ΖΗΤΗΜΑ ΑΡΧΗΣ
Σαν το τοπίο είναι γκρίζο.
μην αρνηθείς να το διαβείς.
Όταν διστάσεις, κάνεις πίσω,
δε θα μπορέσεις να σταθείς.
Δε θέλει δίλημμα ο δρόμος.
Δώ είναι ζήτημα Αρχής.
Όταν σε γυροφέρνει ο φόβος,
μη σ' εμποδίσει να σκεφθείς.
Να έχεις πάντα την ελπίδα
ότι θα δείξει ο καιρός.
΄Εχεις αόρατη ασπίδα,
εφόσον είσαι καθαρός.
Φαντάσματα που σε τρομάζουν
σαν τον καπνό θα διαλυθούν.
Βεβαίως την ψυχή τραντάζουν.
Στιγμές δικαίωσης θαρθούν.
΄Οποιο συμβιβασμό άν κάνει
εκείνος που δεν έχει Αρχή,
στο τέλος το παιγνίδι χάνει.
Μόνο η ντροπή κυριαρχεί.
Σαν το τοπίο είναι γκρίζο.
μην αρνηθείς να το διαβείς.
Όταν διστάσεις, κάνεις πίσω,
δε θα μπορέσεις να σταθείς.
Δε θέλει δίλημμα ο δρόμος.
Δώ είναι ζήτημα Αρχής.
Όταν σε γυροφέρνει ο φόβος,
μη σ' εμποδίσει να σκεφθείς.
Να έχεις πάντα την ελπίδα
ότι θα δείξει ο καιρός.
΄Εχεις αόρατη ασπίδα,
εφόσον είσαι καθαρός.
Φαντάσματα που σε τρομάζουν
σαν τον καπνό θα διαλυθούν.
Βεβαίως την ψυχή τραντάζουν.
Στιγμές δικαίωσης θαρθούν.
΄Οποιο συμβιβασμό άν κάνει
εκείνος που δεν έχει Αρχή,
στο τέλος το παιγνίδι χάνει.
Μόνο η ντροπή κυριαρχεί.
***
ΣΗΜΑΤΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ
Ένα περιστέρι βρέθηκε νεκρό.
΄Ηταν έν' αστέρι είκοσι χρονώ.
Μία μάννα κλαίει καί μοιρολογεί,
λέει πονεμένα: Πάει το παιδί.
Βρέθηκε χαμένο σ΄ ένα πέλαγο.
Κανείς δεν εσκέφθηκε το δράμα του.
Ο καθένας έχει το φορτίο του
που δεν τον αφήνει καθαρά να δεί.
Χάθηκ' η ζωή του χωρίς να τη ζήσει.
Πουθενά δε θέλησε κάτι να ζητήσει.
Αποκλεισμένο πέρασε σ' έρημο λειβάδι
ώσπου τέλος χάθηκε σε βαθύ σκοτάδι.
Στ' άψυχο το χέρι υπάρχει το σημάδι.
΄Εκαν' η κατάρα τον κόσμο ρημάδι.
Πώς βρέθηκε το παιδί σε αυτό το δρόμο.
Πώς η μοναξιά του νίκησε τον τρόμο.
Τώρα το αστέρι είναι πιά νεκρό.
΄Ενα περιστέρι είκοσι χρονώ.
Η καμμένη μάννα κλαίει, μοιρολογεί,
όλο μουρμουρίζει: Πάει το παιδί.
Θυμάτ' από τότε, πριν πολύ καιρό,
τότε που το είχε ακόμα μωρό.
Λέγανε τ' ανάστησε. ΄Εδωσε την ψυχή της
να το δεί να στέκεται στη ζωή μαζί της.
΄Ολα πιά γκρεμίστηκαν. Χάθηκαν τα όνειρα.
Η ελπίδα έσβησε.΄Εμεινε στο ράφι.
Αναπάντεχα έγινε τ' όνειρο εφιάλτης.
Ιστορίες άδικες η ζωή μας γράφει.
Πατέρας αμίλητος. Βαρύς, σκυθρωπός,
μαζί με τους άλλους το ίδιο κι αυτός.
Κανείς δεν εσκέφθηκε ποτέ του να πεί
πως θάφευγ' απότομα το καλό παιδί.
Κάποιος φίλος λέει: Ποτάμι που κυλάει.
Μα ο διπλανός του ούτε κάν μιλάει.
Σκέπτετ' ότι ίσως κάτι θα μπορούσε
κάτι πιά να έλεγε τότε, όταν ζούσε.
Κάτι είχ΄ αρπάξει. Κάτι είχε δεί.
Μα δεν ήταν σίγουρος. ΄Ισως νάχε λάθος.
Τότε εφοβήθηκε δυό λόγια να πεί.
Τώρα το κατάλαβε. Τούλειπε το θάρρος.
΄Ενα παλληκάρι κείτεται νεκρό.
΄Ητανε καμάρι, είκοσι χρονώ.
Τώρα η μάννα κλαίει, κλαίει, μοιρολογεί.
Κάποιος δίπλα λέει: Κρίμα το παιδί.
Τί να φταίει τάχα. Τάχα ποιός μπορεί,
νάβρει την αιτία. Σίγουρα να πεί:
΄Οχι άλλη πίκρα. Κουραστήκαμε.
΄Οχι αδιαφορία. Εχαθήκαμε.
Θέλουμε μιά λύση. Να βρεθεί το πώς,
ώστε στο σκοτάδι να φανεί το φως.
Χωρίς κάποια μάννα να μοιρολογεί,
μ' ένα παλληκάρι θαμμένο στη γή.
΄Ενας άλλος πάλι στη γωνία κλαίει,
ενώ μιά φωνή ακούγεται να λέει.
Να μην περιμένεις ποτέ απ' τους άλλους,
πολύ περισσότερο από τους μεγάλους.
Στη ζωή καθένας μόνος προχωράει.
Στα προβλήματά του κανείς δε χωράει.
Αυτός μόνο έχει όλη την ευθύνη.
Δεν αφήνει άλλον να τον κατευθύνει.
Τώρα το αστέρι είναι πιά νεκρό.
΄Ενα περιστέρι είκοσι χρονώ.
Μαζί με τη μάννα που μοιρολογεί,
κλαίνε πονεμένα όλοι το παιδί.
Μιά φωνή απούγεται: Εδώ σταματάει;
Ποιός θα έχει άραγε, τη σειρά να πάει;
Μα θα περιμένουμε με δεμένα χέρια,
να πέφτουν στα σπίτια μας νεκρά περιστέρια;
΄Αλαλη η ομοίγυρη. Πού να είναι σίγουροι.
Κάπου η κατάπληξη, κάπου το παράπονο,
πώς μπορούν ν' αντισταθούν σ' έναν κόσμο άπονο.
Πώς, με τί βοήθεια, που σ΄αυτά είν΄ άγουροι.
Του μεροκάματου οι άνθρωποι απλοί,
έχουν γυμνά τα χέρια τους καί την καρδιά αγνή.
Τη μοίρα δεν περίμεναν τόσο να τους λαβώσει,
απρόσμενα ο θάνατος διπλά να τους σκλαβώσει.
΄Ισως κάποιος νάλεγε ότι δεν αρκεί,
στη δουλειά να τρέχεις, χωρίς να προσέχεις,
το στραβό, το ίσιο καί το κάθε τί.
Το κακό στη στήνει, στη γωνιά εκεί.
Μπροστά τους παλληκάρι βρίσκεται νεκρό.
Λεβεντιάς κλωνάρι, είκοσι χρονώ.
Τώρα τούτ' η μάννα, κλαίει, μοιρολογεί.
Αύριο ποιός ξέρει, ποιά ακολουθεί;
Τί να φταίει τάχα. Τάχα ποιός μπορεί,
νάβρει την αιτία. Σίγουρα να πεί:
΄Οχι άλλη πίκρα. Κουραστήκαμε.
΄Οχι αδιαφορία. Εχαθήκαμε.
Πόσα χρόνια άπρακτα, άρα θα περάσουν!
Πόσ΄ αμέριμνα παιδιά, τη ζωή θα χάσουν!
Ποιός ο φόρος της ζωής, θάναι γιά την άγνοια.
Πιό το κόστος πιά αυτής, που τη λέν' Παράνοια!......
Ένα περιστέρι βρέθηκε νεκρό.
΄Ηταν έν' αστέρι είκοσι χρονώ.
Μία μάννα κλαίει καί μοιρολογεί,
λέει πονεμένα: Πάει το παιδί.
Βρέθηκε χαμένο σ΄ ένα πέλαγο.
Κανείς δεν εσκέφθηκε το δράμα του.
Ο καθένας έχει το φορτίο του
που δεν τον αφήνει καθαρά να δεί.
Χάθηκ' η ζωή του χωρίς να τη ζήσει.
Πουθενά δε θέλησε κάτι να ζητήσει.
Αποκλεισμένο πέρασε σ' έρημο λειβάδι
ώσπου τέλος χάθηκε σε βαθύ σκοτάδι.
Στ' άψυχο το χέρι υπάρχει το σημάδι.
΄Εκαν' η κατάρα τον κόσμο ρημάδι.
Πώς βρέθηκε το παιδί σε αυτό το δρόμο.
Πώς η μοναξιά του νίκησε τον τρόμο.
Τώρα το αστέρι είναι πιά νεκρό.
΄Ενα περιστέρι είκοσι χρονώ.
Η καμμένη μάννα κλαίει, μοιρολογεί,
όλο μουρμουρίζει: Πάει το παιδί.
Θυμάτ' από τότε, πριν πολύ καιρό,
τότε που το είχε ακόμα μωρό.
Λέγανε τ' ανάστησε. ΄Εδωσε την ψυχή της
να το δεί να στέκεται στη ζωή μαζί της.
΄Ολα πιά γκρεμίστηκαν. Χάθηκαν τα όνειρα.
Η ελπίδα έσβησε.΄Εμεινε στο ράφι.
Αναπάντεχα έγινε τ' όνειρο εφιάλτης.
Ιστορίες άδικες η ζωή μας γράφει.
Πατέρας αμίλητος. Βαρύς, σκυθρωπός,
μαζί με τους άλλους το ίδιο κι αυτός.
Κανείς δεν εσκέφθηκε ποτέ του να πεί
πως θάφευγ' απότομα το καλό παιδί.
Κάποιος φίλος λέει: Ποτάμι που κυλάει.
Μα ο διπλανός του ούτε κάν μιλάει.
Σκέπτετ' ότι ίσως κάτι θα μπορούσε
κάτι πιά να έλεγε τότε, όταν ζούσε.
Κάτι είχ΄ αρπάξει. Κάτι είχε δεί.
Μα δεν ήταν σίγουρος. ΄Ισως νάχε λάθος.
Τότε εφοβήθηκε δυό λόγια να πεί.
Τώρα το κατάλαβε. Τούλειπε το θάρρος.
΄Ενα παλληκάρι κείτεται νεκρό.
΄Ητανε καμάρι, είκοσι χρονώ.
Τώρα η μάννα κλαίει, κλαίει, μοιρολογεί.
Κάποιος δίπλα λέει: Κρίμα το παιδί.
Τί να φταίει τάχα. Τάχα ποιός μπορεί,
νάβρει την αιτία. Σίγουρα να πεί:
΄Οχι άλλη πίκρα. Κουραστήκαμε.
΄Οχι αδιαφορία. Εχαθήκαμε.
Θέλουμε μιά λύση. Να βρεθεί το πώς,
ώστε στο σκοτάδι να φανεί το φως.
Χωρίς κάποια μάννα να μοιρολογεί,
μ' ένα παλληκάρι θαμμένο στη γή.
΄Ενας άλλος πάλι στη γωνία κλαίει,
ενώ μιά φωνή ακούγεται να λέει.
Να μην περιμένεις ποτέ απ' τους άλλους,
πολύ περισσότερο από τους μεγάλους.
Στη ζωή καθένας μόνος προχωράει.
Στα προβλήματά του κανείς δε χωράει.
Αυτός μόνο έχει όλη την ευθύνη.
Δεν αφήνει άλλον να τον κατευθύνει.
Τώρα το αστέρι είναι πιά νεκρό.
΄Ενα περιστέρι είκοσι χρονώ.
Μαζί με τη μάννα που μοιρολογεί,
κλαίνε πονεμένα όλοι το παιδί.
Μιά φωνή απούγεται: Εδώ σταματάει;
Ποιός θα έχει άραγε, τη σειρά να πάει;
Μα θα περιμένουμε με δεμένα χέρια,
να πέφτουν στα σπίτια μας νεκρά περιστέρια;
΄Αλαλη η ομοίγυρη. Πού να είναι σίγουροι.
Κάπου η κατάπληξη, κάπου το παράπονο,
πώς μπορούν ν' αντισταθούν σ' έναν κόσμο άπονο.
Πώς, με τί βοήθεια, που σ΄αυτά είν΄ άγουροι.
Του μεροκάματου οι άνθρωποι απλοί,
έχουν γυμνά τα χέρια τους καί την καρδιά αγνή.
Τη μοίρα δεν περίμεναν τόσο να τους λαβώσει,
απρόσμενα ο θάνατος διπλά να τους σκλαβώσει.
΄Ισως κάποιος νάλεγε ότι δεν αρκεί,
στη δουλειά να τρέχεις, χωρίς να προσέχεις,
το στραβό, το ίσιο καί το κάθε τί.
Το κακό στη στήνει, στη γωνιά εκεί.
Μπροστά τους παλληκάρι βρίσκεται νεκρό.
Λεβεντιάς κλωνάρι, είκοσι χρονώ.
Τώρα τούτ' η μάννα, κλαίει, μοιρολογεί.
Αύριο ποιός ξέρει, ποιά ακολουθεί;
Τί να φταίει τάχα. Τάχα ποιός μπορεί,
νάβρει την αιτία. Σίγουρα να πεί:
΄Οχι άλλη πίκρα. Κουραστήκαμε.
΄Οχι αδιαφορία. Εχαθήκαμε.
Πόσα χρόνια άπρακτα, άρα θα περάσουν!
Πόσ΄ αμέριμνα παιδιά, τη ζωή θα χάσουν!
Ποιός ο φόρος της ζωής, θάναι γιά την άγνοια.
Πιό το κόστος πιά αυτής, που τη λέν' Παράνοια!......
Γνώμη του Γιάννη Ρηγόπουλου
Δεν θέλω να σε πικράνω αλλά πολύ απέχουν από το να είναι ποιήματα. Έντονος διδακτισμός, χωρίς τεχνική δόμηση, χωρίς γλωσικό θεμέλιο. Υπάρχει φυσικά μια διάθεση. Θέλεις κάτι να πεις. Όμως δεν το λες ποιητικά. Λόγια, λόγια, λόγια ιδιαίτερα στο δεύτερο ποιήμα. Η ποίηση πρέπει να έχει μια επιγραμματικότητα. Ο λυρισμός όπου υπάρχει πρέπει να μεταπλάθεται σε συμπυκνωμένη διαφάνεια.
Διάβασε ελληνες ποιητές πριν αποφασίσεις να γράψεις. Μην πεις σαν κάποιους "εγώ προτιμώ να γράφω από το να Διαβάζω". Η περιπέτεια και το παιγνίδι της λογοτεχνίας είναι δύσκολο και περιλαμβάνει και την ανάγνωση και τη γραφή. Παρθενογέννεση δεν υπάρχει. Δεν τα ξέρουμε όλα όταν ένα πρωί ξυπνήσαμε και είπαμε "θέλω να είμαι ποιητής". Οι στίχοι σου έχουν δραπετεύσει πιθανόν από μια τέτοια σκέψη.
Η άποψη του Μίχου
Το ζήτημα δεν είναι ότι τα στιχουργήματα αυτά είναι άψητα αν μου επιτρέπεται η έκφραση, το ζήτημα είναι τι λες σε κάποιον που ζητάει μια γνώμη όταν το μόνο που διαθέτει είναι η πίεση ενός εσωτερικού ρυθμού που τον ωθεί να κόβει δεκαπεντασύλλαβους στη μέση για να αρθρώσει λεκτικά μια συγκίνηση που τον κυριεύει... Το πρότυπο το ξέρω καθότι επισκέπτης τακτικός κοιμητηρίων... Γραφές αδιαβροχοποιημένες με καολίνη ξέχειλες από πόνο οικείο... σε μια στάθμη που δείχνει περισσότερο τι μας έχει μείνει από το σχολείο... αυτή η ιδέα ενός πράγματαος σε ρυθμικό λόγο που αποκαλούσαν οι δάσκαλοι ποίημα... ο διδακτισμός είναι η συνέπεια της ακολουθούσας ανάλυσης... Θα χρησιμοποιούσα αυτά τα δύο ποιήματα σαν αφετηρία για το πως περνάμε από την χύδην άποψη περί ποιήσεως στην ποίηση την ίδια...Θέλω να πω κάτι στο συντάκτη τους... Είναι τόσο χαμηλά το αποτέλεσμά του που δεν ξέρω αν θα του έλεγα να συνεχίσει ακόμη και να διαβάσει ποίηση... Επειδή κανέις δεν ξέρει, ας κάνει τον κόπο να συνεχίσει να καταθέτει γραπτώς τα ξεχειλίσματά του ενώ ταυτόχρονα να προσπαθεί να αποθέσει σε ποιήματα άλλων ένα μέρος της συγκίνησής του... Στη ζωή υπάρχουν δόξα τω Θεώ πολλοί μηχανισμοί να συγχρονίσουμε τη συναισθηματική μας φόρτιση, δεν είναι υποχρεωτικό να γίνουμε όλοι ποιητές γι αυτό... Ευχαριστώ πάντως για το θάρρος σας...
Η άποψη του Μίχου
Το ζήτημα δεν είναι ότι τα στιχουργήματα αυτά είναι άψητα αν μου επιτρέπεται η έκφραση, το ζήτημα είναι τι λες σε κάποιον που ζητάει μια γνώμη όταν το μόνο που διαθέτει είναι η πίεση ενός εσωτερικού ρυθμού που τον ωθεί να κόβει δεκαπεντασύλλαβους στη μέση για να αρθρώσει λεκτικά μια συγκίνηση που τον κυριεύει... Το πρότυπο το ξέρω καθότι επισκέπτης τακτικός κοιμητηρίων... Γραφές αδιαβροχοποιημένες με καολίνη ξέχειλες από πόνο οικείο... σε μια στάθμη που δείχνει περισσότερο τι μας έχει μείνει από το σχολείο... αυτή η ιδέα ενός πράγματαος σε ρυθμικό λόγο που αποκαλούσαν οι δάσκαλοι ποίημα... ο διδακτισμός είναι η συνέπεια της ακολουθούσας ανάλυσης... Θα χρησιμοποιούσα αυτά τα δύο ποιήματα σαν αφετηρία για το πως περνάμε από την χύδην άποψη περί ποιήσεως στην ποίηση την ίδια...Θέλω να πω κάτι στο συντάκτη τους... Είναι τόσο χαμηλά το αποτέλεσμά του που δεν ξέρω αν θα του έλεγα να συνεχίσει ακόμη και να διαβάσει ποίηση... Επειδή κανέις δεν ξέρει, ας κάνει τον κόπο να συνεχίσει να καταθέτει γραπτώς τα ξεχειλίσματά του ενώ ταυτόχρονα να προσπαθεί να αποθέσει σε ποιήματα άλλων ένα μέρος της συγκίνησής του... Στη ζωή υπάρχουν δόξα τω Θεώ πολλοί μηχανισμοί να συγχρονίσουμε τη συναισθηματική μας φόρτιση, δεν είναι υποχρεωτικό να γίνουμε όλοι ποιητές γι αυτό... Ευχαριστώ πάντως για το θάρρος σας...
6 σχόλια:
Kάτι τέτοιες στιγμές φαίνεται η αξία των ποιημάτων των λεξλούθορ και φαιτ μπακ.
Congratulations you the Greek Soccer. Final The phase of the champioship of Europe 2008 already is reached. Now in front will be the European.
Η άποψη του ζητήματος σου σε κάθε περίπτωση θέλει να ισχύει σαν μια γενική αρχή,ωστόσο οι πράξεις- συναισθήματα- ηθική δεν μπορούν να επιβάλλονται σε καμμία περίπτωση σε περίπτωση που δεν μας συγκινούν ή οτιδήποτε άλλο,γιώργο μίχο..
εξ' αρχαιοτάτων οι βλάχοι με τ' αρνιά έγραφαν ποιήματα (λεβέντες, καραμπουζουκλήδες κλπ.
γράφε ελεύθερα και ξέχνα την ομοιοκαταληξία, είναι τροχοπέδι. Άκου με, είμαι κι εγώ παθών εραστιτέχνης ανέκδοτος ποιητής. Δεν είναι κακεντρέχεια τα σχόλια τους, άμυνα είναι μπας και λιγάνουν οι ποιητές και πουκήσουν κι οι ίδιοι κάτι ωσάν μοναδικοί!. Επισκέψου με στο blog μου να τα πούμε κι εκεί.
:) εννοούσα πουλήσουν!
Δημοσίευση σχολίου