπεφταν στο δρόμο, αφήνανε σημάδια απ’ όπου περνούσανε. Τουλάχιστον άμα πέφτανε με φόρα σε κάποιον τοίχο, δε θ' αργούσαν να τους βρουν. "Ξέρεις, μου λείπει ακόμα. Με το άκουσμα του ονόματος Δανάη στο τηλεφώνημα, αναρωτήθηκα ποιος θα έψαχνε την Καίτη, άμα πάθαινε κάτι. Κι εγώ πότε θα το μάθαινα; Τότε λέω πως ακόμα την αγαπώ και τη νοιάζομαι. Αλλά, μα το Θεό, στη σκέψη και μόνο πως προχώρησε, ξέγραψε τη ζωή μας και πάπαλα, αγριεύω ρε παιδί μου! Ρίχνω κατάρες σαν Κατίνα... Καίτη- Κατερίνα- Κατίνα! Να τος πάλι ο συνειρμός!", το γέλιο του ακούστηκε κούφιο κι απελπισμένο.
Ο οδηγός δεν είχε κάτι να πει, ψιλά συμπόνιας δεν περίσσευαν, οι ατάκες περί εμμονής δεν έπιαναν τόπο,
κι αυτός έψαχνε την Βουλγαροκτόνος.
http://paparouna.blogspot.com/
Η γνώμη του Πετεφρή.Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί με ενοχλούσε το κείμενό σας, ενώ είναι καλογραμμένο και κανονικά δομημένο. Εντέλει το είδα μόλις. Δεν υπάρχει ο έρωτας του συγκεκριμένου, που (προλαβαίνω να σας ειδοποιήσω) είναι η εδραία βάση ακόμη και γιά την πιό φλου ονειροπόληση.Με άλλα΄λόγια, στα Εξάρχεια, να βρέχει καρέκλες, να κατεβάζει ο Λυκαβηττός και ο οδηγός, που σίγουρα δεν τρέχει με παραπάνω από τριάντα σαράντα με δευτέρα,φοβάται μή διαλυθούν τα λάστιχα και στουκάρει σε κανεναν τοίχο.Και πεθάνει. Αυτό μου φαίνεται ως απολύτως απίθανη περίπτωση- εξάλλου το νερό, άλλη λεκτική ακροβασία, μάλλον "μαζεύει" το λάστιχο,ενώ η κάψα και ο καύσωνας το διαλύει. Ο φόβος λοιπόν είναι ξεκρέμαστος και δεν θα ήταν άν συνταξίδευε με έναν επιληπτικό,λέμε τώρα.Κατά τα άλλα, η αρχή, με συμβατική περιγραφή, στέκει μιά χαρά, άν έχετε αποφασίσει να μη ξαφνιάσετε ποτέ κανέναν και έχετε σεβασμό στην κειμενογραφία. Αλλά το τέλος μου φάνηκε πολύ πιό διαλυμένο κι από τα λάστιχα που "κινδύνευαν". Το λεκτικό εύρημα περί Κατίνας ,πράγματι πολύ αδύνατο.Η σχέση οδηγού και συνοδηγού, χωρίς έρεισμα.Θα έλεγα να δοκιμάσετε κάτι διαφορετικό, άν με εμπιστέυεστε, έστω και με πολλούς αστερίσκους. Φουσκώστε την υπόθεση. Κρατήστε όλην την αρματωσιά του κειμένου, ακόμη και τα ρήματα, αλλά αλλάξτε το σενάριο. Γιατί είναι μέσα στο αυτοκίνητο, ο φόβος να κρέμεται πιό άμεσος, από σωληνάκι που σκίστηκε και ξαμολάει βενζίνη ενώ καπνίζουν σαν αράπηδες,η ενατένιση ενός χωρισμόυ και μιάς συνειρμικής συντυχίας που χαλάει την ατμόσφαιρα να γίνει μιά πολύ πιό έντονη μνήμη, έστω και με σέξ, έστω και με αίματα, ή με κάθε μορφής ατιμία.Θα δήτε ότι το κείμενό σας θα ανασάνει, και θα καταλάβετε ότι έχετε τον τρόπο σας στα κείμενα, αρκεί να μη σέβεστε τόσο πολύ την λογοτεχνία των άλλων, με την οποία μάλλον έχετε συμβιβαστεί.
Η άποψη του Μίχου: Ο πυρήνας του κειμένου είναι το τσιγάρο που καπνίζει ο συνοδηγός, που είναι προφανώς χασίς...Πάντα είχα την αίσθηση από φίλους χασικλήδες ότι κατά έναν τρόπο στις αφηγήσεις τους έστηναν ένα σκηνικό προσιδιάζον στην ουσία...και τα Εξάρχεια είναι το κατ' εξοχήν σκηνικό που έχει όλα τα στοιχεία αναγνωρισιμότητας σχετικά με την ουσία. Είναι χώρος νταλαβεριού, συλλήψεων, κέντρων αποτοξίνωσης, και κυρίως ένας χώρος κατανάλωσης της παραβατικότητας...Υπάρχουν σημεία τυφλά στη διήγηση αδιευκρίνιστες παρουσίες...δεν αποκλείεται το περιστατικό να είναι αληθινό γι αυτό έχει τόσα κενά σαν αφήγημα... Με τον τρόπο που το βλέπω και γύρω από το φανάρι που αναβοσβήνει αναπτύσσεται ελικοειδώς το όλο σκηνικό σαν ένα στιγμιότυπο όπου και η φύση και το αστικό τοπίο κάπως συμπάσχει με τους εποχουμένους...Και ο τίτλος ακόμα θέλει να μας προσανατολίσει ο φάρος θα μπορούσε σίγουρα να είναι και η καύτρα του τσιγάρου και η επίκληση των γυναικείων προσώπων έτσι θολή και χωρίς διευκρινήσεις, μάλλον θέλει να υπαινιχθεί αιτίες μακρινές για τον "κακό δρόμο" που φαίνεται να έχουν πάρει οι αφηγητές...Η αποστροφή του φινάλε είναι ένα είδος επαναφοράς στην πραγματικότητα μετά από την φάση της μυθοποίησης, της σκηνοθεσίας της αναγκαίας για την απόλαυση του τσιγάρου...
Με λίγη καλύτερη οργάνωση του υλικού και με λιγότερη γραφικότητα του χώρου η ιστοριούλα θα μπορούσε να αξιοποιηθεί καλύτερα... Όχι πως είναι κάτι σπάνιο ο συνοδηγός να καπνίζει χασίς σε ένα αυτοκίνητο στα Εξάρχεια, αλλά το λογοτεχνικό αντίστοιχο που θα μνημειώσει το γεγονός βρίσκεται ακόμα στο Ον δε Ρόουντ του Κέρουακ.
Πέμπτη 21 Ιουνίου 2007
παπαρούνα - Ενας φάρος στα Εξάρχεια
Αναρτήθηκε από angeliki marinou στις 6/21/2007 08:40:00 π.μ.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
4 σχόλια:
μεγαλε οπως εισαι κανε αναστροφη και στο πρωτο στενο κοψε δεξια.
στην πρωτη αναγνωση ψιλοβαρεθηκα, στις υπολοιπες ομως το βρηκα πολυ ενδιαφερον. ατμοσφαιρικο, παιζει με τη σκεψη σου, θα μπορουσε ο οδηγος να ειναι ο αγγελακας στο ο χαμενος τα παιρνει ολα. να περιμενουν καποια μαυρη στριπτιτζου να πουλησουν κοκαινη και να το σκασουν με τα λεφτα.
αυτο με τον νεκρο στη δευτερη παραγραφο δεν επιασα καλα.
Καταρχάς συγχαρητήρια που περασες τη μία ανάγνωση. :ρ
Μου άρεσε η σκέψη για τη στριπτιτζού, θα βάλω και σάλτσες μαφίας, έτοιμο το σενάριο, να το πάρει ο Ρένος να κάνει ταινία! :Ρ
Αυτό με το νεκρό μάλλον δεν είναι πολύ καλά γραμμένο. Η φάση είναι ότι ο οδηγός κινδυνολογεί και φαντασιώνεται τραγικές καταστάσεις. Όπως το να σκοτωθεί επειδή τα λάστιχα του αυτοκινήτου είναι φθαρμένα.
:)
Κύριε Πετεφρή, σκοπός του κειμένου δεν ήταν να σοκάρει, ούτε να εντυπωσιάσει με αντιφάσεις και συγκρούσεις τον αναγνωστη. Η πρόθεσή μου ήταν -όπως μου είχε συστήσει ο κ. Μίχος στην 1η υποβολή μου-να περιγράψω με χειρουργική ακρίβεια εικόνες και λέξεις δίχως συναισθηματισμούς. Αναγνωρίζω πως είναι αφελές και το επιχείρημα με τα λάστιχα δε στέκει λογικά, αλλά κι αυτό, όπως και ο συνειρμός με το όνομα Κατίνα-Καίτη, έγιναν επίτηδες για να τονίσουν το πόσο κολλημένοι είναι αυτοί οι δύο άνθρωποι. Τόσο που αγγίζουν την υπερβολή και το παράλλογο. Ο ένας έχει εμμονή με τις καταστροφές και ο άλλος με ένα πρόσωπο του παρελθόντος. Σαν ήρωες δεν έχουν τίποτα άλλο κοινό. Προσωπικά, όταν είμαι κολλημένη με κάτι-κάποιον, βρίσκω τις πιο χαζές αφορμές για να σκέφτομαι τον άλλον.
Έχετε δίκιο για τον φόβο μου να υπερβώ τα όρια. Θα προσπαθήσω να "φουσκώσω" την ιστορία, μου έδωσε και ιδέες ο φάιτ μπάκ...
Κύριε Μίχε, δώσατε άλλη διάσταση στο κείμενο..Θα το φτιάξω και θα το ξανανεβάσω αν μου επιτρέψει και η ρέντον:ρ
Σας ευχαριστω.
Επιτρέπω (smile)
Δημοσίευση σχολίου