Δευτέρα 5 Μαρτίου 2007

mpampakis - Η μηχανή του δόκτορος Κιριτσένκο

Όταν ο δόκτωρ Κιριτσένκο ανακοίνωσε την μηχανή που είχαν κατασκευάσει με την ομάδα του, μια μηχανή που έδινε μια τελευταία ευκαιρία σε όσους χάνανε τους αγαπημένους τους, ο κόσμος ολόκληρος στράφηκε με περιέργεια να δει τι είχε επινοήσει πάλι ο πρωτοπόρος επιστήμονας.

Όλοι θυμόντουσαν ότι η ιατρική και επιστημονική κοινότητα δεν έβλεπε πάντα τον δόκτορα Κιριτσένκο με τέτοιο σεβασμό. Αντίθετα, όταν πριν από μια δεκαετία περίπου ο δόκτωρ και η ομάδα του ανακοίνωσαν ότι προχωρούσαν σε πειράματα πάνω στην ανθρώπινη αύρα υπήρχαν πολλοί που υπομειδίασαν ειρωνικά και έγραψαν ειρωνικότερα για τα κονδύλια που πήγαιναν χαμένα. Σύντομα όμως οι ανακαλύψεις τους γύρω από τους τρόπους καταγραφής της αύρας και των μεταβολών της αναδείξανε ένα απρόσμενο όσο και εντυπωσιακό νέο επιστημονικό πεδίο. Τα ευρήματα έθιγαν και τους τομείς της φιλοσοφίας και της θρησκείας φυσικά, οπότε είχαν εξαιρετική βαρύτητα. Μέσα σε μόλις μια πενταετία ένα εντυπωσιακό ποσοστό της χρηματοδότησης της παγκόσμιας ιατρικής έρευνας είχε στραφεί σε θέματα αύρας.

Ο δόκτωρ Κιριτσένκο όμως προχώρησε και πάλι πρώτος. Ανακάλυψαν ότι μετά τον θάνατο του ανθρώπου, η αύρα παρέμενε διαθέσιμη για περίπου 40 ημέρες, σκορπισμένη και διαιρεμένη αλλά υπαρκτή. Μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα και με χρήση πελώριων ποσών ενέργειας ήταν δυνατόν να συγκεντρωθεί η αύρα, να προβληθεί αστρικά, να μπορέσει να αποκτήσει συνείδηση και να επικοινωνήσει για περίπου πέντε λεπτά, πριν σκορπιστεί και χαθεί για πάντα.

“Ο δόκτωρ Κιριτσένκο σας εξασφάλιζει μια τελευταία ευκαιρία επικοινωνίας
με τους αγαπημένους σας”
Υπήρχε πάντως ένας περιορισμός. Η μηχανή ήταν έτσι δομημένη που μόνο ένας άνθρωπος μπορούσε να επικοινωνήσει με την αύρα του εκλιπόντος. Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να συγκεντρωθεί η αύρα, να εξηγήσουν στον μακαρίτη τι είχε συμβεί, να τον πείσουν ότι πράγματι είναι νεκρός για πάντα και μετά αυτός να διαλέξει και να μιλήσει σε ένα και μόνο ένα πρόσωπο εντός του χρόνου που απέμενε. Τα πέντε λεπτά ήταν λίγα για όλη αυτή την δουλειά, αλλά η ζήτηση ήταν εξαιρετική. Παρά τις αντιδράσεις από κάθε οργανωμένη εκκλησία, οι πρόθυμοι να πληρώσουν για την έγκαιρη συγκέντρωση της αύρας των αγαπημένων τους αυξάνονταν. Οι «πελάτες» ήταν οι ζωντανοί φυσικά οι οποίοι ήθελαν είτε κάτι καθαρά συναισθηματικό όπως έναν τελικό αποχαιρετισμό είτε κάτι πρακτικό όπως οδηγίες για διαθήκη ή την θέση της κασετίνας με τα χρυσά κοσμήματα.

Όμως κάθε τόσο προέκυπταν τρομερές παρεξηγήσεις. Οι γκόμενοι έπαιρναν προτεραιότητα έναντι νόμιμων συζύγων για την τελευταία συζήτηση, αδέλφια ξέσπαγαν σε κρίσεις αντιζηλίας γιατί η μητέρα διάλεξε τον έναν και όχι τον άλλο, παππούδες προτιμούσαν τις αποκλειστικές νοσοκόμες τους από τα ίδια τους τα παιδιά, εκκεντρικές δισεκατομμυριούχοι ζήταγαν να επικοινωνήσουν με την γάτα τους. Για να μην μιλήσουμε για αποκαλύψεις που κατάστρεφαν την υστεροφημία των αποδημησάντων: πόσες φορές είχε απιστήσει κάποιος, πόσο καταπίεζε τις ομοφυλόφιλες του τάσεις και πώς τις είχε τελικά ικανοποιήσει, τι είχε συμβεί πραγματικά σε εκείνο το ταξίδι, πού ξοδεύτηκαν τα λεφτά από την πώληση του κτήματος, και πάει λέγοντας. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με το υψηλό κόστος χρήσης και τις ηθικές αμφιβολίες, οδήγησαν σε αμφιλεγόμενη φήμη της μηχανής του δόκτορος Κιριτσένκο. Την βάφτισαν «η μηχανή του θανάτου». Παρόλα αυτά η ζήτηση συνέχιζε να αυξάνεται σταθερά και οι ζωντανοί συνέχιζαν να έχουν το τελευταίο τους πεντάλεπτο με τους πεθαμένους.

Έτσι ήταν μέχρι που ο κύριος Ντέηβ Τζόνσον ζήτησε να συγκεντρωθεί η αύρα των γονιών του που χάθηκαν σε τροχαίο δυστύχημα.

Ο πατέρας του Ντέηβ, Μπιλ Τζόνσον, και η μελλοντική του σύζυγος Λένα ήταν συμμαθητές από το Γυμνάσιο. Ερωτεύτηκαν ο ένας τον άλλο από τα δεκατέσσερά τους. Αγαπήθηκαν βαθιά. Τα χρόνια πέρασαν και ήταν από αυτές τις σπάνιες σχέσεις που βλέπεις τον ένα άνθρωπο και δεν μπορείς να τον φανταστείς χωρίς τον άλλο. Σπούδασαν, παντρεύτηκαν, έκαναν παιδιά, δούλεψαν, απόκτησαν σπίτι, απόκτησαν εγγόνια. Ο Μπιλ συνέχιζε να ζωγραφίζει στον ελεύθερο χρόνο του και να γεμίζει το σπίτι με πίνακες που τον ίδιο δεν τον ικανοποιούσαν ποτέ, αλλά ενθουσίαζαν την γυναίκα του. Η Λένα συνέχιζε να παίζει πιάνο και να τραγουδά, με τις φίλες της να αναρωτιούνται γιατί ποτέ δεν δοκίμασε να τραγουδήσει επαγγελματικά και αυτή να απαντά με ένα μελαγχολικό χαμόγελο. Το ίδιο χαμόγελο που ο Μπιλ προσπαθούσε ξανά και ξανά για δεκαετίες να αποτυπώσει στους πίνακές του.

Με τα χρόνια είχαν όχι απλώς μάθει τις συνήθειες ο ένας του άλλου, αλλά τις λάτρευαν. Ο Μπιλ ξετρελαινόταν με τον τρόπο που η Λένα σούφρωνε την μύτη της όταν δεν μπορούσε να θυμηθεί που ακούμπησε κάτι, και πώς βόλευε τα πόδια της στον καναπέ ρίχνοντας πάντα κάτω το τηλεκοντρόλ ή το βιβλίο της (ποτέ όμως και τα δύο). Η Λένα τον κοιτούσε με καμάρι καθώς γκρίνιαζε όποτε έδενε την γραβάτα του και με τρυφερότητα καθώς τακτοποιούσε την τροφή στο πιάτο του κατά είδος πριν φάει. Ο Μπιλ της έτριβε την πλάτη καθώς εκείνη έπλενε τα πιάτα και η Λένα τον κέρναγε καφέ καθώς εκείνος σκούπιζε και τακτοποιούσε τα πιάτα. Η Λένα του διάλεγε τα ρούχα του κι αυτός της διάλεγε τα βιβλία της. Κανένας από τους δυο δεν θυμόταν πότε έπρεπε να πάρει τα χάπια του – του το θύμιζε όμως σταθερά ο άλλος. Είδαν αγκαλιασμένοι να περνάνε γιορτές και ηλιοβασιλέματα. Έθαψαν μαζί τους γονείς τους και ανάθρεψαν μαζί τα τρία παιδιά τους. Μιλάγανε με καμάρι για αυτά και κακομαθαίνανε ασύστολα τα εγγόνια τους από κοινού. Οι ζωές τους κύλησαν σαν ρότες ποταμών που προχωράνε δίπλα – δίπλα.

Και το δυστύχημα τους πήρε μαζί. Ο γιος τους και τα αδέλφια του ήθελαν πολύ μια τελευταία ευκαιρία να τους αποχαιρετίσουν, να τους πούνε πόσο τους αγάπησαν, πόσο περήφανοι ήταν που ζήσαν μαζί τους, πόσο θα τους λείψουν. Μια τελευταία αγκαλιά ήθελαν με τους γονείς τους.

Όμως, όταν η αύρα του Μπιλ συγκεντρώθηκε και πήρε σχήμα, ρώτησε αν τα παιδιά του είχαν ζητήσει και την συγκέντρωση της αύρας της γυναίκας του. Του είπαν ναι, και διάλεξε να μιλήσει ξανά με εκείνην. Κι όταν συγκέντρωσαν την αύρα της Λένας, συνέβη το ίδιο. Τα παιδιά τους όχι μόνο έδειξαν κατανόηση, αλλά ενθουσιασμό για την τελευταία επιθυμία των γονιών τους. Οι χειριστές του μηχανήματος αναγκάστηκαν να μεταφέρουν μέσα σε φρενίτιδα καλώδια, οθόνες, βύσματα και πρίζες προκειμένου το ζευγάρι να έχει λίγα λεπτά ακόμα μαζί. Και όταν αυτό έγινε οι δυο γέροι αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν στο στόμα παθιασμένα.

Το φιλί βραχυκύκλωσε και υπερφόρτωσε τα συστήματα. Η «μηχανή του θανάτου» βύθισε σε μπλακ-αουτ μισή ήπειρο πριν εκραγεί. Ο νυκτερινός ουρανός γέμισε με χρυσαφένιους κρυστάλλους, ροδοπέταλα, ιριδισμούς και νότες, που έπεσαν αργά - αργά δημιουργώντας ένα χαλί ομορφιάς στην περιοχή.

Ο δόκτωρ Κιριτσένκο δεν έφτιαξε ξανά την μηχανή του, αρνιόταν να συζητήσει καν την ιδέα. Άλλαξε όμως κάτι στην περιοχή γύρω από το τελευταίο φιλί των Τζόνσον, εκεί που η γη ποτίστηκε με τα χρυσά τους δάκρυα. Τα μήλα έβγαιναν πιο νόστιμα, όπως και όλοι οι καρποί της γης. Και το κρασί ήταν πιο γλυκόπιοτο κι οι άνθρωποι δεν το χόρταιναν και ένιωθαν την γεύση του σαν χάδι. Για πολλά χρόνια μετά την βροχή του φιλιού ήταν τα πράγματα έτσι. Και οι άνθρωποι που είχαν προλάβει να γνωρίσουν τους Τζόνσον μιλούσαν στους άλλους για την αγάπη τους κι αυτοί σε άλλους και σε άλλους και σε άλλους. Και η αγάπη και το τελευταίο φιλί έγιναν θρύλος που συνέχισε να ταξιδεύει από στόμα σε στόμα πολύ αργότερα από τότε που ξεχάστηκε και ο δόκτωρ Κιριτσένκο και η μηχανή του.
Η άποψη του Πετεφρή. Αναγκαστικά ξεφτελίζω την τάχα "κριτική" μου διαχωρίζοντας μορφή και περιεχόμενο. Είναι μιά ιστορία λαμπερή, απολύτως του γούστου μου,μιά αλληγορία και μία παραβολή, που ορθώς "διαλύεται" στο τέλος. Μιά κατασκευή ενός ΄"θαύματος", η ιστορία του δοκτορος Κιριτσένκο, και στην ουσία ένα σόφισμα, όπως όλες οι καλές αλληγορίες. Ο αναγνώστης μπαίνει στο τριπάκι και δεν ενδιαφέρεται άν η υπόθεση εργασίας του συγγραφέα έχει τις ελπίδες της ή όχι. Τα "μηνύματα" λοιπόν βγαίνουν αυτονόητα κι αυτό είναι μεγάλο προτέρημα.
Στην μορφή, έχω αρκετές ενστάσεις, κι ελπίζω να είναι παραγωγικές. Βρήκα την διαπραγμάτευση ελαφρώς με παραπανίσιες επεξηγήσεις σε μερικά σημεία. Ο έρωτας των Τζόνσον δεν ακολουθεί την αλληγορία, αλλά προδιαθέτει γιά το υπερβατικό τέλος. Η ιστορία καλυτερεύει όσο προχωρεί προς το τέλος της. Δείχνει δηλαδή την καταγωγή της από την παράδοση του Ανεκδότου, πράγμα που νομίζω πως την αδικεί. Μικρές πινελιές, σύνολο είκοσι λέξεις, που να έβαζαν τον αναγνώστη στο τι σόι κοινωνία είναι αυτή που λαχταράει να επικοινωνεί με τους αποθαμένους της, θα φώτιζαν τον πινακα.Η ανατροπή του σκηνικού τελείται με σωστή διαταξη των λέξεων. Θαρρείς και ο συγγραφέας δεν διστάζει να πατάει σε κλασικούς αφηγηματισούς δρόμους, και να το δείχνει, πράγμα ευφυές.
Παρά την προφανή του ωριμότητα και την καλή αρχική ιδέα, το κείμενο έχει ένα προβληματάκι: είναι εύκολα "καταγγελτικό". Εχει καλούς και κακούς. Και είναι εξωφθάλμως διδακτικό. Θα μπορούσε να είναι λιγότερο.Φυσικά, η κρίση μου είναι ελλιπής, επειδή αναφέρομαι σε προβλήματα και ζητήματα μιάς προχωρημένης συγγραφικής "στιβάδας". Ο άνθρωπος που το έστησε σαφώς ξέρει να γράφει, σαφώς έχει ίδιες αντιλήψεις, σαφώς ξεχωρίζει αξίες με τις οποίες συντάσσεται. Η σύστασή μου, να γλυκαίνει την ματιά του και στα "απεταξάμην" που έχει εν τη διαχρονία δημιουργήσει, εκτιμώ ότι θα κάμει καλό στην λογοτεχνία που παράγει.
Εκεί που είναι άπαιχτος, είναι στον χώρο που ο ίδιος θεωρεί "την τέχνη του". Ο χώρος που καρποφορεί από την αγάπη που συνεχίζει την διαδρομή της όχι μεταξύ τεθνεώτων και τεθλιμμένων, αλλά μεταξύ ερωτευμένων που θα παραμείνουν ερωτευμένοι παρά την γρατζουνιά του θανάτου, έχει στακάτες λέξεις, προφανή "απόλαυση" του κειμένου ενώ αυτό παράγεται.
Πάλι short story είναι, αλλά οι απλές, βασικές του αρχές, ελαφρώς μόνον κινδυνεύουν από τον διδακτισμό και την "φιλάνθρωπη" διάθεση.Οχι πολύ- οι παρατηρήσεις μου άς θεωρηθούν διύλιση του κώνωπα.

Η άποψη του Μίχου
Αφηγηματικά το κείμενο καταφέρνει σχεδό την αρτιότητα, αναφορικά με το στόχο που έθεσε, να κάνει δηλαδή μιαν αφήγηση στρωτή. Γι αυτό θα σχοληθώ λίγο με τα ιδεολογικά να τον κεντρίσω. Ο Δόκτωρ και η Μηχανή ως καταφύγιο στην υλοποίηση μιας φανταστικής υπόθεσης είναι επαρκώς φθαρμένη. Κυρίως γιατί η φαντασίωση της παντοδυναμίας της βαίνει φθίνουσα. Ας πούμε ότι ο πολιτισμός μας είναι μιά παραγωγή λήθης του θανάτου, εκεί που θα έπρεπε να έχουμε ένα διάλογο μαζί του. Κι ας πούμε πως μιά συνέπεια είναι η αδυναμία επικοινωνίας με τους νεκρούς. Πρόβλημα που έβαλε ο Σεφέρης με άλους όρους παλιά. Ωραία. Ας φανταστούμε τώρα την αναδιάταξη της ιστορίας ώστε να ξεκινάει in medias res και μας αποκαλύπτει πρώτα τις συνέπειες τις μηχανής και μετά τις συνθήκες κατασκευής της. Τότε πιστεύω ότι η ιστορία θα έδινε περισσότερες δυνατότητες στην αληθοφάνεια αυτής της παραβολής. Έτσι θα μπορούσε να υποστηριχθεί καλύτερα και πιο πρωτότυπα το ζητούμενο. Η τοποθέτηση του Δόκτορα και της μηχανής σε δεύτερο πλάνο θα απέδιδε καλύτερα την αμφίβολη θέση της στον κόσμο μας. Λέω τώρα. Ξέροντας ότι τις πιο πολλές φορές η παραλλαγή που προτείνουμε βρίσκεται σε εκείνο το λίμπο μεταξύ του ενεργητικού αναγνώστη και το υπό δοκιμήν συγγραφέως. Σ' ένα Μπαμπάκη επίσης, ως ομοιοπαθής, θα συνιστούσα ανεπιφύλακτα και τη Γραμματική της Φαντασίας του Τζιάνι Ροντάρι. Έχει μεγάλο απόθεμα τρόπων για εκμετάλευση στα πλαίσια που κινείται αυτό το κείμενο.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Κατ' αρχήν να σας ευχαριστήσω και τους δύο για τον χρόνο και την κριτική σας. Ομολογώ ότι το κείμενο πήγε πολύ καλύτερα απ' ό,τι περίμενα και αυτό με γεμίζει ειλικρινή χαρά. Οι δε ενστάσεις είναι προφανώς καλοδεχούμενες και έχουν γίνει συγκεκριμένες έτσι ώστε να μπορεί να γίνει συζήτηση επ' αυτών.

Η αφήγηση περιλαμβάνει στην ουσία δύο ιστορίες. Πρώτα παρουσιάζεται η ιστορία της μηχανής (όπου κι εγώ φοβόμουν ότι βγαίνει διδακτισμός αλλά ακόμα και τώρα δεν είμαι σίγουρος πώς να τον περιορίσω - είχα σκεφτεί κάποια παραδείγματα τρυφερών αποχαιρετισμών αλλά φοβάμαι το μελό περισσότερο από τον διδακτισμό!). Περίπου στη μέση ακολουθεί μια εξειδικευμένη εφαρμογή & ανατροπή της με την αφήγηση του έρωτα των Τζόνσον.

Το πρώτο μέρος διαρκεί ίσως παραπάνω απ' όσο του αναλογεί (εξ ου και "Η ιστορία καλυτερεύει όσο προχωρεί προς το τέλος της", σωστό) ακριβώς για να πείσω τον αναγνώστη για το πιθανό της διήγησης. Η προσπάθειά μου δλδ ήταν να θέσω τις βάσεις για το "κυρίως πιάτο". Και ναι, επιπλέον αναφορές στον τύπο της κοινωνίας που λαχταρά την τελευταία επικοινωνία με τους πεθαμένους θα βοηθούσαν, όπως το βλέπω τώρα.

"Ας φανταστούμε τώρα την αναδιάταξη της ιστορίας ώστε να ξεκινάει in medias res και μας αποκαλύπτει πρώτα τις συνέπειες τις μηχανής και μετά τις συνθήκες κατασκευής της."
Φαντάζομαι εννοούμε την μερική αντιστροφή στη διήγηση του πρώτου μέρους, με τις συνέπειες στον "κοινωνικό ιστό" να αναλύονται πριν την περιγραφή της μηχανής και όχι την πλήρη αντιστροφή της διήγησης με τους Τζόνσον πρώτους. Αν λέμε το ίδιο, η ιδέα πέρασε από το μυαλό μου όταν το έγραφα αλλά ένιωσα ότι δεν θα κρατούσε τον αναγνώστη. Έπρεπε να δίνω μια πειστική (όσο και τετριμένη) εξήγηση για το πώς μπορεί να γίνει η τελευταία επικοινωνία και να πείσω τον αναγνώστη ότι είναι μια αποδεκτή πιθανότητα. Με την αντιστροφή φοβάμαι ότι τελικά δεν θα κρατούσα την (μικρή έστω) απορία που δημιουργείται με τις πρώτες σειρές, αρκετή για να κρατήσει το ενδιαφέρον μέχρι την 3η παράγραφο, οπότε και ξεκινά ουσιαστικά η συζήτηση για τη μηχανή του τίτλου.

Μάλιστα, τολμώ να εξομολογηθώ ότι στόχος μου ήταν να φτάνει στα μισά της ανάγνωσης ο μέσος αναγνώστης και να αναρωτιέται ποιους θα καλούσε αν είχε την ευκαιρία - και τότε να παρουσιάζονται στη σκηνή οι Τζόνσον. Οι πρωταγωνιστές του τμήματος που πολύ σωστά διαγνώστηκε ότι απόλαυσα να γράφω. :^)

Και πάλι σας ευχαριστώ πολύ για τις κριτικές σας, ενώ η αγορά του Ροντάρι θα γίνει άμεσα.