Πέμπτη 21 Ιουνίου 2007

παπαρούνα - Ενας φάρος στα Εξάρχεια

Εξάρχεια, βράδυ Δευτέρας στις πύλες καλοκαιριού. Με μια βροχή να τρυπά τις λαμαρίνες του αυτοκινήτου. Ο συνοδηγός κοιτούσε έντονα από το παράθυρο τα λερωμένα κίτρινα φώτα του δρόμου και τα μισάνοιχτα παράθυρα σπιτιών, εκεί που μια άλλη ζωή έβραζε. Χτυπούσαν οι σφυγμοί του δυνατά κάθε φορά που έφτανε σε αυτήν την περιοχή της Αθήνας. Καπνισμένα κτίρια, ιστορίες πήχτρα στους Θανάτους, ο Λαπαθιώτης, η Γώγου, γκραφίτι μ' ακατάληπτες λέξεις, αφίσες από πειραματικές παραστάσεις, στάλες αίμα στα πεζοδρόμια, το βίαιο σπρώξιμο της νύχτας. Είχαν όλα μια γλυκιά θλίψη. Δεν ονειροβατούσε. Προσπαθούσε δηλαδή. Ίσως να θελε να ζήσει κάτι παθιασμένο μέσα σ’ αυτά τα τετραγωνικά. Και δεν το κατάφερνε. Οι δρόμοι τον τράβαγαν από τα μαλλιά για αλλού. Αορίστως, μα για αλλού.


Ο οδηγός είχε το βλέμμα μπροστά, στόμα σφιχτό κι ελαφρώς λυπημένο. Αγχωμένος μην και τα μισοκατεστραμμένα λάστιχα του αυτοκινήτου δεν άντεχαν το ορμητικό κύμα που κατέβαζε ο δρόμος. Σα λάβα ο Λυκαβηττός έχυνε νερό προς όλες τις κατευθύνσεις. Η εικόνα του βρεγμένου και νεκρού μ' αγκαλιά το τιμόνι τον τάραζε.

Το αυτοκίνητο είχε μπουκώσει από καπνό και σιωπή. Λίγο να ακυρώνονταν όλοι οι νόμοι της φυσικής και θα είχανε αποκλειστεί μέσα σ’ ένα μπαλόνι που θ’ ανέβαινε και θ’ ανέβαινε. Πάνω απ' το λόφο του Στρέφη, πάνω απ’ το Λυκαβηττό. Ώσπου να συνθλίβονταν. Οι μαύρες σκέψεις τον ταρακούνησαν, θυμήθηκε την ύπαρξη του συνοδηγού, γύρισε και τον κοίταξε την ώρα που εκείνος πατούσε προς τα μέσα τον αναπτήρα του αυτοκινήτου. "Κι άλλο τσιγάρο ρε;", ρώτησε κι ένα παραφουσκωμένο μπαλόνι στρογγυλοκάθησε στο μυαλό του. Ο συνοδηγός δε γύρισε ούτε μια ματιά να ρίξει, στο δικό του το μυαλό κίτρινα φώτα αναβόσβηναν σε αργό τέμπο, σαν φάρος. Ένας φάρος στα Εξάρχεια. "Με πήρε τηλέφωνο μια κοπέλα σήμερα. Με ρώταγε με αγωνία πού είναι η Δανάη, δεν είχα τι να της πω, της είπα πως κάνει λάθος και το μετάνιωσα. Ήθελα να την βοηθήσω. Σου χει τύχει;", "Όχι", απάντησε ξερά ο οδηγός. Η σκέψη του καρφωμένη στα λάστιχα. Σιγά σιγά τα ένιωθε να ξεφλουδίζουν. Κομμάτι κομμάτι έπεφταν στο δρόμο, αφήνανε σημάδια απ’ όπου περνούσανε. Τουλάχιστον άμα πέφτανε με φόρα σε κάποιον τοίχο, δε θ' αργούσαν να τους βρουν. "Ξέρεις, μου λείπει ακόμα. Με το άκουσμα του ονόματος Δανάη στο τηλεφώνημα, αναρωτήθηκα ποιος θα έψαχνε την Καίτη, άμα πάθαινε κάτι. Κι εγώ πότε θα το μάθαινα; Τότε λέω πως ακόμα την αγαπώ και τη νοιάζομαι. Αλλά, μα το Θεό, στη σκέψη και μόνο πως προχώρησε, ξέγραψε τη ζωή μας και πάπαλα, αγριεύω ρε παιδί μου! Ρίχνω κατάρες σαν Κατίνα... Καίτη- Κατερίνα- Κατίνα! Να τος πάλι ο συνειρμός!", το γέλιο του ακούστηκε κούφιο κι απελπισμένο.

Ο οδηγός δεν είχε κάτι να πει, ψιλά συμπόνιας δεν περίσσευαν, οι ατάκες περί εμμονής δεν έπιαναν τόπο,

κι αυτός έψαχνε την Βουλγαροκτόνος.

http://paparouna.blogspot.com/

Η γνώμη του Πετεφρή.Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί με ενοχλούσε το κείμενό σας, ενώ είναι καλογραμμένο και κανονικά δομημένο. Εντέλει το είδα μόλις. Δεν υπάρχει ο έρωτας του συγκεκριμένου, που (προλαβαίνω να σας ειδοποιήσω) είναι η εδραία βάση ακόμη και γιά την πιό φλου ονειροπόληση.Με άλλα΄λόγια, στα Εξάρχεια, να βρέχει καρέκλες, να κατεβάζει ο Λυκαβηττός και ο οδηγός, που σίγουρα δεν τρέχει με παραπάνω από τριάντα σαράντα με δευτέρα,φοβάται μή διαλυθούν τα λάστιχα και στουκάρει σε κανεναν τοίχο.Και πεθάνει. Αυτό μου φαίνεται ως απολύτως απίθανη περίπτωση- εξάλλου το νερό, άλλη λεκτική ακροβασία, μάλλον "μαζεύει" το λάστιχο,ενώ η κάψα και ο καύσωνας το διαλύει. Ο φόβος λοιπόν είναι ξεκρέμαστος και δεν θα ήταν άν συνταξίδευε με έναν επιληπτικό,λέμε τώρα.Κατά τα άλλα, η αρχή, με συμβατική περιγραφή, στέκει μιά χαρά, άν έχετε αποφασίσει να μη ξαφνιάσετε ποτέ κανέναν και έχετε σεβασμό στην κειμενογραφία. Αλλά το τέλος μου φάνηκε πολύ πιό διαλυμένο κι από τα λάστιχα που "κινδύνευαν". Το λεκτικό εύρημα περί Κατίνας ,πράγματι πολύ αδύνατο.Η σχέση οδηγού και συνοδηγού, χωρίς έρεισμα.Θα έλεγα να δοκιμάσετε κάτι διαφορετικό, άν με εμπιστέυεστε, έστω και με πολλούς αστερίσκους. Φουσκώστε την υπόθεση. Κρατήστε όλην την αρματωσιά του κειμένου, ακόμη και τα ρήματα, αλλά αλλάξτε το σενάριο. Γιατί είναι μέσα στο αυτοκίνητο, ο φόβος να κρέμεται πιό άμεσος, από σωληνάκι που σκίστηκε και ξαμολάει βενζίνη ενώ καπνίζουν σαν αράπηδες,η ενατένιση ενός χωρισμόυ και μιάς συνειρμικής συντυχίας που χαλάει την ατμόσφαιρα να γίνει μιά πολύ πιό έντονη μνήμη, έστω και με σέξ, έστω και με αίματα, ή με κάθε μορφής ατιμία.Θα δήτε ότι το κείμενό σας θα ανασάνει, και θα καταλάβετε ότι έχετε τον τρόπο σας στα κείμενα, αρκεί να μη σέβεστε τόσο πολύ την λογοτεχνία των άλλων, με την οποία μάλλον έχετε συμβιβαστεί.

Η άποψη του Μίχου: Ο πυρήνας του κειμένου είναι το τσιγάρο που καπνίζει ο συνοδηγός, που είναι προφανώς χασίς...Πάντα είχα την αίσθηση από φίλους χασικλήδες ότι κατά έναν τρόπο στις αφηγήσεις τους έστηναν ένα σκηνικό προσιδιάζον στην ουσία...και τα Εξάρχεια είναι το κατ' εξοχήν σκηνικό που έχει όλα τα στοιχεία αναγνωρισιμότητας σχετικά με την ουσία. Είναι χώρος νταλαβεριού, συλλήψεων, κέντρων αποτοξίνωσης, και κυρίως ένας χώρος κατανάλωσης της παραβατικότητας...Υπάρχουν σημεία τυφλά στη διήγηση αδιευκρίνιστες παρουσίες...δεν αποκλείεται το περιστατικό να είναι αληθινό γι αυτό έχει τόσα κενά σαν αφήγημα... Με τον τρόπο που το βλέπω και γύρω από το φανάρι που αναβοσβήνει αναπτύσσεται ελικοειδώς το όλο σκηνικό σαν ένα στιγμιότυπο όπου και η φύση και το αστικό τοπίο κάπως συμπάσχει με τους εποχουμένους...Και ο τίτλος ακόμα θέλει να μας προσανατολίσει ο φάρος θα μπορούσε σίγουρα να είναι και η καύτρα του τσιγάρου και η επίκληση των γυναικείων προσώπων έτσι θολή και χωρίς διευκρινήσεις, μάλλον θέλει να υπαινιχθεί αιτίες μακρινές για τον "κακό δρόμο" που φαίνεται να έχουν πάρει οι αφηγητές...Η αποστροφή του φινάλε είναι ένα είδος επαναφοράς στην πραγματικότητα μετά από την φάση της μυθοποίησης, της σκηνοθεσίας της αναγκαίας για την απόλαυση του τσιγάρου...
Με λίγη καλύτερη οργάνωση του υλικού και με λιγότερη γραφικότητα του χώρου η ιστοριούλα θα μπορούσε να αξιοποιηθεί καλύτερα... Όχι πως είναι κάτι σπάνιο ο συνοδηγός να καπνίζει χασίς σε ένα αυτοκίνητο στα Εξάρχεια, αλλά το λογοτεχνικό αντίστοιχο που θα μνημειώσει το γεγονός βρίσκεται ακόμα στο Ον δε Ρόουντ του Κέρουακ.

Δευτέρα 18 Ιουνίου 2007

DeuceD- Donor Organ




http://deuced.wordpress.com

Η γνώμη του Πετεφρή. Τι είναι το ποδόσφαιρό, deuced; παιγνίδι; όχι. Είναι ένα παιχνίδι που παίζεται χωρίς να χρησιμοποιείς τα χέρια,εκτός από τον τερματοφύλακα και τα αράουτ.Από αυτήν την "έλλειψη",δημιουργούνται οι φάσεις και το ενδιαφέρον.Γιά την ακρίβεια, τα χέρια χρειάζονται ,και μάλιστα πάρα πολύ (γι΄αυτό και δεν έχουν προκόψει στην μπάλα άνθρωποι χωρίς ένα ή και δύο χέρια) γιά να ισορροπείς καθώς παίζεις, κάτι σαν την ουρά του πουλιού. Τι είναι λοιπόν ποίηση; ένα παιχνίδι που παίζεται με λέξεις.Όταν προσθέτεις στο παιχνίδι κινούμενη εικόνα και μουσική, ακόμη και με τον δικό σας τρόπο, παράγεις είτε ένα poetry clip, την φαντασίωση κάθε γενιάς μετά το 80,όταν τα video clips άλλαξαν την πρόσληψη της μουσικής, είτε εξελίσσεις μιά πολύ παλιά αρρώστεια της πιάτσας: την παρουσία της ποίησης υπο την κάλυψη ενός "αρμόζοντος"¨μουσικού οργάνου.Πιάνο και άρπα γιά τους πολυτελέστερους, κιθάρα και ημίφως(κι αυτό μουσική είναι..) γιά τους υπόλοιπους.Δεν είναι τυχαίο ότι σε πολλές δημόσιες απαγγελίες, η συνοδεία μουσικής θεωρείται σημαντικό υπόβαθρο της "ποιητικής ατμόσφαιρας".Κολοκύθια με την ρίγανη, βεβαίως, αλλά κανένας δεν τα έβαλε με το εμπόριο των αισθημάτων και επέζησε γιά να μας πεί τι τράβηξε.Στην περίπτωσή σας, ένα είδος φούγκας που ενίοτε ξέφευγε από τα μαθηματικά της προς έναν στοχαστικό καρσιλαμά,χρησιμοποιήθηκε ως οδηγός γιά την ανάρτηση ενός μάλλον βαρετού ποιήματος.Υπέστην το μαρτύριο να δώ το ταινιάκι καμιά δεκαριά φορές, ώστε να καταλάβω τι γράψατε εντέλει.Αλλά στο σύνολο, δεν μου έμεινε καμία γκρίνια. Επειδή, ίσως άθελά σας, καταφέρατε κάτι εκπληκτικό: οι στίχοι , παρουσιάστηκαν ως εικόνες, επομένως η θέση τους μέσα στο έργο σας, μέσα στο φώς από το βίντεό σας, μέσα στο μουσικό υπόβαθρο, δεν ήταν κυρίαρχη.Ηταν ακριβώς αυτή που χρειαζόταν ώστε να δικαιωθεί αυτό το αμάλγαμα από διαφορετικές disciplinae.Τελικά, βρίσκεστε πάνω στον δρόμο που χάραξαν πολλοί καλλιτέχνες από την εποχή των προρραφαηλιτών.Αν θέλετε τη γνώμη μου γιά το ποίημα, ήταν ορθώς ανάπηρο, επειδή χωνεύτηκε σε ένα σύμπλεγμα, σε έναν γάμο.Αλλά σαν κουμπάρα, όχι σαν νύφη.

Η άποψη του Μίχου: Δεν με εξέπληξε γιατί έχω συνείδηση εδώ και καιρό πως η διαφήμιση είναι ο εφιάλτης από τον οποίο η ποίηση πρέπει να ξυπνήσει...Ξέρω ακόμα πως ο Αγγελόπουλος είναι ένα είδος Σεφέρη του ελληνικού κινηματόγραφου...Και έχω μελετήσει αρκετά τη σχέση την Ταρκόφσκι πατρός και γιου...Αν μας φέρνατε το σενάριο θα είχαμε μια πιο άμεση προσέγγιση του εγχειρήματος...Έχετε δει το "η δε πόλις ελάλησεν" του Σμαραγδή; Αν όχι θα ήταν ευχής έργον να δοκιμάσετε να βρείτε σε κανένα βίντεο τα επεισόδια. Ακόμη και κάποιες παλιές εκπομπές, μάλλον θα τις ανακαλύψει το κανάλι της Βουλής για δέκα αριστουργήματα του εικοστού αιώνα...Θέλω να πω με όλα αυτά ότι λιμνάζουν κάποιες απόπειρες στη μνήμη μου αυτού που λέμε ποιητική οπτικοποίηση... Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι τα εργαλεία υπάρχουν και οι απόπειρες υπάρχουν. Ίσως και όλα αυτά να είναι ψελλίσματα ενός άγνωστου για την ώρα τρόπου να περάσει η ποίηση, καλύτερα η διάδοση της ποίησης σε οπτικοακουστικούς δρόμους... Θα είναι όμως τίποτα παραπάνω από το διαφημιστικό σποτάκι για τον εορτασμό του Νίκου Εγγονόπουλου; Είχα την εμπειρία να ξενυχτήσω κάποτε βλέποντας την προβολή διαφημίσεων, ωστόσο ξέρουμε πια ότι μετά το επτάλεπτο ότι μεταδίδεται είναι θόρυβος...

Θέλοντας να δείξω την δυναμική παρουσία του αναγνώστη παραθέτω εδώ το κείμενο όπως το ανασυνέθεσα από τις εικόνες του. Μια αφηγηματική γραφή που ο δυναμισμός της βρίσκεται στην προσποίηση της πληκτρολόγησης, ελλειμματική τόσο που να χωράει τις εικόνες... Τι μπορεί να είναι στο μέλλον τέχνη κάτω από τις δυνατότητες μιας τέτοιας διάδρασης; Τα πράγματα γίνονται ξαφνικά πιο σύνθετα από όσο υπολογίσαμε... Ως πάουερ γιούσερ θέλω γνώσεις ηχοληψίας, κινηματογράφου, περιέργεια και ένα αλφάβητο σε αυτή τη ρευστότητα για να δω τι μπορεί να γίνει ένα υπερκειμενικό ποίημα. Θα το προλάβω άραγε;...Αγγίζω τα πενήντα...είδα πιθανόν τη Χανναάν, δεν θα πατήσω το πόδι μου...εσείς να δούμε τώρα...

Έξω από αυτόν τον εν πολλοίς περιφερειακό συνειρμό δεν έχω άλλο...

Υ.Γ. Περιττό να πω ότι θα μπορούσα να έχω τον ήχο σαν ανεξάρτητη υπόκρουση...

Πέμπτη 14 Ιουνίου 2007

matmat - Νεκρή μάσκα

Με γέννησαν νεκρό και με ραμμένο στόμα
Βάλαν μια μάσκα στο λευκό μου πρόσωπο
Σμίλεψαν κι ένα χαμόγελο λοξό
Να κρύβει το δάκρυ των γυάλινων ματιών μου
Οι στάχτες σκορπίζουν στα μαλλιά μου
Η ψυχή φλεγόμενη λάβα ανίκανη να βρει διαφυγή
Και η μάσκα !
Η μάσκα του γελαστού μου προσώπου αιμορραγεί
Όταν με έχτισαν στο ανήλιαγο κελί μου
Καρφώσαν αλυσίδες στα χέρια και τα πόδια
Μην τύχει και βγουν τα απαίσια φτερά μου
Τρομακτικό το σάρκινο μου σκεύος είπαν
Με μια καμπούρα σαν δεύτερο κεφάλι
Όμως δεν σκέφτηκαν !
Πως από εκεί θα έβγαινα μια μέρα
Ελεύθερος και με φτερά αντί για χέρια
Με δίχως μάσκα ατσάλινη να πνίγει την λαλιά μου
Με ένα ράμφος κίτρινο σκληρό
τις σάρκες μου να τρώγω ουρλιάζοντας
κι οι σκοτεινές σκιές που θρέφονταν με αίμα
κρυμμένες στις ρωγμές του υγρού μου τάφου
από τα νύχια μου θέλουν να βγουν .

http://perihghths.blogspot.com/


Η άποψη του Μίχου: Έχω δει και καλύτερα του Ματθαίου στα φόρα που συμμετέχει. Εδώ έχουμε την άψητη εμφάνιση μιας ανάγκης για έκφραση... Αυτό που λείπει είναι το με καιρό και με κόπο στο νόημα της τέχνης... Το αποτέλεσμα δείχνει μια πρόθεση να καταγραφούν ισχυρές εικόνες που πιέζουν, αλλά δεν είναι σαφές προς τα που κατευθύνονται και δεν φαίνεται να έχει γίνει ένας έλεγχος για τις αντιφάσεις και τις διαπλοκές που μπορεί να εμφανίζονται... Δυο στροφές που θα μπορούσαν κάθε μια να είναι αρχή διαφορετικού ποιήματος σωφιλιάζονται για να ακολουθήσει ένα συμπέρασμα που αναιρείται σχεδόν...Υπάρχει μια πίεση για να καταγραφούν ισχυρά συναισθήματα, ένα ξεχείλισμα, αλλά θα μπορούσε να εκληφθεί μάλλον σαν άτακτη καταγραφή, ένα προσχέδιο που πιθανόν αργότερα να πάρει μια μορφή πιο σταθεροποιημένη...Προσωπικά μου θύμισε εποχές όπου με κυριαρχούσε αυτό το ανάβλυσμα εικόνων και στίχων, από τους οποίους ένιωθα πως έπρεπε να απαλλαγώ. Τους έβαζα στην άκρη και τους κοιτούσα μετά από καιρό. Άλλοτε επιδέχονταν κάποια επεξεργασία, άλλοτε τους έτρωγε το σκοτάδι...Από μία άποψη είναι το καθαρότερο σχεδίασμα ποιήματος που έχει εμφανιστεί εδώ. Μια ροή λόγου σε μια στοιχειώδη διάταξη, άνιση, χωρίς σαφή κατεύθυνση με ανοιχτές πολλές διεξόδους. Προσωπικά θα προκαλούσα όποιον θα ήθελε να δοκιμάσει με τα στοιχεία που μας δίνει εδώ ο Ματθαίος, ακόμα και ο ίδιος μπορεί στα σχόλια να προσπαθήσει να διευκρινίσει ποιά θα ήταν μια τελική μορφή αυτού του ποιήματος...

H άποψη του Πετεφρή:ντρέπομαι που το γράφω, αλλά δεν κατάφερα να διαβάσω το ποίημά σας. Με πυροβόλησαν ακυριολεξίες και εννιά ολόκληρα "μου". Εννιά! και τα επίθετα, τα περισσότερα, άκαιρα και αυτονόητα.Οι σκιές είναι σκοτεινές, ο τάφος υγρός,το κελί ανήλιαγο,το ράμφος κίτρινο και σκληρό και πάει λέγοντας.Η λέξη "σάρκινο". Αν δεν υπήρχε ο στίχος "με δίχως μάσκα ατσάλινη να πνίγει τη λαλιά μου", ο οποίος αποκαλύπτει πηγαία αισθήματα, άηχα προς το παρόν, θα σας έλεγα να ασχοληθείτε κυρίως με την πεζογραφία, και μάλιστα την κριτική.
Θεωρείτε ίσως, μαζί με αρκετούς χειροπράκτες της γραφής, ότι η εξομολόγηση με πειραματόζωο τον εαυτό μας, είναι ήδη μία τολμηρή πράξη, στην οποία και θα έπρεπε να στρέφουμε το ενδιαφέρον μας, αλλά δεν είναι έτσι.Δεν έχω κανένα πρόβλημα με την επανάληψη μιάς λέξης- είναι ένα είδος που έδωσε διαμάντια.Αλλά εδώ φαίνεται ότι προσέξατε την ροή της μεταφορικής σας ιστορίας, νομίζοντας ότι την παρουσιάζετε ως παραβολή,πλήν σας ξέφευγαν κάθε τόσο μεγάλα κομμάτια έκφρασης χωρίς επεξεργασία. Ίσως βιαστήκατε να πιστέψετε ότι οι κουβέντες οι στιβαγμένες μέσα μας, αξίζουν πολλά, πέρα από μορφοκρατίες και τα συναφή- αλλά καθώς οι έννοιες που υπάρχουν είναι σαφώς λιγότερες από τις λέξεις που υπάρχουν γι΄αυτές, μιά τεχνική επάρκεια είναι απαραίτητη.
Ενα personal poem, γίνεται personal μόνον άν δεν το δηλώνει εξαρχής.Το ίδιο ποίημα μπορεί να ήταν απείρως καλύτερο χωρίς κανένα "μου" (εύκολο είναι, άν το δοκιμάσετε) αλλά και ο τίτλος σας ακόμη ("νεκρή μάσκα") δείχνει ότι στο βάθος αδιαφορείτε καταστατικά γιά τον τρόπο που εκφράζεστε. Οχι, αγαπητέ μου: οι λέξεις δεν είναι τουβλάκια lego. Βεβαίως και είναι puzzle. Επειδή έχετε σαφώς ελπίδες και φαίνεστε αμυντικό άτομο, δοκιμάστε να γράψετε γιά την μάσκα ενός άλλου.

Σάββατο 9 Ιουνίου 2007

Mplim Mplom - Άτιτλο

Μυαλό που σε σκαλίζω
το ξέρω πια πως δε σ’ ορίζω.
Εσύ μπροστά κι εγώ ακολουθώ.
Σε σπηλιές με περιμένεις
με σκιές με κοροϊδεύεις
στους ρυθμούς σου με χορεύεις
μ’ εκτοξεύεις στο κενό
μ’ από σένα πάλι θα πιαστώ.
Παράξενο κι αν είναι
εγώ σ’ ευχαριστώ.
Τον ήλιο δεν ξέρω αν θ’ άντεχα να δω.

http://mplim-mplom.blogspot.com/

H άποψη του Πετεφρή: εδώ έχουμε ένα φλερτ με την μουσική, ειδικά με ένα χαλαρό χιπ χοπ. Σα να ακούω τον ρυθμό και μερικές λέξεις να "βαδίζουν" ντυμένες από περισσότερες φωνές. "Παράξενο κι άν είναι (ένας)/εγώ σ΄ευχαριστώ (πολλοί)". Το μόνο θύμα της υπόθεσης είναι η λέξη "ήλιος" που πρέπει να τον εκφέρεις ως δισύλλαβο.Δεν αντιμετωπίζεται αλλοιώς αυτος ο "ύμνος" που απευθύνεται στο "μυαλό". Αντιμετωπίζω το ολιγόστιχο πόνημα ως υβρίδιο στα όρια μιάς άλλης, μη ποιητικής τέχνης, δηλαδή της στιχουργικής.Με την ποίηση έχουν μερικές ομοιότητες: δουλεύονται με στίχους,χρησιμοποιούν λέξεις, κι αυτό είναι όλο.Στην ποίηση οι λέξεις είναι σφαίρες, στην στιχουργία ευρήματα.Με την ποίηση ως οδηγό θα ξεμπερδεύατε με τρείς λέξεις συνολικά, στην στιχουργική, οι έντεκα στίχοι που χρησιμοποιήσατε, δεν είναι αρκετοί. Ευτυχώς δεν φαίνεται να ανήκετε στους "στιχάκηδες", αλλά πρέπει να δεχτώ ότι έχετε πάθει μεγάλη πλάκα με την μουσική, ότι της δίνετε μεγάλο χώρο από την διανοητική ζωή σας, επομένως κάπου παίρνουμε διαζύγιο και χωρίζουν οι δρόμοι μας.Έχω επισημάνει σε ένα παλιό ποστ, πόσο πρέπει να αποφεύγει ο συγγραφέας την μουσική.Α,και κάτι τελευταίο: λέγοντας "ποίηση" δεν εννοώ τα θλιβερά αυτόματα παίγνια ταραγμένων συνειδήσεων, που έχουν φέρει σε βαθιά χασμουρητά καμιά πεντέξη γενιές αναγνωστών, και τα οποία έχουν κατακτήσει απόλυτα όχι μόνον το διαδίκτυο ,αλλά και την μεγάλη μάζα των δημοσιευμένων ποιητικών έργων. Κατά τα άλλα, κινείστε σε αρμονία με το κύμα, Οταν αποφασίσετε να μετατρέψετε την ατμόσφαιρα σε χαοτική, εδώ είμαστε...

Η άποψη του Μίχου. Με σημαία ρυθμού ευκαιρίας με φέρνει πάνω στο σπάσιμο του ισόμετρου των στίχων, ένα στοιχείο που κάνει αυτό το αφηγηματικό εφέ του ραπ που πολύ με γοητεύει να δοκιμάσω τις δυνατότητές του για πιθανές διαφυγές από το εσωτερικό τύμπανο που πάντα χτυπάει σε δεκαπεντασύλλαβο...Εκεί που μάλλον θα πρέπει να γυρίσετε εσείς ... Ξέρετε, δεν υπάρχει αρχή, ο καθένας μπαίνει στο ρυθμικό πέρασμα που περνάει μπροστά του με ζητούμενο να τρέξει κάτι στοιχειωδώς αναγνωρίσιμο από τον ίδιο που να συγχρονίζεται με αυτό... μετά αν το φέρει ο καιρός και οι συγκυρίες ανοίγεται σε όσο μεγαλύτερη έκταση μπορεί της αόρατης ορχήστρας που συνέχει τις λέξεις κάτω από το όνομα της ποίησης... Βλέποντας αυτό το ευκαιριακό στιχούργημα δεν μπορώ να κρύψω ότι αναρωτιέμαι αν ο θεμελιώδης ρυθμός που μας παραδόθηκε υφίσταται μιαν αλλαγή, της οποίας τα πρώτα δείγματα μπορεί να έχουμε εδώ... Δεν εννοώ το στιχούργημά σας αλλά την εποχή... Μήπως τελικά η ρυθμολογία του ραπ επιφέρει μια βαθιά αλλαγή στη ρυθμολογία ευκαιρίας μας που μέχρι τώρα ήταν ο δεκαπεντασύλλαβος... Παρακολουθώ αυτό το φαινόμενο που αλλάζει τη μορφολογία της προφορικότητάς μας σε κάθε του έκφανση... Και πολλές φορές αναρωτιέμαι αν βρίσκομαι μπροστά σε μια μόδα ή σε μια ριζική μεταλλαγή που είναι το παράγωγο μιας μόνιμης αλλαγής στη βαθύτερη εικόνα που παρουσιάζουμε ως ταυτότητα στον εαυτό μας... Πέρα από τις γενικότερες εδώ παρατηρήσεις, το δείγμα σας είναι μικρό για να πω κάτι ειδικά για σας... Είναι λίγο σαν κάποιος να κάνει πενήντα μέτρα τρέχοντας στο γύρο της πόλης και να σταματά...Αν σας ενδιαφέρει αυτή η περιπέτεια, γιατί τη βρίσκω άκρως ενδιαφέρουσα, δοκιμάστε τη. Στοχεύοντας πάντα στα πιο υψηλά της αποτελέσματα που θα γίνουν μια ισχυρή και αυτόματη απαίτηση ανόδου των όσων δοκιμάζετε... Η συναναστροφή με τα υψηλά επιτεύγματα εξακολουθεί να είναι αλάθητη συνταγή προόδου σε κάθε προσπάθεια...

Δευτέρα 4 Ιουνίου 2007

οι σκιές μιλάν - Στο τραίνο

Καθισμένη δίπλα στο παράθυρο κοιτούσε τους επιβάτες να αποβιβάζονται στην αποβάθρα του σταθμού. Ο μεσημεριανός ήλιος τη χτυπούσε στο πρόσωπο μα δεν τραβούσε την κουρτίνα. Έκαιγε. Μέσα στο μισοναρκωμένο μυαλό της η βαριά μυρωδιά των πυρωμένων καθισμάτων, το μπερδεμένο ποδοβολητό των διαδρόμων, ο ιδρώτας των προσώπων - όλα αξεδιάλυτα, βουτηγμένα στην τρίλεπτη στάση του τραίνου.

Ήταν μόνη κι η αντοχή της απ’ το ταξίδι εξαντλημένη. Παλιότερα, όταν ζούσε η μητέρα και κάναν οι δυο τους το ταξίδι για ν’ ανταμώσουν στο χωριό τον πατέρα, οι ώρες περνούσαν χωρίς να το καταλάβει. Ήταν όμορφη η μητέρα. Μικρή, όταν την κοιτούσε, στο πρόσωπό της έβλεπε τη δίδυμη αδερφή της γυναίκας που ονειρευόταν πως μια μέρα θα γίνει. Μόνο που η μέρα αυτή έφτασε νωρίτερα. Φορούσε ένα σκούρο λινό φουστάνι, αδύνατη, με τα μακριά της μαλλιά δεμένα πίσω, όταν βγαίνοντας απ’ τον θάλαμο του νοσοκομείου στο πλάι του πατέρα, άκουσε τον γιατρό να λέει πως η μητέρα είναι πολύ σοβαρά, πως έχουν αλλοιωθεί τα νεφρά της, πως αν ζήσει περισσότερο από δυο μήνες θα πρέπει να γίνει αναφορά στα ιατρικά συνέδρια. Κλονισμός. Ο πατέρας ευχαρίστησε τον γιατρό, την πήρε απ’ το χέρι κι άρχισε να περπατά βιαστικά στον διάδρομο αποφεύγοντας τους περαστικούς. Μόλις πρόλαβε να βρεθεί στο προαύλιο, τα δάκρυα ασυγκράτητα. Την άφησε και χώθηκε στο παρεκκλήσι του νοσοκομείου με όλον του τον πνιγμό. Εκείνη έκανε μια χειρονομία να τον πιάσει

μα το χέρι γύρισε πίσω αδειανό…

…χωρίς το μπουκάλι με το νερό. Από τη χαραμάδα του παραθύρου μπήκε το σφύριγμα του τραίνου. Οι κολλημένες στο τζάμι εικόνες άρχισαν να φεύγουν προς τα πίσω, ανάποδα, όπως καθόταν κι εκείνη στη θέση της. Ήταν η μοναδική επιβάτης στο βαγόνι, με τα δεκαεννιά της χρόνια να μοιάζουν με στεκάμενα νερά που περιμένουν να τα κόψει το ραβδί ενός Μωυσή. Ξάφνου, η πόρτα άνοιξε και το πλαστικό κάλυμμα του διαδρόμου διέσχισαν δυο γεροδεμένοι νεαροί με μπλούζες ζωσμένες πίσω από μεγάλες αγκράφες. Συζητούσαν έντονα σε μια γλώσσα ξένη, με φωνές δυνατές και κινήσεις μεθυσμένες που κάθε φορά χύναν κάμποση μπύρα απ’ το κουτάκι στο χέρι. Προχωρούσαν τρεκλίζοντας πριν κοντοσταθούν πάνω από τη θέση της για να χαζέψουν τη στέρεη γυαλάδα στα γυμνά της πόδια όπως ξεπρόβαλαν κάτω από το φουστάνι της απλωμένα στο απέναντι κάθισμα. Ο προπορευόμενος άντρας με ύφος απόρρητο ψιθύρισε κάτι ακατάληπτα λόγια πάνω απ’ τον ώμο του. Εκείνος που τον ακολουθούσε απάντησε με ένα πονηρό γέλιο και μέσα σ΄ένα σφύριγμα επιδοκιμασίας σωριάστηκαν αντικρυστά της, στις θέσεις της άλλης πλευράς του διαδρόμου μέσα σ’ ένα

σύννεφο σκόνης…

…όπου μετά τον θάνατο της μητέρας είχε εκείνη αναλάβει να καθαρίζει από τα παλιά έπιπλα του σπιτιού. Ο πατέρας εδώ και καιρό είχε πάψει ν’ ασχολείται με τα του σπιτιού. Σηκωνόταν το μεσημέρι απ’ το κρεβάτι με τα’ απομεινάρια του μεθυσιού της περασμένης νύχτας να δυσκολεύουν τις κινήσεις και κουτουλώντας από τοίχο σε τοίχο έφτανε στο μπάνιο για να καταβρέξει το κεφάλι του με κρύο νερό. Έπειτα καθόταν στην κουζίνα, άναβε ένα τσιγάρο κι άρχιζε να ψάχνει ό,τι υπολείμματα ουίσκυ υπήρχαν στα μπουκάλια των ραφιών. Μια μέρα δοκίμασε να του τα κρύψει - την απείλησε ότι θα την σκοτώσει αν το ξανακάνει. Την έπιασε τότε μια περίεργη ταχυπαλμία κι ας ήξερε καλά πόσο την αγαπούσε: πόσες φορές δεν είχε ξενυχτήσει δίπλα της όταν αρρώστησε κι αργότερα όταν έπεσε σε κατάθλιψη, πώς την είχε κρατήσει όρθια μετά την απώλεια της μητέρας περιφρονώντας τον δικό του πόνο, πώς φρόντισε να την προστατέψει όλους εκείνους τους δύσκολους μήνες Ήρθαν όμως μετά οι δύσκολες στιγμές. Όταν δεν τα κατάφερε δυο χρόνια αργότερα στις πανελλήνιες, άρχισε να την αποκαλεί αχάριστη, χαζή κι ανίκανη, που ξενυχτούσε δεξιά κι αριστερά με τον πρώτο τυχόντα, σπάταλη με τα χρήματα που της άφηνε, ενώ τα ‘βαζε και με τον εαυτό του που ήταν τόσο καιρό ελαστικός μαζί της. Τά λεγε όλα αυτά πιωμένος κι εκείνη τ’ ακουγε με το βλέμμα χαμηλωμένο ξέροντας πως δεν τα εννοεί. Ήταν άλλωστε κι εκείνος ο τελευταίος όρκος στη μητέρα, τότε στο νοσοκομείο, να τον φροντίζει όσο μπορεί. Και το ‘κανε

αδιαμαρτύρητα…

…δέχτηκε την μετακόμιση των δυο ξένων στην τετράδα των θέσεων που καθόταν. Συνέχισε να κοιτά τη γραμμή του ορίζοντα, τόσο παρούσα, να κόβει τον κόσμο δυο λωρίδες. Ο ένας απ’ τους δύο, πιο τολμηρός, ήρθε και κατέλαβε τη θέση δίπλα της ενώ ο άλλος απλώθηκε απέναντί της, δίπλα στα πόδια της. Η σιωπή της ήταν στο μυαλό τους η καλύτερη υποδοχή, κοιτάζονταν μεταξύ τους και ξεσπούσαν σε λαίμαργα γέλια. Σε σπαστά ελληνικά ρωτήσαν τ’ όνομα της μα κείνη δεν τους έδωσε απόκριση. Ο διπλανός της σήκωσε τότε το χέρι του, το πέρασε πάνω απ’ την πλάτη του καθίσματός της και έγειρε απάνω του το κεφάλι. Δήθεν αδιάφορα, άρχισε να μιλά με τον φίλο του κι οι άκρες των ματιών του σημάδευαν τ’ ανοίγματα στο φόρεμά της πάνω απ’ τα πόδια και το στήθος της προσκαλώντας με το βλέμμα τον φίλο του ν’ απολαύσει κι εκείνος το σάρκινο θέαμα. Αυτός, ήπιε μια τελευταία τζούρα από την μπύρα του και με κάμποση επιφύλαξη ανασηκώθηκε στο κάθισμά του απολαμβάνοντας πρόστυχα τη θέα. Μα εκείνη ούτε που αντέδρασε και πάλι, και το χέρι πίσω απ’ την πλάτη της πήρε το θάρρος και κατέβηκε

χαϊδεύοντας τον λαιμό της…

…κι έσκυψε να τη φιλήσει στο μάγουλο για «καληνύχτα» μέσα σε μια ανάσα αποτρόπαια, γεμάτη ουίσκυ και φτηνά γυναικεία αρώματα. Εκείνη γύρισε το κεφάλι της στην άλλη πλευρά του μαξιλαριού. Το φιλί όμως επέμενε πεισματικά, γινόταν όλο και πιο υγρό και πιο λάγνο. Έκανε να κουλουριαστεί μα το χέρι του πατέρα πέρασε κάτω από τα στρώματα, ανάμεσα στα πόδια της και με αδέξιες κινήσεις προσπαθούσε να παραμερίσει το εσώρουχό της. Μεσ στον ύπνο της εκείνη έφερε τα γόνατα στην κοιλιά της, του αντιστεκόταν με τρόπο πνιγηρό. Μα ο πατέρας πέταξε απότομα τα στρωσίδια από πάνω της και έπεσε ολόκληρος στο κορμί της. Εκείνη τραβήχτηκε όσο μπορούσε, τέντωνε το λαιμό της μακρυά απ’ τα χείλη του, μα ανοίγοντας μια στιγμή τα μάτια είδε στην κορνίζα δίπλα της στο κομοδίνο, το πρόσωπο της μητέρας στην φωτογραφία. Το βλέμμα της από την άλλη πλευρά του τζαμιού τραχύ κι ικετευτικό, γινότανε πλημμύρα στα μάτια της και γλυστρούσε απ’τις κόχες τους μέσα της. Ήτανε τώρα αυτή η δίδυμη αδερφή της, το ζωντανό της μισό, αναστημένη να ζεί ξανά και να σοφιλιάζεται μαζί της μέσα απ’ τον όρκο του χρέους για την φροντίδα του πατέρα. Κάθε φροντίδας. Κι η αντίσταση στο νευρώδες του άγγιγμα χαμήλωνε, του άνοιγε διστακτικά, τον δεχόταν μέσα της και της ήταν αδιάφορο αν ο πόνος της βίας του θα την έκανε να λιποθυμήσει εκείνη τη στιγμή ή την επόμενη. Και κάπου εκεί ήρθε ο τελευταίος του σπασμός κι η διάφανη βροχή του πότισε τη μορφή της μητέρας που φώλιαζε κάτω

απ’ την κοιλιά της…

και πάνω της έπαιζε το πρησμένο χέρι του αγνώστου. Ένα-ένα άνοιγε τα κουμπιά του φουστανιού της κι έφερνε στο μεσημεριανό φως το μικρό της στήθος. Μ’ ένα νεύμα κάλεσε τον φίλο του να τ’ αγγίξει. Το πήρε στην χούφτα του και του το πρόσφερε τραβώντας το προς τα εμπρός κάνοντας το κορμί της να γείρει ξοπίσω του. Ο άλλος δίστασε και τότε εκείνος επέμεινε περισσότερο επιτακτικά. Το σφιξε στη χούφτα του πιο δυνατά και του το ξαναπρόσφερε. Την κοίταξε στο πρόσωπο. Ήταν το ίδιο ακίνητη και παγωμένη όπως στην αρχή, σαν να μην ήταν ποτέ εκεί. Μαγνητισμένος από τη θέα των μαστών της, γονάτισε στο δάπεδο αντικρυστά τους και σήκωσε πάνω τους τα χέρια του ενόσω ο άλλος την αγκάλιαζε παντού. Ήταν όμως σαν να αγκάλιαζε ένα άψυχο

κορμό δέντρου

…αγαπημένου που της το φέραν κομμένο κούτσουρα. Έτσι βρήκε το επόμενο πρωί τον πατέρα μέσα σε μια λίμνη αίματος και μια σφαίρα καρφωμένη στον κρόταφο. Τα χέρια της πάγωσαν στο πρόσωπο, το στόμα τρομαγμένο, ανοικτό, με μια κραυγή άψυχη που σαν ανέβαινε στο στόμα και συναντούσε τον αέρα γινόταν κομμάτι απ’ το νοτισμένο με αίμα χαλί, κομμάτι απ’ το δάκτυλο που ήταν ακόμα στην σκανδάλη, κομμάτι από ένα συγγνώμη που ήταν γραμμένο σ’ ένα κομμάτι λευκό χαρτί ριγμένο δίπλα του - η κραυγή της, ήχος στερεοποιημένος, φυλακισμένος πια μέσα της. Κι έτσι έμεινε βουβή, χωρίς μια αντίδραση μήτε στην κηδεία μήτε και στα μνημόσυνα που ακολούθησαν. Δεν είχε προλάβει να εξηγήσει στον πατέρα. Μόνο σε κείνον θα μπορούσε να το κάνει, να του εξομολογηθεί πως ήταν η μητέρα εκείνο το βράδυ που αγκαλιαζότανε μαζί του κι όχι η ίδια. Και μετά,

ν’ αγκαλιάσει το πρόσωπό του…

…μέσα στα δυό της χέρια καθώς σφίγγαν γύρω του. Τον έκλεινε μέσα στο στήθος της και έκλεινε την μπουκαπόρτα της ανάσας του γέρνοντας με δύναμη και πιέζοντας το κεφάλι της πάνω στο κεφάλι του ξένου. Φοβόταν να τον αφήσει. Έκλαιγε γοερά και μέσ’ από το κλάμα της ξεπηδούσε ένα παράταιρο γέλιο που έκανε τους δύο αγνώστους να παγώσουν. Δεν τους απωθούσε, δεν τους αντιστεκόταν, μα δεν τους παραδινόταν κιόλας, δεν τους υποτασσόταν. Γελούσε κι έκλαιγε αξεδιάλυτα, ελεύθερη πια. Ο γονατισμένος άνδρας τραβήχτηκε βίαια προς τα πίσω και ζάρωσε σαστισμένος απέναντί της στο κάθισμα. Την ίδια στιγμή ο μέχρι τότε θαρραλέος φίλος του μαζεύτηκε στο μπράτσο του καθίσματος. Την κοιτούσαν σαν υπνωτισμένοι να γελά υστερικά με δάκρυα στα μάτια, να σείεται ολόκληρη και τα στήθη της να πάλλονται στον αέρα ελεύθερα. Αδύνατον να καταλάβουν. Ανασηκώθηκαν και χωρίς να μπορούν να πάρουν το βλέμμα τους από πάνω της πισωπατούσαν κι απομακρύνονταν. Το γέλιο της σιγά-σιγά

χανόταν και χαμήλωνε…

…η ταχύτητα του τραίνου που έκοβε πλησιάζοντας στον επόμενο σταθμό.

Λίγο αργότερα, από το παράθυρο ενός άλλου βαγονιού, οι δυο ξένοι την είδαν ήρεμη, να πέφτει στην αγκαλιά ενός άντρα που την περίμενε στην αποβάθρα.

http://straths8alassinos.wordpress.com/

Η άποψη του Πετεφρή:ωραίο κείμενο, αλλά θα ήθελα, πρίν τα τεχνοκρατικά, να σας τα "ψάλλω", χωρίς συναίσθημα και χωρίς παραφερνάλια. Εχετε χαρισματικό στύλ, δουλεύετε τον λόγο με οξύ και τέμνον όργανο, εντάξει ,αλλά γιατί αυτή η "μούτα"; μούτα λένε στο θέατρο μιά παγιωμένη γκριμάτσα, που "παίζει" θετικά μέσα στη συνείδηση του θεατή. Στην περίπτωσή σας, η μούτα είναι στριμμένη, κατευθυνόμενη και έχει μεταβληθεί σε οργανικό στοιχείο της έκφρασής σας. Ξέρετε, ένας τεράστιος αποθέτης σημαντικών κειμένων, ακυρώνεται στο κοινό επειδή ο συγγραφέας προτιμά να υπηρετήσει την μούτα του και όχι το κείμενο. Δηλαδή, γιά να το πώ λιανά, διαβάζοντας τις πρώτες γραμμές του κειμένου σας, το μυαλό διαμορφώνει αμέσως, αστραπιαία την προεικόνα "ένα άτομο που θεωρεί την λογοτεχνία σοβαρό όργανο, που βασανίζεται με την ακρίβεια της έκφρασης, που μιλάει "σοβαρά", που έχει σε εκτίμηση αυτά που σκέφτεται, ενδεχομένως και αυτά που ζεί. Δηλαδή , ένας επαγγελματίας του ύφους που ορίζεται από στερεότυπα". Γιατί ήμουν τόσο σίγουρος γιά την κατάληξη του κειμένου σας; όχι επειδή είμαι προφήτης ή έμπειρος, αλλα΄επειδή έχω χαλάσει τα ντιβιντί λόγω πολυχρησίας από ανάλογα "σκοτεινοευρωπαϊκά" κινηματογραφικά έργα και έχω βιώσει απόλυτα το she's leaving home, bye, bye από την προ 40ετίας saga των Beatles. Γι΄αυτό. Παράγετε δηλαδή υψηλής ποιότητας αναμενόμενη λογοτεχνία, πράγμα που ακυρώνει την ίδια την λογοτεχνία.Πρέπει να αγαπήσετε τις λέξεις που χρησιμοποιείτε,και να μη τις θεωρείτε δεδομένες. Γιά τον κόσμο και τις πράξεις του, εχετε την ελευθερία να κινείστε όπως σας αρέσει. Στα υπόλοιπα, λίγα έχω να προσθέσω. Καλή ανάπτυξη, ωραίος τροχασμός λέξεων και εντυπώσεων, κάποιος που έχει διαβάσει λίγα πράγματα(ή, ακόμη χειρότερο, έχει διαβάσει πάρα πολύ μόνον τα πράγματα που του αρέσουν) θα είχε μόνον επαίνους γιά το κείμενό σας. Αλλά να μου επιτρέψετε να ονειρεύομαι μία προσωπικότητα ,την δική σας, που δεν ξοδεύεται σε προετοιμασμένες και προεπιλεγμένες περσόνες. Είστε άτομο έτοιμο γιά βαθιά νερά, γιά πείραμα, γιά παιχνίδι, γιά παίγνιο(άλλο το παίγνιο, άλλο το παιχνίδι) γιά ένταση στις αβεβαιότητές του, γιά περιφρόνηση στο ψυχολογισμό και στις άλλες αρρώστειες του σιναφιού.Θα έλεγα να σέβεστε μόνον ό,τι περιφρονούν οι άλλοι- είναι ένας μηχανικός τρόπος να ξεφύγετε από τις σιγουριές της συναισθματικής πανούκλας που έχει ήδη αγγίξει τα άκρα σας. Μήτε το εύρημα της ψυχρής παρατακτικής αφήγησης εξαφανίζει τον πλούσιο συναισθηματικό σας κόσμο, αλλά αυτά δεν μετράνε. Δεν μισείτε, δεν ονειρεύεστε εναντίον των ονείρων σας. Μη φέρεστε σαν τους "απέξω" που βρίζουν τις δημόσιες υπηρεσίες και μόλις προσλαμβάνονται σε αυτές ,γίνονται γενίτσαροι και υπερασπιστές ακριβώς των ζητημάτων που έως τότε τα είχαν στην τσίτα και τα περιφρονούσαν. Η γελοία πτυχή ενός συγγραφέα, είναι σε πολλές περιπτώσειςπ λεονέκτημα και καμάρι του. Με τις λέξεις να γράφετε, κι όχι με τις εικόνες που προσπαθείτε να επιβάλετε με τις λέξεις σας.
Ζητώ συγγνώμη άν ξεπέρασα κάποια όρια ευπρέπειας και ανοχής.Δεν αντέχω να βλέπω ταλέντο να κυνηγά την έγκριση των μετρίων , των αναγνωστών, των ευπρεπών (οι περισσότεροι ευπρεπείς "ανατινάζουν" ανατιναγμένα τοπία). Τολμήστε, ταπεινωθείτε, σπάστε την αρχαία τάξη, πράγμα απολύτως μέσα στις δυνατότητές σας, αφού εσείς την ορίζετε. Καλή συνέχεια και κουράγιο.

Η άποψη του Μίχου. Ο άνθρωπος που γράφει εδώ γράφει μου φαίνεται με πειθαρχία έκθεσης ιδεών για εισαγωγή στο πανεπιστήμιο...Να του επαινέσω τα ρακοράκια σαν εύρημα , αν και θα ήταν πιο δραστικά κρυμμένα μέσα στην αφήγηση. Τώρα πως γίνεται ένα κείμενο άρτια σχεδόν γραμμένο να μου προκαλεί αυτό που θα έλεγα αφηγηματική απώθηση, το αποδίδω μάλλον στην ψυχρότητα και σε ένα είδος αποστειρωμένης στάσης του αφηγητή... Πιθανόν ο γράφων να ενσωματώνει ένα είδος εσωτερικής λογοκρισίας, γνωρίζοντας ότι το κείμενο θα τεθεί υπό κρίσιν, οπότε το διεκπεραιώνει ώστε να είναι ατσαλάκωτο. Ο Γουόρχωλ ήταν που είχε βάλει μια ακίνητη κάμερα αβάν γκαρντ να φιλμάρει κανένα πεντάωρο τον κοιμώμενο εραστή του; Μια τέτοια έντύπωση έχω. Ακίνητη κάμερα...Βλέπω ικανότητα γραφής αλλά τη συνάγω από το αποτέλεσμα που τη βυθίζει εδώ. Θα συνιστούσα κάποιο βιβλίο αφηγηματολογίας , τον Ζενέτ, ας πούμε, και θα προέτρεπα τον γράφοντα να βάλει μπουρλότο στην ευπρέπεια και να αρχίσει ένα κύκλο παιχνιδιών αυτόματης γραφής...Ακόμη και με τα στοιχεία τόσο εμφανούς λογοκρισίας, έχω την απορία να δω ένα παιγνιώδες κείμενο . Η προσπάθεια για απέκδυση αυτής της λογοκρισίας, θα μπορούσε να παράγει αξιομνημόνευτο ύφος. Θα ήθελα να το δω. Τελικά όλοι προσεγγίζουμε άνισα τη γραφή. Αλλά μας δίνονται χάρισμα, αλλά θα πρέπει να τα κατακτήσουμε ασκούμενοι...Για συνεχίστε...