Ήρθε από το πουθενά. Ήμασταν αραχτοί –σταθερή κατάσταση, στο γρασίδι της Παντείου, κάτω από το άγαλμα. Θυμάμαι κιόλας πως κάποιος είχε κολλήσει με σελοτέιπ ένα τσιγάρο στον έρημο τον άγαλμα Πάντο (όχι του Ολυμπιακού -δεν υπήρχε αυτός τότε). Σερνόμασταν, αποβλακωμένοι από τον ήλιο, έπαιζαν και κάτι ούζα –σταθερή κατάσταση. Αντιμετωπίζαμε το φλέγον πρόβλημα –στο καφενείο απέναντι ή στο σπίτι του Θεσσαλονικιού, δυο τετράγωνα δρόμος; Άλυτο πρόβλημα, είχαμε αποκάμει –ούτε το μπουκάλι του ούζου δεν μπορούσαμε να μετακινήσουμε, που του είχε κάνει δεύτερη ζύμωση ο ήλιος. Έπαιζε και κάποιο μάθημα στο αμφιθέατρο, αλλά γι’ αυτό, ούτε λόγος –σταθερή κατάσταση.
Με τον καφέ έχει να κάνει
Εκεί λοιπόν λιαζόμασταν, σαν τα σκουλήκια μετά τη βροχή όταν είδαμε μια αρβύλα. Να σπρώχνει το ούζο. Το οποίο πήγε και κάθισε κάτω από τις σημειώσεις Στατιστικής, που τις είχε κάνει πυργάκι κάποιος βαριεστημένος σκουλήκης. Και ακούμε κάτι σαν «μαζέψτε το ούζο σας ρε μάγκες –θα μαστουρώσει το άγαλμα από τις αναθυμιάσεις».
«Καλώς τον εξυπνάκια», σκέφτηκαν τα μισά μυαλά που κυλιόντουσαν στο γρασίδι (τα άλλα μισά είχαν ναρκωθεί εντελώς και σκέφτονταν αν γίνεται να κατουρήσεις χωρίς να σηκωθείς από τη θέση σου). Κάποιος του είπε «μάζεψέ το εσύ ρε φίλε, που είσαι και μορφωμένος», ενώ κάποιος άλλος μουρμούρισε την κατεξοχήν λιώμα-φράση «κάτσε και σκάτσε». Να μην τα πολυλογώ, κάθισε στο μαρμάρινο παγκάκι, τρία μέτρα απόσταση.
Τον χαζεύαμε, διαδικασία επίπονη (αφού πιωμένος και αποβλακωμένος νετάρεις μέσα από καλειδοσκόπιο) αλλά και διαφωτιστική. Είχε κάτι μαλλιά ο κερατάς, μαύρα σαν τη ματαιότητα και όρθια σαν υποδοχή νέο-εκλεγέντος Πρωθυπουργού. Δεν φαινόταν ιδιαίτερα ψηλός, αλλά δεν ορκίζομαι κιόλας. Φορούσε ένα από εκείνα τα στρατιωτικά τζάκετ που μας είχαν γίνει δεύτερο πετσί τότε. Τον κοιτάζαμε που κάπνιζε -κι αυτός κοίταζε πίσω από τα κεφάλια μας. Κάποιος ψάρωσε και γύρισε να δει τι χαζεύει ο Μυστήριος, για να φάει μια ξεγυρισμένη σφαλιάρα από τον, σχετικά νηφάλιο, διπλανό του.
Τώρα που το σκέφτομαι, θα πρέπει να ήταν τραβηχτικός ο Μυστήριος. Γιατί, την ώρα που αρχίσαμε να μαζεύουμε τα πτώματά μας από το γρασίδι, με προορισμό το καφενείο, μια από τις κοπέλες της παρέας του πέταξε την πρόταση. «Πάμε για καφέ απέναντι, δεν έρχεσαι κι εσύ;». Πάω στοίχημα πως, όσοι από την παρέα διατηρούσαν κάποια επαφή με την πραγματικότητα, σιχτίρησαν απορημένοι. «Τι σκατά δουλειά είχε μαζί μας ο Μυστήριος; Παρέα είμαστε ρε γαμώτο, δεν είμαστε μπουρδέλο –να μπαινοβγαίνει ο κάθε άσχετος!»
Στο καφενείο κάθισα απέναντί του. Για να μπορώ να τον κόβω άνετα, ένεκα η περιέργεια. Τον παρακολουθούσα λοιπόν που έπινε τον καφέ του όσο η συζήτηση άναβε. Πλησίαζαν οι φοιτητικές εκλογές και ήμασταν όλοι στην τσίτα. Ξέραμε πως η Πανσπουδαστική θα πάρει τις περισσότερες έδρες, ξέραμε πως η ΠΑΣΠ θα χάσει κι άλλο έδαφος (κόντευε τετραετία, το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση –ο λαός στην απουσία). Το θέμα ήταν αν ο Ρήγας θα ανέβαινε ή θα έπεφτε. Στον Ρήγα ήταν μπόλικοι φίλοι μας, αλλά, πέραν τούτου, κοινοβουλευτισμός ίσον κρετινισμός. Και κάτι εξωκοινοβουλευτικοί που κατέβαιναν στις εκλογές ήταν επιεικώς ανύπαρκτοι, καταδικασμένοι στη γραφικότητα, στην άλλη γωνιά από τους ΔΑΠίτες. Με όλο αυτό το χάος, ποια η θέση της παρέας;
Οι θέσεις που αναπαύονταν στο τραπέζι, ανάμεσα σε πακέτα Camel και νεσκαφέδες ήταν περιορισμένες. Να ψηφίσουμε Ρήγα ή να πάμε εκδρομή στο Καπανδρίτι; Δίλημμα από τα «για δυνατούς λύτες». Να ψηφίσουμε παράταξη που ήταν παρακλάδι κοινοβουλευτικού κόμματος μας καθόταν στραβά. Αλλά και να αφήσουμε τους Κνίτες να μας πηδάνε ανεξέλεγκτα για έναν ακόμα χρόνο, δεν το καταπίναμε εύκολα. Για τους γραφικούς αριστεριστές –ούτε λόγος. Να ψηφίσεις κάτι και να ντρέπεσαι να το παραδεχτείς μετά –δε λέει.
«Δηλαδή δεν παίζει άλλη προοπτική;» ρώτησε στο ξεκάρφωτο ο Μυστήριος. Τώρα, ποιόν ρώτησε, δεν κατάλαβα. Εξακολουθούσε να καπνίζει κοιτάζοντας την καγκελόπορτα, απέναντι. Είχε αρχίσει να μου σπάει τα νεύρα ο Μυστήριος. Είναι μαλακία να μιλάς και να μην κοιτάς τον άλλον, ρε παιδί μου. Φαίνεσαι κάλπης, άσε που μπερδεύεται κι ο άλλος, γιατί δεν ξέρει που μιλάς.
«Και πως είπαμε ότι σε λένε ρε μεγάλε;», ρώτησε ο πονηρός της παρέας.
«Δεν είπαμε και δεν είναι εκεί το θέμα. Ρωτάω -μόνο ο συμβιβασμός και η αδιαφορία είναι οι εναλλακτικές σας», συνέχισε το καμάκι του στην καγκελόπορτα ο Μυστήριος.
Έγινε του κοινοβουλίου στην παρέα. Όλοι φώναζαν, όλοι διαφωνούσαν και κανένας δεν ακουγόταν. Για το επόμενο εικοσάλεπτο έπεσαν απόψεις περί του αδιέξοδου εκλογικού συστήματος, διανθισμένες με κάποια «και τι σε νοιάζει εσένα», «τι προτείνεις δηλαδή;» και μπόλικα «δε μας γαμάς» εναλλάξ με «δε γαμιέσαι». Ο Μυστήριος εκεί -μουγκός στο παθιασμένο φλερτ του με την καγκελόπορτα. Μέχρι που βαρέθηκε, είδε πως η καγκελόπορτα δεν έπεφτε με τίποτα, ένεκα η σοβαρή της σχέση με τους μεντεσέδες και σηκώθηκε.
«Εγώ λέω να την κάνω. Μου έπεσε βαριά η σκουριά», είπε -καταφανώς στην καγκελόπορτα.
Με τα ψηφοδέλτια έχει να κάνει
Τον ξεχάσαμε τις επόμενες μέρες τον Μυστήριο. Έπεσαν μαζεμένα κάτι μεθύσια άγρια στα προεκλογικά πάρτυ, ανοίξανε και μερικά κεφάλια στην πλατεία, από την προεκλογική σκούπα των ΜΑΤ –είχε κίνηση το μαγαζί. Όταν έφτασε η ώρα της εκλογοαπολογιστικής σερνόμασταν σαν τις σαύρες. Με μολυβένια κεφάλια από τα ξύδια και πονεμένες πλάτες από τα γκλομπς ασκούσαμε το ιερό δικαίωμα της σιέστας, όσο τα κομματόσκυλα αγόρευαν στο αμφιθέατρο.
Εντάξει, το παραδέχομαι, ήμασταν με το ένα μάτι ανοιχτό –περιμένοντας τους ΔΑΠίτες για να αρχίσουμε τα καφριλέματα. Κάποιοι από εμάς είχαν έτοιμες τις προκηρύξεις της «Χρυσής Αυγής» για χαρτοπόλεμο καλωσορίσματος, άλλοι είχαν καβαντζάρει τις γλάστρες από την Πρυτανεία, με ανεξιχνίαστους σκοπούς. Νεκροζώντανοι του κερατά, με αγαθές προθέσεις και πονηρές διαθέσεις.
Μάλλον με είχε πάρει ο ύπνος γιατί δεν τον είδα την ώρα που ανέβαινε στην έδρα. Αλλά με ξύπνησε η φωνή του κι έμεινα να τον κοιτάζω σαν χαζός, ενώ αυτός ανέπτυσσε τις θέσεις του στο παράθυρο, τέρμα πάνω, στην άκρη του αμφιθεάτρου. Ο Μυστήριος μαλάκας.
Αλλά είχε αέρα –το παραδέχτηκαν όλοι, εκείνη τη μέρα. Μίλησε για το πεθαμένο φοιτητικό κίνημα, που δεν ήταν πια κίνημα, αλλά κέντρο εκπαίδευσης των κομματικών στελεχών. Είπε για κόντρα από θέση. Αυτοί που είναι μέσα κι εμείς που είμαστε απέξω. Και δεν είναι μαλακία να υπερασπίζουμε τα συμφέροντα των μέσα, εμείς οι απέξω; Ή να γυρίζουμε την πλάτη σαν αγάμητες γεροντοκόρες; Έτσι το είπε ο Μυστήριος. Αγάμητες γεροντοκόρες. Πετάχτηκε ο αρχι-Κνίτης να του πει για σεβασμό των διαδικασιών, αυτός όμως εκεί -συνέχισε να εξηγεί στο παράθυρο –λες και ήταν μύγα ο Κνίτης. Σηκώθηκαν και κάποιοι βάρβαροι, φώναξαν «αφήστε το παιδί να μιλήσει», παρά λίγο να πέσει ξύλο. Αλλά αυτός στον κόσμο του. Κολλημένος με το παράθυρο. Τελείωσε καλώντας μας σε μια από τις αίθουσες του δευτέρου ορόφου.
Πήγαμε όλοι -σιγά μη χάναμε τον Μυστήριο. Καθόταν στο τελευταίο έδρανο της αίθουσας και παρακολουθούσε τον κόσμο. Είχαν έρθει κάτι πρωτοετείς, περίεργοι και φιλομαθείς. Κάποιες γκόμενες μυστήριες, μαζί με τους συνήθεις βάρβαρους. Μερικοί ξέμπαρκοι που πήγαιναν παντού και άλλοι, παντελώς αταξινόμητοι. Πάνω από 100 άτομα είχε ο Μυστήριος κι όλο ερχόντουσαν. Εγώ, θυμάμαι, ήθελα απεγνωσμένα να ξεράσω –με είχε χαλάσει ένα φαρμακευτικό κοκτέιλ. Ήταν και μια βαβούρα ανυπόφορη, οι δικοί μου προσπαθούσαν να ρίξουν κάποια από τις μυστήριες, στο πίσω μέρος κάποιοι έστριβαν μανιωδώς τσιγάρα. Βγήκα έξω να ξεθολώσω και έχασα την εισαγωγή.
Όταν ξαναμπήκα, είδα κάποιον παπάρα να αγορεύει και έμαθα πως ο Μυστήριος είχε ζητήσει να μιλήσει όποιος ήθελε και για ότι ήθελε. Τώρα καθόταν στην έδρα, δίπλα στον εκάστοτε ομιλητή και τον βοηθούσε να ακουστεί. Το πράγμα τράβαγε στο άπειρο, οπότε την έπεσα στους ευσυνείδητους τσιγαροστρίφτες κι έχασα επαφή. Είχε νυχτώσει όταν ξενέρωσα. Αλλά πρόλαβα το «δια ταύτα». Όπου ο Μυστήριος φώναξε στη χάβρα να μη διαλυθούν τώρα που μαζεύτηκαν. Να κατεβάσουν υποψηφιότητα και να τους γίνουν κακό σπυρί. Και η χάβρα συμφώνησε. Μετά κάποιος πετάχτηκε να φωνάξει «ποιος θα είναι επικεφαλής;» και η βαβούρα έδειχνε τον Μυστήριο. Ο οποίος είπε «όχι -θα εκλεγούν επιτόπου 12 άτομα. Ένας επικεφαλής για κάθε μήνα». Και αυτός θα είναι στο κεφάλι μέχρι τις εκλογές. Μετά θα δώσει τη θέση του κι απλά θα συμμετέχει στην κίνηση. Οπότε η χάβρα εξέλεξε 5 βάρβαρους, 6 γκόμενες και έναν ξέμπαρκο, για ξεκάρφωμα.
Στις εκλογές σάρωσε ο Μυστήριος. Ήρθαμε δεύτεροι, μετά την Πανσπουδαστική -κάναμε κάτι χάπενιγκ με γιαουρτώματα και μπουγέλα που άφησαν εποχή στη σχολή κι αρχές πνευμονίας στους συμμετέχοντες. Είχαμε γίνει δύναμη πια, και το πράγμα λειτουργούσε. Με συνεχείς κόντρες, νεύρα, μεθύσια, πονοκεφάλους. Αλλά λειτουργούσε. Κι ο κόσμος εξακολουθούσε να έρχεται στον Μυστήριο. Ο οποίος βοηθούσε αλλά δεν καπέλωνε. Πολύ Μυστήριος ο Μυστήριος!
Με τα δακρυγόνα έχει να κάνει
Κάπως έτσι φτάσαμε στην κατάληψη. Για την ακρίβεια, πρώτα σφίξανε οι κώλοι με τις καταργήσεις των δωρεάν συγγραμμάτων, μετά συζητιόταν μια αλλαγή στο εξεταστικό που θα μας στερούσε την προοπτική απόκτησης πτυχίου πριν φτάσουμε σε βαθειά γεράματα, στο τέλος έκοψαν τη δωρεάν σίτιση σε πολλά παιδιά –ήρθε και πήρε βράση το πιλάφι. Οι Πανσπουδαστικάριοι στη γραμμή τους –«να κάνουμε πορεία, να διαμαρτυρηθούμε, να κατεβάσουμε και ψήφισμα» –αγωνιστική γυμναστική και δυο αυγά Τουρκίας. Οι ΠΑΣΠίτες νομοταγείς –«μας πηδάνε μεν, λόγω εθνικού συμφέροντος δε». Οι Ρηγάδες διχασμένοι κι άπραγοι ως συνήθως.
Τότε οι 12 βγάλανε τον Μυστήριο πρώτη γραμμή –μήπως και πάρουν το παιχνίδι. Άνετος ο Μυστήριος. Προκάλεσε γενική συνέλευση, κατέβασε ομιλητές, έπεσαν και οι καθιερωμένες ψιλές. Μετά ήρθαν οι δευτερολογίες μαζί με τις ενστάσεις. Αλλά είχε τον σκοπό του ο Μυστήριος.
Έφαγε ώρες με γενικολογίες και παπαριές -χαλάρωσαν οι Κνίτες. Ούτε ψίθυρος δεν ακούστηκε για κατάληψη. Μέχρι που άνοιξε το εστιατόριο και οι Κνίτες πήγαν να σαβουριάσουν, αφήνοντας μια υποτυπώδη περιφρούρηση. Εμάς μας είχε μιλημένους ο Μυστήριος, από την προηγούμενη -είχαμε ήδη πάρει την απόφαση για κατάληψη. Ομόφωνα. Όταν είδε πως άδειασε ο τόπος από τους Κνίτες, τότε κατέβασε αιφνιδιαστικά την πρόταση ο δικός μας. Με εμάς όλους μέσα, πέρασε πλειοψηφικά η πρόταση. Μας στήριξαν και οι Ρηγάδες που, όταν τα είχαν χαμένα, λειτουργούσαν κατά συνείδηση. Μέχρι να πάρουν πρέφα οι μάγκες από το εστιατόριο, εμείς μπλοκάραμε τις πόρτες με θρανία.
Σκύλιασαν οι Κνίτες –να καταληφθεί δική τους σχολή, από το Πολυτεχνείο είχαν να πάθουν τέτοιο χουνέρι! Ήρθαν και κάτι νταβραντισμένοι, να μας την πέσουν, όσο οργανώναμε την περιφρούρηση. Άμα όμως την έχεις ψήσει τη δουλειά, δεν μαζεύεται. Κάτι τους φωνάξαμε για δημοκρατικές διαδικασίες, τις οποίες σέβονταν αλλά στ΄αρχίδια τους, έγινε κι ένας τσαμπουκάς –στο τέλος βρεθήκαμε να κυλιόμαστε αγκαλιασμένοι στα σκαλοπάτια. Ρομαντικά πράγματα, όσο να πεις.
Την άλλη μέρα ήρθαν οι μπάτσοι. Στην αρχή λίγοι και ντροπαλοί, με τις στολές και τα πηλήκια. Κατά το μεσημέρι παρατάχθηκαν δυο διμοιρίες ΜΑΤατζήδων, να μη νιώθουμε μοναξιά.
Εμείς, μέσα –ήρωες πίσω από τα κάγκελα. Ντουντούκες, πανώ, νεράντζια, του αγωνιστή το κάγκελο. Ο Μυστήριος είχε γίνει τρισυπόστατος. Από το, γεμάτο σλίπιγκ μπαγκ, αμφιθέατρο στην αυλή με την περιφρούρηση κι από εκεί στα γραφεία για την προστασία του εξοπλισμού. Θεός, ελβετικός πολυσουγιάς ο Μυστήριος! Και οργανωτικός. Χαλαρός, με την πλακίτσα του στις συνεδριάσεις, αλλά και αυστηρός ενίοτε. Κάτι φρίκουλες που είχαν αρπάξει τους πυροσβεστήρες και σημάδευαν τα ΜΑΤ τους συνέτισε με δυο κουβέντες και κάμποσες κλωτσιές. Αρχηγός αναμφισβήτητος.
Έτσι πέρασε μια βδομάδα. Κι εμείς ακόμα μέσα. Με τα ΜΑΤ απέξω. Και τους Κνίτες να παραφυλάνε από τα στενά. Η διάθεση έφευγε, η απελπισία ερχόταν. Τι σκατά κάνουμε εδώ μέσα; Μας έχει ξεχάσει κι ο Θεός, σε λίγο θα βγάλουν εισιτήριο για να μας δείχνουν, σα να είμαστε μαϊμούδες. Ο Μυστήριος όμως -βράχος. Όλο να διοργανώνει συζητήσεις για τις εξελίξεις, όλο να φέρνει τρόφιμα και σαπούνια (πότε την κοπάναγε, πως ξανάμπαινε, κανείς δεν καταλάβαινε), μέχρι ένα συγκροτηματάκι έμπασε και κάναμε πάρτυ γερό –το επόμενο πρωί μας βρήκε όλους με ασήκωτα κεφάλια. Πλακώθηκε και με τον Πρύτανη, που μπήκε μέσα -τάχα για να πάρει προσωπικά του αντικείμενα, αλλά θρονιάστηκε και κόντεψε να σπάσει την κατάληψη. Την κλήση από το Συμβούλιο Καθηγητών την είχε στο τσεπάκι ο Μυστήριος, όταν θα έληγε η κατάληψη.
Όλα κυλούσαν ήρεμα, βαρετά, με ανεπαρκείς δόσεις συντροφικού σεξ –μέχρι εκείνο το απόγευμα. Που ο Αντρέας αποφάσισε να γίνει Άντρας και διέταξε «βυθίσατε το Χόρα». Από τα ραδιοφωνάκια μάθαμε πως ένα τουρκικό πλοίο μπήκε στα χωρικά ύδατα –να ψάξει για πετρέλαιο κι ο «σιδηρούς πρωθυπουργός» είχε δώσει εντολή να το βυθίσουν, τουτέστιν πηγαίναμε για πόλεμο. Μας έφυγε λίγο η μαγκιά. Επιστρατεύσεις βλέπαμε, βίαια εκκένωση της σχολής περιμέναμε, γαμώ την τύχη μας τη μαύρη συμπεραίναμε.
Ο Μυστήριος μας μάζεψε στο αμφιθέατρο. Ήταν ήσυχος, χαμογελαστός –λες και είχε μόλις πηδήξει (διόλου απίθανο, αφού κανένας δεν τον έπαιρνε χαμπάρι, ότι κι αν έκανε). Μας είπε πως σφίξανε τα πράγματα και όποιος ήθελε μπορούσε να την κάνει –δεν ήταν ντροπή. Αυτός θα έμενε, μια φορά έγινε κάτι καλό στη σχολή, δεν του πήγαινε να το παρατήσει. Ελπίδες ικανοποίησης των αιτημάτων μας δεν είχαμε –ούτε πριν, ούτε (πολύ περισσότερο) τώρα. Αλλά αυτός θα έφευγε μόνο με το ζόρι από εκεί μέσα.
Έμεινα. Χεσμένος από φόβο, αλλά έμεινα. Όχι για τον Μυστήριο ή τα αιτήματα. Απλά είχα κολλήσει με μια ξανθιά, τεταρτοετή και παιζόταν σοβαρά να γίνει κατάσταση, στο αμέσως προσεχές μέλλον. Πλύθηκα, ξυρίστηκα κι έμεινα.
Το βράδυ μας έριξαν δακρυγόνα. Και πλαστικές σφαίρες σε όσους ξεμύτιζαν προς τα κάγκελα. Η περιφρούρηση έγινε μπουρδέλο, γέμισε το αμφιθέατρο από παιδιά με ανοιγμένα κεφάλια, στους διαδρόμους έτρεχαν δακρυσμένα μάτια και στο προαύλιο βρώμαγε εμετός. Εγώ, πάνω που έψηνα την ξανθιά, βρέθηκα ανάμεσα σε δυο δικούς μου –να με τραβάνε και να με βρίζουν γιατί έπρεπε, λέει, να φυλάξουμε την κεντρική είσοδο. Και γκαντέμης και υποψήφιος ξυλοδαρμού, με λίγα λόγια.
Η νύχτα πέρασε με φωτιές και ουρλιαχτά. Οι ΜΑΤατζήδες πλησίαζαν τα κάγκελα -εμείς, τίγκα στις αμφεταμίνες, πετάγαμε ότι βρίσκαμε. Μέχρι που άρχισε να ξημερώνει και πήγαν τα παλικάρια για αλλαγή βάρδιας. Είχα ξεμείνει, θυμάμαι, στην κεντρική είσοδο, τρομοκρατημένος και αγριεμένος να κοιτάζω τους Κνίτες που γέλαγαν -ύαινες στα στενά. Δεν τον κατάλαβα πως έφτασε δίπλα μου. Ούτε πως είχα ξεμείνει μόνος εδώ και ώρα, είχα πάρει χαμπάρι.
«Έχεις φάει κόλλημα έτσι;». Είχε αυτή τη σκατένια τάση να ρωτάει συνέχεια. Κάτι του είπα, κάτι απάντησε, βρεθήκαμε να μιλάμε για τις ταράτσες της Παντείου και για τα άρρωστα αλογάκια της Σύρου –που τα είχαμε δει σε καλοκαιρινές διακοπές. Άλλη εποχή εγώ, άλλη αυτός, αλλά στο ίδιο μέρος, το ίδιο ψυχοπλάκωμα.
«Γιατί ρε συ δεν κοιτάς ποτέ τον άλλον στα μάτια;» με έτρωγε από τότε που τον γνώρισα, θα έσκαγα αν δεν μάθαινα.
«Γιατί έχω στραβισμό ρε βλάκα», είπε γελώντας. Άναψε τσιγάρο.
«Γιατί ντρέπομαι. Δεν μπορώ να μιλάω σε κόσμο. Κοκκινίζω σα γκομενίτσα», μίλαγε και έβγαζε τον καπνό έξω από τα κάγκελα. Προς τους νυσταγμένους μπάτσους. Κοιτάζοντας το κλειστό παράθυρο στο απέναντι καφενείο. Σοβαρός. Άκρη δεν έβγαλα.
Την άλλη μέρα έφυγαν πολλοί, μαζί τους και η ξανθιά. Ανοίξανε για λίγο τον κλοιό οι ΜΑΤατζήδες και μπόρεσαν να βγουν οι τελευταίοι. Τους έβλεπα να περνάνε την καγκελόπορτα, σκυμμένα κεφάλια, αμήχανα πατήματα -οι μπάτσοι τους ξεπροβόδιζαν με φιλικές γκλομπιές. Τους έβλεπα από το παράθυρο της Αίθουσας Εκδηλώσεων, γιατί εγώ έμεινα. Άνευ λόγου και αιτίας. Πες ότι γούσταρα τον Μυστήριο. Οι δικοί μου έφυγαν σχεδόν όλοι, αλλά εγώ έμεινα. Μάλλον λόγω αδράνειας. Και φόβου. Ένας κέρινος ανθρωπάκος δίπλα στην μισοξηλωμένη, βελούδινη κουρτίνα. Από πίσω, στο κεντρικό τραπέζι της αίθουσας, ο Μυστήριος έκανε σχέδια σε χαρτιά, παρέα με τον γνωστό ξέμπαρκο. Τον τελευταίο εναπομείναντα από τους 12. Οι υπόλοιποι την είχαν κάνει σταδιακά. Αλλά ο ξέμπαρκος, που να πάει –έμεινε με τους αμετανόητους.
Πέρασαν δυο μέρες ακόμα, με κλεφτοπόλεμο. Τα ΜΑΤ ξεκινούσαν με δακρυγόνα και ολοκλήρωναν με εικονικές εφόδους. Εμείς απαντούσαμε με νεράντζια και κορυφώναμε με μολότωφ. Μια ωραία ατμόσφαιρα ήμασταν. Μέχρι και οι Κνίτες είχαν βαρεθεί –τα στενά είχαν αδειάσει πλέον. Περιμέναμε εκεί, βρώμικοι, ανίσχυροι και το μακελειό δεν έλεγε να φτάσει. Τα τσιγάρα τελείωναν, ρεύμα, νερό, κομμένα προ πολλού, κάναμε καταδρομικές στο περίπτερο της πίσω πλευράς, μπας και είχε ξεμείνει καμιά σοκολάτα ή τίποτα εμφιαλωμένα. Πίκρα σου λέω!
Ο Μυστήριος ήταν, ως συνήθως, εξαφανισμένος, εγώ συμμετείχα σε μια νουμεράδα του τελευταίου μου Camel, όταν ακούστηκαν οι φωνές. Πριν το καταλάβουμε είχαμε σκαρφαλώσει στα κάγκελα, εγώ τελευταίος, κάπνιζα, βλέπεις, το φίλτρο του Camel. Από τη λεωφόρο ερχόταν μια ξεγυρισμένη διαδήλωση. Με τις ντουντούκες της, με τα πανώ της, με τον αγωνιστικό της παλμό. Διαδήλωση με τα όλα της, σοβαρή, αξιοπρεπής, γαλλική και Μαγιάτικη. Γύρω μου τα κάγκελα είχαν γεμίσει αλαλάζοντες βρωμύλους. Και η διαδήλωση έσπαγε τον κλοιό των ΜΑΤ, πλησιάζοντας την κεντρική είσοδο. Ε, ρε γλέντια!
Οι μπάτσοι αμήχανοι, εμείς νικητές, ο κόσμος ήταν δικός μας για λίγα λεπτά. Μέχρι να φτάσει η διαδήλωση στην είσοδο. Και οι επικεφαλείς -οι δικοί μας 11, αγκαζέ με όλους τους αρχι-Κνίτες. Έπεσε παγωμάρα. Μέχρι και το παιδί στην είσοδο έμεινε με την κλειδαριά στο χέρι, χρειάστηκε να φάει μερικές σβουριχτές για να ξεκολλήσει.
«Που ήταν λοιπόν οι αράχνες, όταν μας τσάκιζε η μύγα;»
Το γεγονός ήταν πως είχαμε γίνει μαζικοί. Αγωνιστικοί, σαν τους χαιρετισμούς. Και οργανωμένοι, αγκαλιά με τα κομματόσκυλα. Στη μεγάλη συνέλευση του αμφιθεάτρου ο κόσμος κρεμόταν από τα έδρανα. Οι 11 παρέλασαν πανηγυρικά, με ομιλίες φωτισμένες όσο και βαρύγδουπες. Ο ξέμπαρκος που είχε μείνει μαζί μας έκανε μια προσπάθεια να μιλήσει αλλά αγνοήθηκε επιδεικτικά. Άλλωστε δεν ήταν κι ο μήνας του. Μετά πήραν το λόγο οι Κνίτες για να παίξουν ένα ποτ πουρί από τις γνωστές τους επιτυχίες. Ο Μυστήριος εξαφανισμένος.
Τα ΜΑΤ είχαν αποχωρήσει, κάτι κακόμοιροι, κακοχυμένοι μπασκίνες έκαναν περιπολία στους γύρω δρόμους –έτσι, για το τυπικό της υπόθεσης. Αλλά τα γύρω στενά είχαν γεμίσει κόσμο, για μια ακόμα φορά. Μόνο που τώρα ήταν οι οικοδόμοι. τα τιμημένα ΚΝΑΤ, οι γνωστοί νταβατζήδες καταλήψεων. Το κεφάλι μου γύριζε, υπερένταση και ξεφτίλα, το στομάχι μου γύριζε κι αυτό -μια τάση για ακατάσχετο εμετό. Μπα, άστο καλύτερα.
Η συνέλευση κατέληξε σε ψήφισμα. Ομόφωνο. Ενωτικό. Πανηγυρικό. Οι θέσεις μας διατυπωμένες ασαφώς. Τα αιτήματά μας γραμμένα στ΄αρχίδια τους. Όλοι ήταν χαρούμενοι. Η κατάληψη, μαζική και ενωτική «μήπως δεν ήταν έτσι από την έναρξή της;» είχε πετύχει τους σκοπούς της. Και μερικοί είχαν πηδήξει κάτι γκομενάκια ζόρικα. Εγώ πάλι -όχι.
Πάνω στο δεκάωρο η συνέλευση πήρε να τελειώνει, αλλά έλειπε το κερασάκι από την τούρτα. Ο Μυστήριος ήταν ακόμα εξαφανισμένος. Και το πλήθος τον ζητούσε. Μέχρι οι Κνίτες τον έψαχναν, «μυθικός ο Μυστήριος», «έκανε καλή δουλειά ο Μυστήριος», «πρώτο παιδί ο Μυστήριος», «που ‘σαι ρε μαλάκα Μυστήριε;»
Τον βρήκαν κάτω από το άγαλμα του Πάντου. Εκεί που τον είχαμε πρωτοδεί. Κάπνιζε αμέριμνος, λες και έκανε κοπάνα από μάθημα. Σηκωτό τον έφεραν στη συνέλευση τον βασιλιά Μυστήριο. Να χαιρετήσει τα πλήθη που ζητωκραύγαζαν. Γύρω στη μισή ώρα τους πήρε να ησυχάσουν τον όχλο και να ανεβάσουν τον Μυστήριο στον θρόνο του.
Δεν ήταν όμως σε φόρμα ο Μυστήριος. Υπήρχε και κόσμος που του έκρυβε το παράθυρο. Όπου και να κοίταζε, έβλεπε παιδιά που κρέμονταν από τα χείλη του. Κοκκίνιζε και φούντωνε ο Μυστήριος, αλλά μπορεί να κάνω και λάθος. Γιατί απέφευγα να τον κοιτάξω.
Και είπε μόνο μια κουβέντα ο Μυστήριος, είπε «εγώ λέω να την κάνω, τα λέμε άλλη φορά».
Μετά κατέβηκε από το βήμα κι άρχισε να σκουντουφλάει προς την πόρτα. Ο κόσμος έγινε μαλλιά-κουβάρια. «Μίλα ρε Μυστήριε». «Πες κάτι ρε μαλάκα». «Υπόγραψε το ψήφισμα ρε αρχίδι και μετά την κάνεις». Αυτό το είπε ένας από τους αρχι-Κνίτες.
Ο Μυστήριος κόντραρε. Κάτι έλεγε αλλά δεν ακουγόταν. Τον είχαν περικυκλώσει οι Κνίτες, αλλά μπήκαν στη μέση οι δικοί του. Οι 11. Ο ξέμπαρκος είχε βρει ένα τρίφυλλο και ρετάριζε μόνος στην άλλη άκρη. Έχωσα μερικές αγκωνιές για να πλησιάσω τον χαμό. Οι Κνίτες είχαν πιάσει τις πόρτες -άφηναν τους 11 να μαλλιοτραβιούνται με τον Μυστήριο. Πρόλαβα να τον ακούσω που φώναζε «κατεβάστε τα μόνοι σας ρε ξεφτίλες, εμένα τι με θέλετε; Αει γαμηθείτε, δεν υπογράφω». Πριν χαθεί πίσω από την βαριά, ξύλινη πόρτα ο Μυστήριος.
Γι’ αυτά που έγιναν μετά δεν έχω πλήρη εικόνα. Θυμάμαι ότι άρχισε να πέφτει ξύλο στο αμφιθέατρο, κάποιοι υποστήριζαν τον Μυστήριο, κάποιοι έλεγαν ότι νικήσαμε, κάποιοι φώναζαν «παίχτες πουλημένοι, ο Θρύλος δεν πεθαίνει». Καρέκλες έφευγαν, τζάμια έσπαγαν, ένα παιδί ειδοποίησε ότι μας πήραν χαμπάρι τα ΚΝΑΤ από τα γύρω στενά και ετοιμάζονταν να κάνουν ντου.
Και το έκαναν οι κερατάδες. Μόνο που, πριν πέσουν πάνω μας, βρέθηκαν φάτσα με τον Μυστήριο. Αυτός προσπαθούσε να βγει από την κεντρική είσοδο, ενώ τον γιουχάιζε ο όχλος. Άκουσα πως μέσα στον όχλο ήταν και οι 11. Αυτοί μάλλον τον έδειξαν στα ΚΝΑΤ που έμπαιναν από την κεντρική είσοδο με καδρόνια και λοστούς.
Τον λιάνισαν τον Μυστήριο. Τον είχαν άχτι, έτσι κι αλλιώς, βρήκαν την ευκαιρία, που πούλησε, λέει, τους φοιτητικούς αγώνες, «φραξιονιστής, ρεβιζιονιστής, οπορτουνιστής».
Οι 11 εξαφανίστηκαν όταν παρέδωσαν τον Μυστήριο, δεν ήθελαν να τους δουν μέσα στην εισβολή. Γιατί ήταν εισβολή κανονική, τα ΚΝΑΤ έσπαγαν πόρτες κι έβγαζαν τους φοιτητές καροτσάκι. Αν δεν έδειχνες κομματική ταυτότητα κατέληγες κομπάρσος σε καουμπόικη ταινία. Ιπτάμενος για δευτερόλεπτα, με την πλάτη στην άσφαλτο αμέσως μετά και βαρελάκια για να γλιτώσεις το κλωτσίδι.
Ήμουν σε φάση «να σώσω τα δόντια μου από τις κλωτσιές» όταν είδα τον Μυστήριο ανάμεσα στα γομάρια που χτυπούσαν με καδρόνια. Πήρε το μάτι μου και την ξανθιά που είχε ξαναμπεί. Ανεβασμένη στην πλάτη ενός μαλάκα, ούρλιαζε υστερικά. Για λίγο. Μέχρι να την τινάξουν στον απέναντι τοίχο –σαν την τρίχα από το παλτό. Κοίτα η ξανθιά –τον Μυστήριο γούσταρε, κατά πως φαίνεται! Γιατί ήταν ωραίος ο Μυστήριος –πριν του κάνουν τη μούρη αλοιφή, έτσι; Τίποτα άλλο δεν πρόλαβα να δω.
Κατηφόρισα τη Συγγρού, εφτά κομμάτια είχα γίνει από το ξύλο και την ξεφτίλα. Στην Αθήνα έπαιρνε να ξημερώνει. Τα πεζοδρόμια βρωμούσαν άκαυτο μαζούτ φορτηγών τροφοδοσίας. Δεν κυκλοφορούσε ψυχή στη Συγγρού. Μόνο κάτι γερασμένες τραβεστί που φαίνονταν να μην έχουν κάνει σεφτέ ολόκληρη τη νύχτα. Ήθελα να φτάσω στη θάλασσα γι’ αυτό μπήκα στο πρωινό λεωφορείο. Έφτασα με τα γόνατα να τρέμουν. Δεν έκανα ούτε 100 μέτρα στην άμμο, διπλώθηκα και ξέρασα χολή από το άδειο μου στομάχι, ανακατεμένη με καπνό.
Τον Μυστήριο δεν τον ξαναείδα. Ποτέ. Ούτε άκουσα άλλη φορά να μιλάνε γι’ αυτόν κι όταν προσπαθούσα να ανοίξω κουβέντα, ο κόσμος πήγαινε βιαστικός στο περίπτερο για εφημερίδα. Ή τσιγάρα. Ή σοκολάτες.
Αυτά.
http://themotorcycleboy.blogspot.com
Με τον καφέ έχει να κάνει
Εκεί λοιπόν λιαζόμασταν, σαν τα σκουλήκια μετά τη βροχή όταν είδαμε μια αρβύλα. Να σπρώχνει το ούζο. Το οποίο πήγε και κάθισε κάτω από τις σημειώσεις Στατιστικής, που τις είχε κάνει πυργάκι κάποιος βαριεστημένος σκουλήκης. Και ακούμε κάτι σαν «μαζέψτε το ούζο σας ρε μάγκες –θα μαστουρώσει το άγαλμα από τις αναθυμιάσεις».
«Καλώς τον εξυπνάκια», σκέφτηκαν τα μισά μυαλά που κυλιόντουσαν στο γρασίδι (τα άλλα μισά είχαν ναρκωθεί εντελώς και σκέφτονταν αν γίνεται να κατουρήσεις χωρίς να σηκωθείς από τη θέση σου). Κάποιος του είπε «μάζεψέ το εσύ ρε φίλε, που είσαι και μορφωμένος», ενώ κάποιος άλλος μουρμούρισε την κατεξοχήν λιώμα-φράση «κάτσε και σκάτσε». Να μην τα πολυλογώ, κάθισε στο μαρμάρινο παγκάκι, τρία μέτρα απόσταση.
Τον χαζεύαμε, διαδικασία επίπονη (αφού πιωμένος και αποβλακωμένος νετάρεις μέσα από καλειδοσκόπιο) αλλά και διαφωτιστική. Είχε κάτι μαλλιά ο κερατάς, μαύρα σαν τη ματαιότητα και όρθια σαν υποδοχή νέο-εκλεγέντος Πρωθυπουργού. Δεν φαινόταν ιδιαίτερα ψηλός, αλλά δεν ορκίζομαι κιόλας. Φορούσε ένα από εκείνα τα στρατιωτικά τζάκετ που μας είχαν γίνει δεύτερο πετσί τότε. Τον κοιτάζαμε που κάπνιζε -κι αυτός κοίταζε πίσω από τα κεφάλια μας. Κάποιος ψάρωσε και γύρισε να δει τι χαζεύει ο Μυστήριος, για να φάει μια ξεγυρισμένη σφαλιάρα από τον, σχετικά νηφάλιο, διπλανό του.
Τώρα που το σκέφτομαι, θα πρέπει να ήταν τραβηχτικός ο Μυστήριος. Γιατί, την ώρα που αρχίσαμε να μαζεύουμε τα πτώματά μας από το γρασίδι, με προορισμό το καφενείο, μια από τις κοπέλες της παρέας του πέταξε την πρόταση. «Πάμε για καφέ απέναντι, δεν έρχεσαι κι εσύ;». Πάω στοίχημα πως, όσοι από την παρέα διατηρούσαν κάποια επαφή με την πραγματικότητα, σιχτίρησαν απορημένοι. «Τι σκατά δουλειά είχε μαζί μας ο Μυστήριος; Παρέα είμαστε ρε γαμώτο, δεν είμαστε μπουρδέλο –να μπαινοβγαίνει ο κάθε άσχετος!»
Στο καφενείο κάθισα απέναντί του. Για να μπορώ να τον κόβω άνετα, ένεκα η περιέργεια. Τον παρακολουθούσα λοιπόν που έπινε τον καφέ του όσο η συζήτηση άναβε. Πλησίαζαν οι φοιτητικές εκλογές και ήμασταν όλοι στην τσίτα. Ξέραμε πως η Πανσπουδαστική θα πάρει τις περισσότερες έδρες, ξέραμε πως η ΠΑΣΠ θα χάσει κι άλλο έδαφος (κόντευε τετραετία, το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση –ο λαός στην απουσία). Το θέμα ήταν αν ο Ρήγας θα ανέβαινε ή θα έπεφτε. Στον Ρήγα ήταν μπόλικοι φίλοι μας, αλλά, πέραν τούτου, κοινοβουλευτισμός ίσον κρετινισμός. Και κάτι εξωκοινοβουλευτικοί που κατέβαιναν στις εκλογές ήταν επιεικώς ανύπαρκτοι, καταδικασμένοι στη γραφικότητα, στην άλλη γωνιά από τους ΔΑΠίτες. Με όλο αυτό το χάος, ποια η θέση της παρέας;
Οι θέσεις που αναπαύονταν στο τραπέζι, ανάμεσα σε πακέτα Camel και νεσκαφέδες ήταν περιορισμένες. Να ψηφίσουμε Ρήγα ή να πάμε εκδρομή στο Καπανδρίτι; Δίλημμα από τα «για δυνατούς λύτες». Να ψηφίσουμε παράταξη που ήταν παρακλάδι κοινοβουλευτικού κόμματος μας καθόταν στραβά. Αλλά και να αφήσουμε τους Κνίτες να μας πηδάνε ανεξέλεγκτα για έναν ακόμα χρόνο, δεν το καταπίναμε εύκολα. Για τους γραφικούς αριστεριστές –ούτε λόγος. Να ψηφίσεις κάτι και να ντρέπεσαι να το παραδεχτείς μετά –δε λέει.
«Δηλαδή δεν παίζει άλλη προοπτική;» ρώτησε στο ξεκάρφωτο ο Μυστήριος. Τώρα, ποιόν ρώτησε, δεν κατάλαβα. Εξακολουθούσε να καπνίζει κοιτάζοντας την καγκελόπορτα, απέναντι. Είχε αρχίσει να μου σπάει τα νεύρα ο Μυστήριος. Είναι μαλακία να μιλάς και να μην κοιτάς τον άλλον, ρε παιδί μου. Φαίνεσαι κάλπης, άσε που μπερδεύεται κι ο άλλος, γιατί δεν ξέρει που μιλάς.
«Και πως είπαμε ότι σε λένε ρε μεγάλε;», ρώτησε ο πονηρός της παρέας.
«Δεν είπαμε και δεν είναι εκεί το θέμα. Ρωτάω -μόνο ο συμβιβασμός και η αδιαφορία είναι οι εναλλακτικές σας», συνέχισε το καμάκι του στην καγκελόπορτα ο Μυστήριος.
Έγινε του κοινοβουλίου στην παρέα. Όλοι φώναζαν, όλοι διαφωνούσαν και κανένας δεν ακουγόταν. Για το επόμενο εικοσάλεπτο έπεσαν απόψεις περί του αδιέξοδου εκλογικού συστήματος, διανθισμένες με κάποια «και τι σε νοιάζει εσένα», «τι προτείνεις δηλαδή;» και μπόλικα «δε μας γαμάς» εναλλάξ με «δε γαμιέσαι». Ο Μυστήριος εκεί -μουγκός στο παθιασμένο φλερτ του με την καγκελόπορτα. Μέχρι που βαρέθηκε, είδε πως η καγκελόπορτα δεν έπεφτε με τίποτα, ένεκα η σοβαρή της σχέση με τους μεντεσέδες και σηκώθηκε.
«Εγώ λέω να την κάνω. Μου έπεσε βαριά η σκουριά», είπε -καταφανώς στην καγκελόπορτα.
Με τα ψηφοδέλτια έχει να κάνει
Τον ξεχάσαμε τις επόμενες μέρες τον Μυστήριο. Έπεσαν μαζεμένα κάτι μεθύσια άγρια στα προεκλογικά πάρτυ, ανοίξανε και μερικά κεφάλια στην πλατεία, από την προεκλογική σκούπα των ΜΑΤ –είχε κίνηση το μαγαζί. Όταν έφτασε η ώρα της εκλογοαπολογιστικής σερνόμασταν σαν τις σαύρες. Με μολυβένια κεφάλια από τα ξύδια και πονεμένες πλάτες από τα γκλομπς ασκούσαμε το ιερό δικαίωμα της σιέστας, όσο τα κομματόσκυλα αγόρευαν στο αμφιθέατρο.
Εντάξει, το παραδέχομαι, ήμασταν με το ένα μάτι ανοιχτό –περιμένοντας τους ΔΑΠίτες για να αρχίσουμε τα καφριλέματα. Κάποιοι από εμάς είχαν έτοιμες τις προκηρύξεις της «Χρυσής Αυγής» για χαρτοπόλεμο καλωσορίσματος, άλλοι είχαν καβαντζάρει τις γλάστρες από την Πρυτανεία, με ανεξιχνίαστους σκοπούς. Νεκροζώντανοι του κερατά, με αγαθές προθέσεις και πονηρές διαθέσεις.
Μάλλον με είχε πάρει ο ύπνος γιατί δεν τον είδα την ώρα που ανέβαινε στην έδρα. Αλλά με ξύπνησε η φωνή του κι έμεινα να τον κοιτάζω σαν χαζός, ενώ αυτός ανέπτυσσε τις θέσεις του στο παράθυρο, τέρμα πάνω, στην άκρη του αμφιθεάτρου. Ο Μυστήριος μαλάκας.
Αλλά είχε αέρα –το παραδέχτηκαν όλοι, εκείνη τη μέρα. Μίλησε για το πεθαμένο φοιτητικό κίνημα, που δεν ήταν πια κίνημα, αλλά κέντρο εκπαίδευσης των κομματικών στελεχών. Είπε για κόντρα από θέση. Αυτοί που είναι μέσα κι εμείς που είμαστε απέξω. Και δεν είναι μαλακία να υπερασπίζουμε τα συμφέροντα των μέσα, εμείς οι απέξω; Ή να γυρίζουμε την πλάτη σαν αγάμητες γεροντοκόρες; Έτσι το είπε ο Μυστήριος. Αγάμητες γεροντοκόρες. Πετάχτηκε ο αρχι-Κνίτης να του πει για σεβασμό των διαδικασιών, αυτός όμως εκεί -συνέχισε να εξηγεί στο παράθυρο –λες και ήταν μύγα ο Κνίτης. Σηκώθηκαν και κάποιοι βάρβαροι, φώναξαν «αφήστε το παιδί να μιλήσει», παρά λίγο να πέσει ξύλο. Αλλά αυτός στον κόσμο του. Κολλημένος με το παράθυρο. Τελείωσε καλώντας μας σε μια από τις αίθουσες του δευτέρου ορόφου.
Πήγαμε όλοι -σιγά μη χάναμε τον Μυστήριο. Καθόταν στο τελευταίο έδρανο της αίθουσας και παρακολουθούσε τον κόσμο. Είχαν έρθει κάτι πρωτοετείς, περίεργοι και φιλομαθείς. Κάποιες γκόμενες μυστήριες, μαζί με τους συνήθεις βάρβαρους. Μερικοί ξέμπαρκοι που πήγαιναν παντού και άλλοι, παντελώς αταξινόμητοι. Πάνω από 100 άτομα είχε ο Μυστήριος κι όλο ερχόντουσαν. Εγώ, θυμάμαι, ήθελα απεγνωσμένα να ξεράσω –με είχε χαλάσει ένα φαρμακευτικό κοκτέιλ. Ήταν και μια βαβούρα ανυπόφορη, οι δικοί μου προσπαθούσαν να ρίξουν κάποια από τις μυστήριες, στο πίσω μέρος κάποιοι έστριβαν μανιωδώς τσιγάρα. Βγήκα έξω να ξεθολώσω και έχασα την εισαγωγή.
Όταν ξαναμπήκα, είδα κάποιον παπάρα να αγορεύει και έμαθα πως ο Μυστήριος είχε ζητήσει να μιλήσει όποιος ήθελε και για ότι ήθελε. Τώρα καθόταν στην έδρα, δίπλα στον εκάστοτε ομιλητή και τον βοηθούσε να ακουστεί. Το πράγμα τράβαγε στο άπειρο, οπότε την έπεσα στους ευσυνείδητους τσιγαροστρίφτες κι έχασα επαφή. Είχε νυχτώσει όταν ξενέρωσα. Αλλά πρόλαβα το «δια ταύτα». Όπου ο Μυστήριος φώναξε στη χάβρα να μη διαλυθούν τώρα που μαζεύτηκαν. Να κατεβάσουν υποψηφιότητα και να τους γίνουν κακό σπυρί. Και η χάβρα συμφώνησε. Μετά κάποιος πετάχτηκε να φωνάξει «ποιος θα είναι επικεφαλής;» και η βαβούρα έδειχνε τον Μυστήριο. Ο οποίος είπε «όχι -θα εκλεγούν επιτόπου 12 άτομα. Ένας επικεφαλής για κάθε μήνα». Και αυτός θα είναι στο κεφάλι μέχρι τις εκλογές. Μετά θα δώσει τη θέση του κι απλά θα συμμετέχει στην κίνηση. Οπότε η χάβρα εξέλεξε 5 βάρβαρους, 6 γκόμενες και έναν ξέμπαρκο, για ξεκάρφωμα.
Στις εκλογές σάρωσε ο Μυστήριος. Ήρθαμε δεύτεροι, μετά την Πανσπουδαστική -κάναμε κάτι χάπενιγκ με γιαουρτώματα και μπουγέλα που άφησαν εποχή στη σχολή κι αρχές πνευμονίας στους συμμετέχοντες. Είχαμε γίνει δύναμη πια, και το πράγμα λειτουργούσε. Με συνεχείς κόντρες, νεύρα, μεθύσια, πονοκεφάλους. Αλλά λειτουργούσε. Κι ο κόσμος εξακολουθούσε να έρχεται στον Μυστήριο. Ο οποίος βοηθούσε αλλά δεν καπέλωνε. Πολύ Μυστήριος ο Μυστήριος!
Με τα δακρυγόνα έχει να κάνει
Κάπως έτσι φτάσαμε στην κατάληψη. Για την ακρίβεια, πρώτα σφίξανε οι κώλοι με τις καταργήσεις των δωρεάν συγγραμμάτων, μετά συζητιόταν μια αλλαγή στο εξεταστικό που θα μας στερούσε την προοπτική απόκτησης πτυχίου πριν φτάσουμε σε βαθειά γεράματα, στο τέλος έκοψαν τη δωρεάν σίτιση σε πολλά παιδιά –ήρθε και πήρε βράση το πιλάφι. Οι Πανσπουδαστικάριοι στη γραμμή τους –«να κάνουμε πορεία, να διαμαρτυρηθούμε, να κατεβάσουμε και ψήφισμα» –αγωνιστική γυμναστική και δυο αυγά Τουρκίας. Οι ΠΑΣΠίτες νομοταγείς –«μας πηδάνε μεν, λόγω εθνικού συμφέροντος δε». Οι Ρηγάδες διχασμένοι κι άπραγοι ως συνήθως.
Τότε οι 12 βγάλανε τον Μυστήριο πρώτη γραμμή –μήπως και πάρουν το παιχνίδι. Άνετος ο Μυστήριος. Προκάλεσε γενική συνέλευση, κατέβασε ομιλητές, έπεσαν και οι καθιερωμένες ψιλές. Μετά ήρθαν οι δευτερολογίες μαζί με τις ενστάσεις. Αλλά είχε τον σκοπό του ο Μυστήριος.
Έφαγε ώρες με γενικολογίες και παπαριές -χαλάρωσαν οι Κνίτες. Ούτε ψίθυρος δεν ακούστηκε για κατάληψη. Μέχρι που άνοιξε το εστιατόριο και οι Κνίτες πήγαν να σαβουριάσουν, αφήνοντας μια υποτυπώδη περιφρούρηση. Εμάς μας είχε μιλημένους ο Μυστήριος, από την προηγούμενη -είχαμε ήδη πάρει την απόφαση για κατάληψη. Ομόφωνα. Όταν είδε πως άδειασε ο τόπος από τους Κνίτες, τότε κατέβασε αιφνιδιαστικά την πρόταση ο δικός μας. Με εμάς όλους μέσα, πέρασε πλειοψηφικά η πρόταση. Μας στήριξαν και οι Ρηγάδες που, όταν τα είχαν χαμένα, λειτουργούσαν κατά συνείδηση. Μέχρι να πάρουν πρέφα οι μάγκες από το εστιατόριο, εμείς μπλοκάραμε τις πόρτες με θρανία.
Σκύλιασαν οι Κνίτες –να καταληφθεί δική τους σχολή, από το Πολυτεχνείο είχαν να πάθουν τέτοιο χουνέρι! Ήρθαν και κάτι νταβραντισμένοι, να μας την πέσουν, όσο οργανώναμε την περιφρούρηση. Άμα όμως την έχεις ψήσει τη δουλειά, δεν μαζεύεται. Κάτι τους φωνάξαμε για δημοκρατικές διαδικασίες, τις οποίες σέβονταν αλλά στ΄αρχίδια τους, έγινε κι ένας τσαμπουκάς –στο τέλος βρεθήκαμε να κυλιόμαστε αγκαλιασμένοι στα σκαλοπάτια. Ρομαντικά πράγματα, όσο να πεις.
Την άλλη μέρα ήρθαν οι μπάτσοι. Στην αρχή λίγοι και ντροπαλοί, με τις στολές και τα πηλήκια. Κατά το μεσημέρι παρατάχθηκαν δυο διμοιρίες ΜΑΤατζήδων, να μη νιώθουμε μοναξιά.
Εμείς, μέσα –ήρωες πίσω από τα κάγκελα. Ντουντούκες, πανώ, νεράντζια, του αγωνιστή το κάγκελο. Ο Μυστήριος είχε γίνει τρισυπόστατος. Από το, γεμάτο σλίπιγκ μπαγκ, αμφιθέατρο στην αυλή με την περιφρούρηση κι από εκεί στα γραφεία για την προστασία του εξοπλισμού. Θεός, ελβετικός πολυσουγιάς ο Μυστήριος! Και οργανωτικός. Χαλαρός, με την πλακίτσα του στις συνεδριάσεις, αλλά και αυστηρός ενίοτε. Κάτι φρίκουλες που είχαν αρπάξει τους πυροσβεστήρες και σημάδευαν τα ΜΑΤ τους συνέτισε με δυο κουβέντες και κάμποσες κλωτσιές. Αρχηγός αναμφισβήτητος.
Έτσι πέρασε μια βδομάδα. Κι εμείς ακόμα μέσα. Με τα ΜΑΤ απέξω. Και τους Κνίτες να παραφυλάνε από τα στενά. Η διάθεση έφευγε, η απελπισία ερχόταν. Τι σκατά κάνουμε εδώ μέσα; Μας έχει ξεχάσει κι ο Θεός, σε λίγο θα βγάλουν εισιτήριο για να μας δείχνουν, σα να είμαστε μαϊμούδες. Ο Μυστήριος όμως -βράχος. Όλο να διοργανώνει συζητήσεις για τις εξελίξεις, όλο να φέρνει τρόφιμα και σαπούνια (πότε την κοπάναγε, πως ξανάμπαινε, κανείς δεν καταλάβαινε), μέχρι ένα συγκροτηματάκι έμπασε και κάναμε πάρτυ γερό –το επόμενο πρωί μας βρήκε όλους με ασήκωτα κεφάλια. Πλακώθηκε και με τον Πρύτανη, που μπήκε μέσα -τάχα για να πάρει προσωπικά του αντικείμενα, αλλά θρονιάστηκε και κόντεψε να σπάσει την κατάληψη. Την κλήση από το Συμβούλιο Καθηγητών την είχε στο τσεπάκι ο Μυστήριος, όταν θα έληγε η κατάληψη.
Όλα κυλούσαν ήρεμα, βαρετά, με ανεπαρκείς δόσεις συντροφικού σεξ –μέχρι εκείνο το απόγευμα. Που ο Αντρέας αποφάσισε να γίνει Άντρας και διέταξε «βυθίσατε το Χόρα». Από τα ραδιοφωνάκια μάθαμε πως ένα τουρκικό πλοίο μπήκε στα χωρικά ύδατα –να ψάξει για πετρέλαιο κι ο «σιδηρούς πρωθυπουργός» είχε δώσει εντολή να το βυθίσουν, τουτέστιν πηγαίναμε για πόλεμο. Μας έφυγε λίγο η μαγκιά. Επιστρατεύσεις βλέπαμε, βίαια εκκένωση της σχολής περιμέναμε, γαμώ την τύχη μας τη μαύρη συμπεραίναμε.
Ο Μυστήριος μας μάζεψε στο αμφιθέατρο. Ήταν ήσυχος, χαμογελαστός –λες και είχε μόλις πηδήξει (διόλου απίθανο, αφού κανένας δεν τον έπαιρνε χαμπάρι, ότι κι αν έκανε). Μας είπε πως σφίξανε τα πράγματα και όποιος ήθελε μπορούσε να την κάνει –δεν ήταν ντροπή. Αυτός θα έμενε, μια φορά έγινε κάτι καλό στη σχολή, δεν του πήγαινε να το παρατήσει. Ελπίδες ικανοποίησης των αιτημάτων μας δεν είχαμε –ούτε πριν, ούτε (πολύ περισσότερο) τώρα. Αλλά αυτός θα έφευγε μόνο με το ζόρι από εκεί μέσα.
Έμεινα. Χεσμένος από φόβο, αλλά έμεινα. Όχι για τον Μυστήριο ή τα αιτήματα. Απλά είχα κολλήσει με μια ξανθιά, τεταρτοετή και παιζόταν σοβαρά να γίνει κατάσταση, στο αμέσως προσεχές μέλλον. Πλύθηκα, ξυρίστηκα κι έμεινα.
Το βράδυ μας έριξαν δακρυγόνα. Και πλαστικές σφαίρες σε όσους ξεμύτιζαν προς τα κάγκελα. Η περιφρούρηση έγινε μπουρδέλο, γέμισε το αμφιθέατρο από παιδιά με ανοιγμένα κεφάλια, στους διαδρόμους έτρεχαν δακρυσμένα μάτια και στο προαύλιο βρώμαγε εμετός. Εγώ, πάνω που έψηνα την ξανθιά, βρέθηκα ανάμεσα σε δυο δικούς μου –να με τραβάνε και να με βρίζουν γιατί έπρεπε, λέει, να φυλάξουμε την κεντρική είσοδο. Και γκαντέμης και υποψήφιος ξυλοδαρμού, με λίγα λόγια.
Η νύχτα πέρασε με φωτιές και ουρλιαχτά. Οι ΜΑΤατζήδες πλησίαζαν τα κάγκελα -εμείς, τίγκα στις αμφεταμίνες, πετάγαμε ότι βρίσκαμε. Μέχρι που άρχισε να ξημερώνει και πήγαν τα παλικάρια για αλλαγή βάρδιας. Είχα ξεμείνει, θυμάμαι, στην κεντρική είσοδο, τρομοκρατημένος και αγριεμένος να κοιτάζω τους Κνίτες που γέλαγαν -ύαινες στα στενά. Δεν τον κατάλαβα πως έφτασε δίπλα μου. Ούτε πως είχα ξεμείνει μόνος εδώ και ώρα, είχα πάρει χαμπάρι.
«Έχεις φάει κόλλημα έτσι;». Είχε αυτή τη σκατένια τάση να ρωτάει συνέχεια. Κάτι του είπα, κάτι απάντησε, βρεθήκαμε να μιλάμε για τις ταράτσες της Παντείου και για τα άρρωστα αλογάκια της Σύρου –που τα είχαμε δει σε καλοκαιρινές διακοπές. Άλλη εποχή εγώ, άλλη αυτός, αλλά στο ίδιο μέρος, το ίδιο ψυχοπλάκωμα.
«Γιατί ρε συ δεν κοιτάς ποτέ τον άλλον στα μάτια;» με έτρωγε από τότε που τον γνώρισα, θα έσκαγα αν δεν μάθαινα.
«Γιατί έχω στραβισμό ρε βλάκα», είπε γελώντας. Άναψε τσιγάρο.
«Γιατί ντρέπομαι. Δεν μπορώ να μιλάω σε κόσμο. Κοκκινίζω σα γκομενίτσα», μίλαγε και έβγαζε τον καπνό έξω από τα κάγκελα. Προς τους νυσταγμένους μπάτσους. Κοιτάζοντας το κλειστό παράθυρο στο απέναντι καφενείο. Σοβαρός. Άκρη δεν έβγαλα.
Την άλλη μέρα έφυγαν πολλοί, μαζί τους και η ξανθιά. Ανοίξανε για λίγο τον κλοιό οι ΜΑΤατζήδες και μπόρεσαν να βγουν οι τελευταίοι. Τους έβλεπα να περνάνε την καγκελόπορτα, σκυμμένα κεφάλια, αμήχανα πατήματα -οι μπάτσοι τους ξεπροβόδιζαν με φιλικές γκλομπιές. Τους έβλεπα από το παράθυρο της Αίθουσας Εκδηλώσεων, γιατί εγώ έμεινα. Άνευ λόγου και αιτίας. Πες ότι γούσταρα τον Μυστήριο. Οι δικοί μου έφυγαν σχεδόν όλοι, αλλά εγώ έμεινα. Μάλλον λόγω αδράνειας. Και φόβου. Ένας κέρινος ανθρωπάκος δίπλα στην μισοξηλωμένη, βελούδινη κουρτίνα. Από πίσω, στο κεντρικό τραπέζι της αίθουσας, ο Μυστήριος έκανε σχέδια σε χαρτιά, παρέα με τον γνωστό ξέμπαρκο. Τον τελευταίο εναπομείναντα από τους 12. Οι υπόλοιποι την είχαν κάνει σταδιακά. Αλλά ο ξέμπαρκος, που να πάει –έμεινε με τους αμετανόητους.
Πέρασαν δυο μέρες ακόμα, με κλεφτοπόλεμο. Τα ΜΑΤ ξεκινούσαν με δακρυγόνα και ολοκλήρωναν με εικονικές εφόδους. Εμείς απαντούσαμε με νεράντζια και κορυφώναμε με μολότωφ. Μια ωραία ατμόσφαιρα ήμασταν. Μέχρι και οι Κνίτες είχαν βαρεθεί –τα στενά είχαν αδειάσει πλέον. Περιμέναμε εκεί, βρώμικοι, ανίσχυροι και το μακελειό δεν έλεγε να φτάσει. Τα τσιγάρα τελείωναν, ρεύμα, νερό, κομμένα προ πολλού, κάναμε καταδρομικές στο περίπτερο της πίσω πλευράς, μπας και είχε ξεμείνει καμιά σοκολάτα ή τίποτα εμφιαλωμένα. Πίκρα σου λέω!
Ο Μυστήριος ήταν, ως συνήθως, εξαφανισμένος, εγώ συμμετείχα σε μια νουμεράδα του τελευταίου μου Camel, όταν ακούστηκαν οι φωνές. Πριν το καταλάβουμε είχαμε σκαρφαλώσει στα κάγκελα, εγώ τελευταίος, κάπνιζα, βλέπεις, το φίλτρο του Camel. Από τη λεωφόρο ερχόταν μια ξεγυρισμένη διαδήλωση. Με τις ντουντούκες της, με τα πανώ της, με τον αγωνιστικό της παλμό. Διαδήλωση με τα όλα της, σοβαρή, αξιοπρεπής, γαλλική και Μαγιάτικη. Γύρω μου τα κάγκελα είχαν γεμίσει αλαλάζοντες βρωμύλους. Και η διαδήλωση έσπαγε τον κλοιό των ΜΑΤ, πλησιάζοντας την κεντρική είσοδο. Ε, ρε γλέντια!
Οι μπάτσοι αμήχανοι, εμείς νικητές, ο κόσμος ήταν δικός μας για λίγα λεπτά. Μέχρι να φτάσει η διαδήλωση στην είσοδο. Και οι επικεφαλείς -οι δικοί μας 11, αγκαζέ με όλους τους αρχι-Κνίτες. Έπεσε παγωμάρα. Μέχρι και το παιδί στην είσοδο έμεινε με την κλειδαριά στο χέρι, χρειάστηκε να φάει μερικές σβουριχτές για να ξεκολλήσει.
«Που ήταν λοιπόν οι αράχνες, όταν μας τσάκιζε η μύγα;»
Το γεγονός ήταν πως είχαμε γίνει μαζικοί. Αγωνιστικοί, σαν τους χαιρετισμούς. Και οργανωμένοι, αγκαλιά με τα κομματόσκυλα. Στη μεγάλη συνέλευση του αμφιθεάτρου ο κόσμος κρεμόταν από τα έδρανα. Οι 11 παρέλασαν πανηγυρικά, με ομιλίες φωτισμένες όσο και βαρύγδουπες. Ο ξέμπαρκος που είχε μείνει μαζί μας έκανε μια προσπάθεια να μιλήσει αλλά αγνοήθηκε επιδεικτικά. Άλλωστε δεν ήταν κι ο μήνας του. Μετά πήραν το λόγο οι Κνίτες για να παίξουν ένα ποτ πουρί από τις γνωστές τους επιτυχίες. Ο Μυστήριος εξαφανισμένος.
Τα ΜΑΤ είχαν αποχωρήσει, κάτι κακόμοιροι, κακοχυμένοι μπασκίνες έκαναν περιπολία στους γύρω δρόμους –έτσι, για το τυπικό της υπόθεσης. Αλλά τα γύρω στενά είχαν γεμίσει κόσμο, για μια ακόμα φορά. Μόνο που τώρα ήταν οι οικοδόμοι. τα τιμημένα ΚΝΑΤ, οι γνωστοί νταβατζήδες καταλήψεων. Το κεφάλι μου γύριζε, υπερένταση και ξεφτίλα, το στομάχι μου γύριζε κι αυτό -μια τάση για ακατάσχετο εμετό. Μπα, άστο καλύτερα.
Η συνέλευση κατέληξε σε ψήφισμα. Ομόφωνο. Ενωτικό. Πανηγυρικό. Οι θέσεις μας διατυπωμένες ασαφώς. Τα αιτήματά μας γραμμένα στ΄αρχίδια τους. Όλοι ήταν χαρούμενοι. Η κατάληψη, μαζική και ενωτική «μήπως δεν ήταν έτσι από την έναρξή της;» είχε πετύχει τους σκοπούς της. Και μερικοί είχαν πηδήξει κάτι γκομενάκια ζόρικα. Εγώ πάλι -όχι.
Πάνω στο δεκάωρο η συνέλευση πήρε να τελειώνει, αλλά έλειπε το κερασάκι από την τούρτα. Ο Μυστήριος ήταν ακόμα εξαφανισμένος. Και το πλήθος τον ζητούσε. Μέχρι οι Κνίτες τον έψαχναν, «μυθικός ο Μυστήριος», «έκανε καλή δουλειά ο Μυστήριος», «πρώτο παιδί ο Μυστήριος», «που ‘σαι ρε μαλάκα Μυστήριε;»
Τον βρήκαν κάτω από το άγαλμα του Πάντου. Εκεί που τον είχαμε πρωτοδεί. Κάπνιζε αμέριμνος, λες και έκανε κοπάνα από μάθημα. Σηκωτό τον έφεραν στη συνέλευση τον βασιλιά Μυστήριο. Να χαιρετήσει τα πλήθη που ζητωκραύγαζαν. Γύρω στη μισή ώρα τους πήρε να ησυχάσουν τον όχλο και να ανεβάσουν τον Μυστήριο στον θρόνο του.
Δεν ήταν όμως σε φόρμα ο Μυστήριος. Υπήρχε και κόσμος που του έκρυβε το παράθυρο. Όπου και να κοίταζε, έβλεπε παιδιά που κρέμονταν από τα χείλη του. Κοκκίνιζε και φούντωνε ο Μυστήριος, αλλά μπορεί να κάνω και λάθος. Γιατί απέφευγα να τον κοιτάξω.
Και είπε μόνο μια κουβέντα ο Μυστήριος, είπε «εγώ λέω να την κάνω, τα λέμε άλλη φορά».
Μετά κατέβηκε από το βήμα κι άρχισε να σκουντουφλάει προς την πόρτα. Ο κόσμος έγινε μαλλιά-κουβάρια. «Μίλα ρε Μυστήριε». «Πες κάτι ρε μαλάκα». «Υπόγραψε το ψήφισμα ρε αρχίδι και μετά την κάνεις». Αυτό το είπε ένας από τους αρχι-Κνίτες.
Ο Μυστήριος κόντραρε. Κάτι έλεγε αλλά δεν ακουγόταν. Τον είχαν περικυκλώσει οι Κνίτες, αλλά μπήκαν στη μέση οι δικοί του. Οι 11. Ο ξέμπαρκος είχε βρει ένα τρίφυλλο και ρετάριζε μόνος στην άλλη άκρη. Έχωσα μερικές αγκωνιές για να πλησιάσω τον χαμό. Οι Κνίτες είχαν πιάσει τις πόρτες -άφηναν τους 11 να μαλλιοτραβιούνται με τον Μυστήριο. Πρόλαβα να τον ακούσω που φώναζε «κατεβάστε τα μόνοι σας ρε ξεφτίλες, εμένα τι με θέλετε; Αει γαμηθείτε, δεν υπογράφω». Πριν χαθεί πίσω από την βαριά, ξύλινη πόρτα ο Μυστήριος.
Γι’ αυτά που έγιναν μετά δεν έχω πλήρη εικόνα. Θυμάμαι ότι άρχισε να πέφτει ξύλο στο αμφιθέατρο, κάποιοι υποστήριζαν τον Μυστήριο, κάποιοι έλεγαν ότι νικήσαμε, κάποιοι φώναζαν «παίχτες πουλημένοι, ο Θρύλος δεν πεθαίνει». Καρέκλες έφευγαν, τζάμια έσπαγαν, ένα παιδί ειδοποίησε ότι μας πήραν χαμπάρι τα ΚΝΑΤ από τα γύρω στενά και ετοιμάζονταν να κάνουν ντου.
Και το έκαναν οι κερατάδες. Μόνο που, πριν πέσουν πάνω μας, βρέθηκαν φάτσα με τον Μυστήριο. Αυτός προσπαθούσε να βγει από την κεντρική είσοδο, ενώ τον γιουχάιζε ο όχλος. Άκουσα πως μέσα στον όχλο ήταν και οι 11. Αυτοί μάλλον τον έδειξαν στα ΚΝΑΤ που έμπαιναν από την κεντρική είσοδο με καδρόνια και λοστούς.
Τον λιάνισαν τον Μυστήριο. Τον είχαν άχτι, έτσι κι αλλιώς, βρήκαν την ευκαιρία, που πούλησε, λέει, τους φοιτητικούς αγώνες, «φραξιονιστής, ρεβιζιονιστής, οπορτουνιστής».
Οι 11 εξαφανίστηκαν όταν παρέδωσαν τον Μυστήριο, δεν ήθελαν να τους δουν μέσα στην εισβολή. Γιατί ήταν εισβολή κανονική, τα ΚΝΑΤ έσπαγαν πόρτες κι έβγαζαν τους φοιτητές καροτσάκι. Αν δεν έδειχνες κομματική ταυτότητα κατέληγες κομπάρσος σε καουμπόικη ταινία. Ιπτάμενος για δευτερόλεπτα, με την πλάτη στην άσφαλτο αμέσως μετά και βαρελάκια για να γλιτώσεις το κλωτσίδι.
Ήμουν σε φάση «να σώσω τα δόντια μου από τις κλωτσιές» όταν είδα τον Μυστήριο ανάμεσα στα γομάρια που χτυπούσαν με καδρόνια. Πήρε το μάτι μου και την ξανθιά που είχε ξαναμπεί. Ανεβασμένη στην πλάτη ενός μαλάκα, ούρλιαζε υστερικά. Για λίγο. Μέχρι να την τινάξουν στον απέναντι τοίχο –σαν την τρίχα από το παλτό. Κοίτα η ξανθιά –τον Μυστήριο γούσταρε, κατά πως φαίνεται! Γιατί ήταν ωραίος ο Μυστήριος –πριν του κάνουν τη μούρη αλοιφή, έτσι; Τίποτα άλλο δεν πρόλαβα να δω.
Κατηφόρισα τη Συγγρού, εφτά κομμάτια είχα γίνει από το ξύλο και την ξεφτίλα. Στην Αθήνα έπαιρνε να ξημερώνει. Τα πεζοδρόμια βρωμούσαν άκαυτο μαζούτ φορτηγών τροφοδοσίας. Δεν κυκλοφορούσε ψυχή στη Συγγρού. Μόνο κάτι γερασμένες τραβεστί που φαίνονταν να μην έχουν κάνει σεφτέ ολόκληρη τη νύχτα. Ήθελα να φτάσω στη θάλασσα γι’ αυτό μπήκα στο πρωινό λεωφορείο. Έφτασα με τα γόνατα να τρέμουν. Δεν έκανα ούτε 100 μέτρα στην άμμο, διπλώθηκα και ξέρασα χολή από το άδειο μου στομάχι, ανακατεμένη με καπνό.
Τον Μυστήριο δεν τον ξαναείδα. Ποτέ. Ούτε άκουσα άλλη φορά να μιλάνε γι’ αυτόν κι όταν προσπαθούσα να ανοίξω κουβέντα, ο κόσμος πήγαινε βιαστικός στο περίπτερο για εφημερίδα. Ή τσιγάρα. Ή σοκολάτες.
Αυτά.
http://themotorcycleboy.blogspot.com
Η άποψη του Πετεφρή: η ιστορία του Μυστήριου- αξίζει να την δούμε «κλασικά». Μορφή και περιεχόμενο, ως γνωστόν, δεν διαχωρίζονται ,αλλά εδώ θα το κάμω. Γιά να απομονώσουμε προς στιγμήν την ελαφρά αιθαλομίχλη του «ύφους» και να δούμε άν το ύφος επιβάλεται από τα γεγονότα ή τούμπαλιν. Ως προς την μορφή: η διήγηση σε πρώτο πρόσωπο, σε ανέμελο ύφος, γεγονότων της ζωής ενός προσώπου, που την αναλάμβάνει ένας κοντινός αυτόπτης, είναι ίσως η πιό αποτελεσματική μορφή μονοπρόσωπης διήγησης. Ο «ήρωας» είναι «ξένος», άρα δεν ταυτίζεται με τον αναγνώστη, ο αφηγητής είναι καπου κοντά, αλλά δεν γίνεται, και συνειδητά, ποτέ «ήρωας». Καταλαβαίνω γιατί ειναι τόσο δημοφιλής αυτός ο τρόπος στους πάντες.
Εδώ, έχουμε μιά ιδιότυπη εφαρμογή του: το ύφος είναι παιγνιώδες, ο αφηγητής εμφανίζεται να διαθέτει όλες τις υπερκριτικές ιδιότητες ενός παντογνώστη: το μόνο που δεν αμφισβητείται στην διήγηση, είναι το λαμπικαρισμένο (παρά τις ζάλες και τα ξιδια) βλέμμα του. Ολοι οι περίοικοι της αφήγησης χαρακτηρίζονται με συγκεκριμένο τρόπο: έτσι ό ένας, αλλοιώς ο άλλος.Αν θα έψαχνα καταγωγή, θα την έβρισκα σε ένα λαμπρό κείμενο του Φραγκόπουλου, που το εμφάνισε υπό το ψευδώνυμο «Ανδρέας Ιδρωμένος» υπό τον τίτλο «πάει κι ο προφέσορας» στο τεύχος χιούμορ του Ταχυδρόμου του 1966. Κατά τα υπόλοιπα, ακολουθεί την δομή των «κεκαρμένων» του Κάσδαγλη, αλλά και ενός λογοτεχνικού braveheart: ο ήρωας παραμένει ήρωας ώσπου να συντριβεί. Ενας Μεσσίας, ή αντιΜεσσίας(το ίδιο είναι). Γιατί Μεσσίας; επειδή αντλεί τη δύναμή του από΄ένα παράθυρο και θολώνει όταν του το κρύβουν, επειδή οι απαντήσεις του αιφνιδιάζουν τον αφηγητή, άσε που ξέρει την φάση με την ξανθιά.
Το κείμενο είναι γεμάτο ευρηματικές ατάκες, σε χώνει μέσα στην ατμόσφαιρα που επιθυμεί, και με γεμίζει με μία αυτονόητη μοιρολατρεία, όχι από τον τρόπο της διαπραγμάτευσής του, αλλα από το στερεότυπο που υπηρετεί, και βρίσκεται μέσα στα φυλλοκάρδια κάθε «εναλλακτικού»: μιά παρέα συμπαγής και μαζί σε δυάλα, ένας χαρακτήρας που μπαίνει μέσα της μηδενός διώκοντος, η αφοπλιστική του στρατηγική, η «νίκη» ενάντια σε κνίτες και ΜΑΤ (και άχ ,εκείνοι οι ρηγάδες...) η δημιουργία μιάς εκτελεστικής δωδεκάδας που θα πουλήσει τον «μεγάλο», η επιστροφή των συστηματικών και των προσεκτικών, η συμπαιγνία καταστολής και αντίστασης, η κατηγορία γιά φραξιονισμό και η εξαφάνισή του.
Μειονέκτημα; Ίσως η μονοδιάστατη, ενίοτε μηχανική περιγραφή. Είναι επικίνδυνο να θεωρείς ότι κάποτε ήσουνα μέσα σε μιά εξτρίμ κατάσταση και άρα είσαι αποτελεσματικός εκφραστής της.Η φαινομενική έλλειψη «ηθικής τάξης» στο κείμενο, δείχνει μιά συγκεκριμένη ηθική, πολύ πιό δυνατή από του χρυσαυγίτη ή του περαστικού συνταξιούχου. Η περίοδος απεικονίζεται πειστικά, άν είναι, καθώς κατάλαβα, μεταξύ 1984/5 και 1985/6 οπότε και είχαμε το Σισμίκ(και όχι το Χόρα, άν θυμάμαι καλά).Ηταν η εποχή που κάποιοι, βάζοντας ένα κοριτσάκι μπροστά, υπόσχονταν καλύτερες μέρες, αλλά η «πολιτιστική συμμαχία» μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ, διαλύθηκε το 1986, κάπου εκεί, και φτάσαμε στο πιτς φιτίλι στην «κάθαρση»...
The motorcycle boy είναι ένας καλός αφηγητής, εγκρατής της χρήσης πολλών μηχανών της γραφής, κάπως προMTV περιόδου. Το μόνο «παλιό» του χαρακτηριστικό είναι η συγκίνηση. Άδολη συγκίνηση, εν θερμώ αποτυπωμένη. Μπήκα και στο ιστολόγιό του- έχει αντοχές και θα έχει διάρκεια. Απομένει να παρακολουθήσουμε άν θα παραμείνει στην αποτύπωση του προσωπικού του αξέχαστου χτές, ή μας επιφυλάσσει ένα ορθώς λησμονητέο αύριο...
Εδώ, έχουμε μιά ιδιότυπη εφαρμογή του: το ύφος είναι παιγνιώδες, ο αφηγητής εμφανίζεται να διαθέτει όλες τις υπερκριτικές ιδιότητες ενός παντογνώστη: το μόνο που δεν αμφισβητείται στην διήγηση, είναι το λαμπικαρισμένο (παρά τις ζάλες και τα ξιδια) βλέμμα του. Ολοι οι περίοικοι της αφήγησης χαρακτηρίζονται με συγκεκριμένο τρόπο: έτσι ό ένας, αλλοιώς ο άλλος.Αν θα έψαχνα καταγωγή, θα την έβρισκα σε ένα λαμπρό κείμενο του Φραγκόπουλου, που το εμφάνισε υπό το ψευδώνυμο «Ανδρέας Ιδρωμένος» υπό τον τίτλο «πάει κι ο προφέσορας» στο τεύχος χιούμορ του Ταχυδρόμου του 1966. Κατά τα υπόλοιπα, ακολουθεί την δομή των «κεκαρμένων» του Κάσδαγλη, αλλά και ενός λογοτεχνικού braveheart: ο ήρωας παραμένει ήρωας ώσπου να συντριβεί. Ενας Μεσσίας, ή αντιΜεσσίας(το ίδιο είναι). Γιατί Μεσσίας; επειδή αντλεί τη δύναμή του από΄ένα παράθυρο και θολώνει όταν του το κρύβουν, επειδή οι απαντήσεις του αιφνιδιάζουν τον αφηγητή, άσε που ξέρει την φάση με την ξανθιά.
Το κείμενο είναι γεμάτο ευρηματικές ατάκες, σε χώνει μέσα στην ατμόσφαιρα που επιθυμεί, και με γεμίζει με μία αυτονόητη μοιρολατρεία, όχι από τον τρόπο της διαπραγμάτευσής του, αλλα από το στερεότυπο που υπηρετεί, και βρίσκεται μέσα στα φυλλοκάρδια κάθε «εναλλακτικού»: μιά παρέα συμπαγής και μαζί σε δυάλα, ένας χαρακτήρας που μπαίνει μέσα της μηδενός διώκοντος, η αφοπλιστική του στρατηγική, η «νίκη» ενάντια σε κνίτες και ΜΑΤ (και άχ ,εκείνοι οι ρηγάδες...) η δημιουργία μιάς εκτελεστικής δωδεκάδας που θα πουλήσει τον «μεγάλο», η επιστροφή των συστηματικών και των προσεκτικών, η συμπαιγνία καταστολής και αντίστασης, η κατηγορία γιά φραξιονισμό και η εξαφάνισή του.
Μειονέκτημα; Ίσως η μονοδιάστατη, ενίοτε μηχανική περιγραφή. Είναι επικίνδυνο να θεωρείς ότι κάποτε ήσουνα μέσα σε μιά εξτρίμ κατάσταση και άρα είσαι αποτελεσματικός εκφραστής της.Η φαινομενική έλλειψη «ηθικής τάξης» στο κείμενο, δείχνει μιά συγκεκριμένη ηθική, πολύ πιό δυνατή από του χρυσαυγίτη ή του περαστικού συνταξιούχου. Η περίοδος απεικονίζεται πειστικά, άν είναι, καθώς κατάλαβα, μεταξύ 1984/5 και 1985/6 οπότε και είχαμε το Σισμίκ(και όχι το Χόρα, άν θυμάμαι καλά).Ηταν η εποχή που κάποιοι, βάζοντας ένα κοριτσάκι μπροστά, υπόσχονταν καλύτερες μέρες, αλλά η «πολιτιστική συμμαχία» μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ, διαλύθηκε το 1986, κάπου εκεί, και φτάσαμε στο πιτς φιτίλι στην «κάθαρση»...
The motorcycle boy είναι ένας καλός αφηγητής, εγκρατής της χρήσης πολλών μηχανών της γραφής, κάπως προMTV περιόδου. Το μόνο «παλιό» του χαρακτηριστικό είναι η συγκίνηση. Άδολη συγκίνηση, εν θερμώ αποτυπωμένη. Μπήκα και στο ιστολόγιό του- έχει αντοχές και θα έχει διάρκεια. Απομένει να παρακολουθήσουμε άν θα παραμείνει στην αποτύπωση του προσωπικού του αξέχαστου χτές, ή μας επιφυλάσσει ένα ορθώς λησμονητέο αύριο...
Α, και οι μεσότιτλοι που διαλύουν το κείμενο,πολύ πετυχημένοι.
Η άποψη του Μίχου
Διατρέχω δυό μέρες τώρα όλη τη γκάμα των συναισθημάτων από την άκρα αποστροφή μέχρι την άνευ όρων αποδοχή αυτού του ιδιόλεκτου. Νιώθω πως το "ασήμαντο" των φοιτητικών μου χρόνων πάει να γίνει λογοτεχνία και σχεδόν αηδιάζω, όχι για το γραφτό, αλλά για τα πραγματικά γεγονότα που ανακαλεί... Μπορώ να μην κρίνω; Μπορώ. Ωστόσο είμαι υποχρεωμένος να υπερβώ αυτή τη δυσκολία, να παρατηρήσω αυτό το ιδιόλεκτο που πάει να προτυποποιήσει και με παραδειγματικό τρόπο να κλείσει μέσα του ροές του σώματος και ροές της πολιτικής δράσης που μοιάζει να έχουν πάρει το τελικό τους νόημα σε έναν τόπο πικρού παιγνίου... ( Έχω μάθημα, θα συνεχίσω το βράδυ)... Βρήκα μια αναγωγή, ο Μοτοσακέ που λέει η Μανταλένα νομίζει πως κοιτάζω τον αφηγητή η το γραφέα αφού δεν θέλει συγγραφέας, αλλά εκεί με έχει καλύψει ο Πετεφρής με την αφηγηματική του κατάθεση, βρήκα λοιπόν μια αναγωγή... κι αυτή είναι η ταινία Συμμορίες της Νέας Υόρκης. Μόνο ρευστοποιώντας και μυθοποιώντας τις ιστορικές παραπομπές μπορώ να δω αυτά τα κείμενα. Το κείμενο γίνεται ένα είδος μητέρας όλων των μαχών για μια υπόθεση που παραμένει συσκοτισμένη και που διατηρεί στοιχεία ενός παιχνιδιού που διαδέχεται τον πετροπόλεμο της γειτονιάς και αποτελεί το ενδιάμεσο στάδιο πριν τους πολέμους που αναγγέλονται από θεωρητικούς στα κέντρα των μητροπόλεων καθώς οι έχοντες θα εξασφαλίζουν τον ύπνο τους πίσω από συρματοπλέγματα... Μια στιγμή στην ιστορία μιας πόλης καθώς σιγά σιγά γίνεται Μητρόπολη... Δεν πειράζει, ας είμαι αδέξιος απέναντι σ' αυτό το κείμενο. Το πράγμα δεν είναι μηχανικό...αντί της σιωπής, αυτό το αδέξιο κείμενο.
Υ.Γ. Για να προλάβω το Μοτοσακό, αυτό είναι άσχετο με το γραφέα του, με τον οποίο, από τύχη, αρχίσαμε ένα διάλογο λίγο πριν από την εμφάνιση αυτού του κειμένου, και θα τον συνεχίσουμε... απλά ο προλύτης δεν τα μαχαιρώνει όλα, και δεν διαθέτει εργαλεία που δεν επηρεάζονται από συναισθηματικούς λόγους.
Αλλιώς θα ήταν σαν τους ψυχαναγκασμένους παρουσιαστές των εντύπων...
Η άποψη του Μίχου
Διατρέχω δυό μέρες τώρα όλη τη γκάμα των συναισθημάτων από την άκρα αποστροφή μέχρι την άνευ όρων αποδοχή αυτού του ιδιόλεκτου. Νιώθω πως το "ασήμαντο" των φοιτητικών μου χρόνων πάει να γίνει λογοτεχνία και σχεδόν αηδιάζω, όχι για το γραφτό, αλλά για τα πραγματικά γεγονότα που ανακαλεί... Μπορώ να μην κρίνω; Μπορώ. Ωστόσο είμαι υποχρεωμένος να υπερβώ αυτή τη δυσκολία, να παρατηρήσω αυτό το ιδιόλεκτο που πάει να προτυποποιήσει και με παραδειγματικό τρόπο να κλείσει μέσα του ροές του σώματος και ροές της πολιτικής δράσης που μοιάζει να έχουν πάρει το τελικό τους νόημα σε έναν τόπο πικρού παιγνίου... ( Έχω μάθημα, θα συνεχίσω το βράδυ)... Βρήκα μια αναγωγή, ο Μοτοσακέ που λέει η Μανταλένα νομίζει πως κοιτάζω τον αφηγητή η το γραφέα αφού δεν θέλει συγγραφέας, αλλά εκεί με έχει καλύψει ο Πετεφρής με την αφηγηματική του κατάθεση, βρήκα λοιπόν μια αναγωγή... κι αυτή είναι η ταινία Συμμορίες της Νέας Υόρκης. Μόνο ρευστοποιώντας και μυθοποιώντας τις ιστορικές παραπομπές μπορώ να δω αυτά τα κείμενα. Το κείμενο γίνεται ένα είδος μητέρας όλων των μαχών για μια υπόθεση που παραμένει συσκοτισμένη και που διατηρεί στοιχεία ενός παιχνιδιού που διαδέχεται τον πετροπόλεμο της γειτονιάς και αποτελεί το ενδιάμεσο στάδιο πριν τους πολέμους που αναγγέλονται από θεωρητικούς στα κέντρα των μητροπόλεων καθώς οι έχοντες θα εξασφαλίζουν τον ύπνο τους πίσω από συρματοπλέγματα... Μια στιγμή στην ιστορία μιας πόλης καθώς σιγά σιγά γίνεται Μητρόπολη... Δεν πειράζει, ας είμαι αδέξιος απέναντι σ' αυτό το κείμενο. Το πράγμα δεν είναι μηχανικό...αντί της σιωπής, αυτό το αδέξιο κείμενο.
Υ.Γ. Για να προλάβω το Μοτοσακό, αυτό είναι άσχετο με το γραφέα του, με τον οποίο, από τύχη, αρχίσαμε ένα διάλογο λίγο πριν από την εμφάνιση αυτού του κειμένου, και θα τον συνεχίσουμε... απλά ο προλύτης δεν τα μαχαιρώνει όλα, και δεν διαθέτει εργαλεία που δεν επηρεάζονται από συναισθηματικούς λόγους.
Αλλιώς θα ήταν σαν τους ψυχαναγκασμένους παρουσιαστές των εντύπων...
35 σχόλια:
Είχα πατήσει ήδη 15 page down όταν με έπιασε μια αγωνία και ένας κρύος ιδρώτας. Έστειλα μήνυμα στο λεξ λουθορ. Του λέω ρε μαλάκα τι σεντονάκι κατέβασε ο moto στο critical? Ποιος μου λέει? Στο κρίτικαλ του λέω. Σε ποιο μου λέει? Καλά άστο του λέω. Ο lex luthor δε σας διαβάζει – να το ξέρετε.
Ήπια ένα depon, ένα αντισταμινικό, δύο λίτρα νερό και πήρα κοντά μου ξηρά τροφή, ένα παγούρι, δύο μαξιλάρια και ένα μπλοκ σε Α4 για να κρατάω σημειώσεις και ξεκίνησα δειλά δειλά να διαβάζω. Μια ιστορία που έδινε την εντύπωση πως είναι γραμμένη από μέσα, κρατώντας όμως τις αποστάσεις. Σα να μιλάς για κάτι που το γουστάρεις, μα είσαι σε θέση να το κοροϊδεύεις κιόλας και να ξέρεις πότε και γιατί σε αηδιάζει. Καθώς διάβαζα ήδη είχα καταλήξει πως ήταν ένα πετυχημένο κείμενο. Διαβαζόταν ευχάριστα, είχε έναν ήρωα ελκυστικό, φτιαγμένο ιδανικα από τέτοια υλικά που γοητεύουν τον αναγνώστη όπως γοήτευσαν τους φοιτητές, το όνομα Μυστήριος, τη φλού ηγετική φυσιογνωμία του, τόσο που γινόταν ξεκάθαρο πως δεν ήταν γιαυτόν η ιστορία.
Με έκαιγε να μάθω. Πόσα page down απομένουν. Μόνον 10. Τι μόνον ρε – απάντησα στον εαυτό μου. Σηκώθηκα και έκανα ελειπτικό μηχάνημα για 25 λεπτά και ξαναγύρισα ανανεωμένος.
Στο τέλος είχα ενα ανακάτεμα στο στομάχι ίδιο με αυτό με τον αφηγητή της ιστορίας και την αίσθηση ευχαρίστησης που διάβασα ένα πολύ καλογραμμένο κείμενο.
O Mυστήριος θα ήταν περήφανος, Μοτοσακέ.
Μου άρεσε πολύ η καταιγιστική σου αφήγηση.
fight μην ανησυχείς, ο lex μάλλον το έχει διαβάσει το μικρό αυτό ποστάκι -όταν το είχα βγάλει στο συχωρεμένο blogs.gr. Τι είναι το ελειπτικό μηχάνημα; Καλύτερο από το pοwer plate;
Μαντάλενα, το ποστ αυτό ήταν αφιερωμένο σε ένα παιδί που κυκλοφορούσε προ αμνημονεύτων χρόνων στην Πάντειο -τον λέγαμε Μαρκήσιο και ποτέ δεν έμαθα το πραγματικό του όνομα. Δεν ξέρω πόσο περήφανος θα ήταν αν υπήρχε ποτέ η δυνατότητα να διαβάσει αυτό το ποστ, ξέρω όμως πως θα χαμογελούσε αμήχανα (και κάποια γκόμενα θα έπεφτε λιπόθυμη δίπλα του -γαμώτο).
Ρε αθεόφοβε κι εδώ άπλωσες σεντόνι?
Υπέροχη η αντεστραμμένη σου ματιά στον Σωτήρα και τους 11+1 αποστόλους του, κατά πως πας το βλέπω σύντομα θα ξαναγράφεις την ΚΕΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ αφήνοντας για τον εαυτό σου το ρόλο του "ΦΥΛΑΚΑ ΣΤΗ ΣΥΚΑΛΗ"!
Παλιοφρικιό, με ξέρεις δα εμένα. Είναι να μη μου δώσεις χώρο -θα στρώσω κατευθείαν. Τη βασική ιδέα την είδες μια χαρά πάντως (ευτυχώς -νόμιζα πως το ποστάκι είναι τόσο βαρετό που κανένας δεν θα την έψαχνε). Έχει μια ακόμα αναφορά -από μουσικής απόψεως.
ετσι ειναι παντα ο κοσμος ρε πουστη μου. απο την Κυριακη των Βαιων στην Μεγαλη Πεμπτη.
μακραν το καλυτερο σου
υγ τωρα διαβασα και το σχολιο του επιβατη κλπκλπ
Ρε δεν το είχες διαβάσει αυτό -παλιά; Νομίζω πως ναι.
Πετεφρή, πως ακριβώς το καταφέρνετε με τις βιβλιογραφικές αναφορές σας; Το '66 ήμουν ενός έτους (αν πάντως έχετε το κείμενο του Φραγκόπουλου θα με ενδιέφερε να το διαβάσω) και ο Κάσδαγλης ανήκει στην κατηγορία των συγγραφέων που απεχθάνομαι, χωρίς να έχω διαβάσει μια γραμμή τους. Έχω την αίσθηση οτι ήταν πολύ μίρλας (αίσθηση -όχι γνώση), τόσο χάλια βγήκε αυτό το κείμενο;
Έχω μια διαφωνία περί του αφηγητή -παντογνώστη. Αναγνωρίζω μεν τη δύναμη του γραπτού λόγου και την, συνακόλουθη δημιουργία της ψευδαίσθησης "είναι αληθινό επειδή είναι γραμμένο", αλλά ας μην υποτιμάμε την προσωπική ματιά. "Είναι έτσι γιατί έτσι το είδα" και αυτό δεν σημαίνει επ΄ουδενί πως είναι μόνο έτσι. Γι΄αυτό χρησιμοποιώ τον παρατηρητή-αφηγήτη, προκειμένου να υποβαθμίσω την γνώση των πάντων (που συνεπάγεται το τρίτο πρόσωπο). Και για χάρη της συγκίνησης, υποθέτω, αφού η συγκεκριμένη ιστορία λειτουργεί σε επίπεδο ανάμνησης για μένα. Όχι ολόκληρη και όχι αυτούσια βέβαια.
Με τις Μεσσιανικές αναφορές θα συμφωνήσω -η ιστορία καλύπτει μια από τις μεγάλες μου επιρροές (αυτή του rock 'n' roll μεσσία), γι΄αυτό και η αναφορά στον στίχο του Ziggy Stardust "so where were the spiders, when the fly tried to brake our balls". Μεταφρασμένου βέβαια -γιατί με ξενίζουν τα ξαφνικά αγγλόφωνα.
Χάρηκα που σας άρεσαν και οι υπόλοιποι μεσότιτλοι, είναι παραλλαγή των στίχων του "Μπανιστιρντζήδες της ζωής", του Σιδηρόπουλου. Ακόμα μια αναφορά στον r'n' r μεσσία (ελληνικής κοπής) και ακόμα μια απόδειξη της τάσης μου να λογοκλέπτω.
Μόνο που μου ρημάξατε (λόγω κεκτημένης ταχύτητας πληκτρολόγησης) το παιχνιδάκι "οι 11 προδίδουν, ο 12ος μαθητής είναι τελικά ο καλός". Κακόμοιρε Ιούδα, ποτέ δεν θα δικαιωθείς!
Συμφωνώ εν πολλοίς, με τα στερεότυπα που μου αποδίδετε. Κακό πράγμα τα στερεότυπα γενικώς, αλλά καλό για ιστορίες ιστολογίων -χωρίς τα στερεότυπα δεν είμαι εγώ, άρα το κείμενο χάνει σημαντικό κομμάτι από τον λόγο ύπαρξής του.
Μια ακόμα διαφωνία μου, έχει να κάνει με το μειονέκτημα που μου καταλογίζετε. Όντως πάσχω στον τομέα της περιγραφής, αλλά:
1. Δεν θεωρώ τη συγκεκριμένη φάση εξτρίμ. Ελάτε τώρα αγαπητέ μου, ζήσαμε πολύ πιο άγρια πράγματα -μια καταληψούλα με κάποια ΜΑΤ ήταν συνηθισμένη κατάσταση κάποτε!
2. Μάλλον πρέπει να έδωσα το θέμα εντελώς λάθος, αν διακρίνετε φαινομενική έλλειψη ηθικής τάξης. Το συγκεκριμένο κείμενο ήταν βαθύτατα ηθικό. Ίσως, όχι χριστιανικά ηθικό, αλλά δεν μιλάμε γι΄αυτό -έτσι; Και, σαφώς η ηθική την οποία προσπαθώ να απεικονίσω είναι ισχυρότερη από αυτή του χρυσαυγίτη ή του συνταξιούχου -γιατί δεν είναι ηθική ποδηγέτισης. Προσπαθώ να απεικονίσω, είπα -αυτό έχει μεγάλη απόσταση από το να τα καταφέρνω κιόλας -σωστά;
Τώρα, κι εγώ κάπου θυμάμαι το Σισμίκ, αλλά το σύνθημα του Αντρέα ήταν "βυθίσατε το Χόρα". Θυμάμαι οτι το κορόιδευε η Ελευθεροτυπία, μετατρέποντάς το σε "βυθίσατε τη χώρα". Αλλά δεν κόβω και το κεφάλι μου γιατί προ ολίγου πέρασε ένα Αλτσχάιμερ απέξω και με έψαχνε.
3. Μου βάλατε κι αυτό το MTV και με τσακίσατε -ποτέ δεν κατάφερα να το παρακολουθήσω και, μάλλον, γι΄αυτό έχω ξεμείνει κάπως πίσω. Γενικότερα.
Πραγματικά χαίρομαι την κουβέντα μας -αυτός ήταν και ένας σημαντικός λόγος (όπως έγραψα στην renton) που έστειλα το κείμενο.
Ευχαριστώ επίσης για τις αντοχές και τη διάρκεια που διακρίνατε σε μένα. Σχετικά με το θέμα του "αξέχαστου χτες" το οποίο ίσως θα μπορούσε να εξελιχθεί σε "λησμονητέο αύριο", αν θέλατε την άποψή μου, θα ήταν: για ποιο λόγο; Το σήμερα και το αύριο έχουν πολλά επίπονα κομμάτια που δεν ξέρω γιατί θα πρέπει να τα αγγίξω. Ενώ το χτες, ευτυχώς ψόφησε και δεν διαμαρτύρεται.
Υ.Γ.: Έχω μια αμυδρή εντύπωση -μήπως υπήρξατε Ρηγάς; Προφανώς δεν το λέω ειρωνικά ή εξυπνακίστικα -απλά μου θυμίσατε συγκεκριμένους κώδικες επικοινωνίας.
Τυχερός ήμουν. Με τις βαλίτζαις κλειστές, έχω μισή ώρα πρίν το αεροδρόμιο, οπότε πέφτω στο σχόλιό σας. Έξοχα! επιτέλους διάλογος, όπως τουλάχιστον τον καταλαβαίνω.
Ενα ένα, αγαπητέ.Δεν κάνω βιβλιογραφικές παραπομπές-αναφέρω κείμενα που ΘΥΜΑΜΑΙ. Κι αυτό το θυμάμαι καλά. Γιά τον Κάσδαγλη (σύμφωνοι, μίρλας σε πολλά) μιλάω μόνον γιά τους Κεκαρμένους που έδωσαν κι ένα κινηματογραφικό μελό ,την Ευδοκία. Και μόνον γιά τον μύθο του.Πείτε ό,τι θέλετε γιά τον αφηγητή. Όσα ξέρει ο νοικοκύρης...Πάντως εντύπωση αποκόμισα, όχι βεβαιότητα.Α, και ο αφηγητής που παριστάνει τον αυτόπτη, είναι βεβαίως ο πιό θρασύς διαστροφέας ,έτσι;
Τον Ιούδα τώρα, δεν σας τον ρήμαξα εγώ, αλλά οι καλές μου προθέσεις γιά το κείμενό σας. Σκέφτηκα ότι αποκλείεται να θελήσετε με τρείς πινελιές να αντιστρέψετε ολην αυτήν την λαϊκάντζα του 12ου που διέφυγε...Οσο γιά το κλέψιμο, καλώς να το διαπράττετε, όλο και περισσότερο.
Γιά τα εξτρίμ και έτσι, ελάτε τώρα εσείς! περιγρέφετε σε μιά σελίδα τέτοια "παραφορά" γιά τον μέσο χρήστη αυτού του πλανήτη, που θα ήθελε 11+1 ζωές γιά να την ζήσει. Επειδή ΕΜΕΙΣ ζήσαμε, δεν σημαίνει ότι πολλοί άλλοι ελπίζουν να ζήσουν κάποτε άλλοτε, αλλού και αλλοιώς!
Γιά την ηθική, σύμφωνοι, και σίγουρα συμφωνούμε ότι διαπραγματεύεστε μιά εποχή ήθους και όχι ηθολογίας.
Τέλος, στα γουστόζικα, όχι: ποτέ δεν ήμουν ρηγάς. Είχα αμέτρητους ρηγάδες φίλους και έχω ακόμη. Εσάς σας επηρεάζει ένα περαστικό Αλτσχάιμερ, εμένα η τυπική προσέγγιση των ρηγάδων. Τρότσκας ήμουνα. Τα γράφω αυτά, και μέσα στο blog, και σε βιβλία. Εισοδιστής. Σεβαστικός στην σοβιετία, κριτικός γιά να έχω επαρκείς δικαιολογίες. Στα χρόνια που αναφέρεστε ήμουν απλώς μιά κουρασμένη ψωλή.Μετά, αναλήφθηκα ως αστροναύτης....
Αυτό είναι το πλεονέκτημα του παραμένοντος. Όσο ο Πετεφρής κυνηγάει αεροπλάνα, εγώ μπορώ να πίνω τον καφέ μου ήσυχα -απαντώντας στην απάντησή του!
1. Με περιμαζέψατε λίγο από το πάτωμα όπου με είχατε πετάξει, μετά την αρχική σύγκριση με τον Κάσδαγλη. Ειδικά αφού αναφέρεστε στη μυθοπλαστική του πλευρά -υποθέτω οτι μίρλα θεωρώ το ύφος του. Δεκτό, να αποσύρω τις βιβλιογραφικές αναφορές -αλλά πολλά κείμενα θυμάστε (το στανιό μου μέσα!) Εγώ έχω ξεχάσει ακόμα και ποιος σκότωσε τον Ρότζερ Ακρόυντ (μη σας πω και τον Τζον Αυλακιώτη).
2. Εντάξει, εντάξει -μεγάλες βλέψεις μου αποδίδετε. Κείμενο σε μπλογκ σηκώνω -δεν γράφω βιβλίο. Ο αφηγητής μπλόγκερ είναι, ως γνωστόν ... ας μην συνεχίσω. Πάντως, εντάξει, δέχομαι την άποψή σας -διαφωνώ βέβαια, αλλά δεν μπορώ να γίνω η δική σας ματιά. Θυμάμαι όταν το είχα ποστάρει κάποιος έγραφε στα σχόλια "άντε να χαθείτε, μαλλιάδες, άπλυτοι". Ας καταλήξουμε λοιπόν στην προσωπική οπτική που θα πρέπει να διαφέρει γιατί αλλιώς καήκαμε.
3. Δεν το πολυκατάλαβα το σχόλιό σας για τον 12ο -αλλά μάλλον αυτό που λέτε ήθελα να κάνω. Το γάμησα ε;
4. Για το κλέψιμο είμαι φανατικά υπέρ (είναι κι εκείνο το διήγημα του Μπόρχες με τη μαϊμού και τη γραφομηχανή που γράφει τους Άθλιους μετά από απανωτές προσπάθειες). Αλλά, όσο περνάνε τα χρόνια, κλέβω, μάλλον, όλο και λιγότερα λόγω Αλτσχάιμερ.
5. Αγαπητέ, προσπαθώ, θέλω να πιστεύω, ελπίζω, πως δεν περιγράφω για τον μέσο χρήστη του πλανήτη. Αυτός είναι ένας λόγος που έχω μπλογκ και δεν ξοδεύω το (ανύπαρκτο έτσι κι αλλιώς) κομπόδεμά μου σε εκδοτικές προσπάθειες. Ξεκίνησα να γράφω εκεί για να εντυπωσιάσω τη γυναίκα μου και μετά ανακάλυψα πως κάποιοι που μου έμοιαζαν, σχολίαζαν τα κείμενά μου. Αν σε αυτό το πολυπληθές κοινό των 4-5 ατόμων βάλετε κι εμένα θα έχετε όλο το target group μου. Ας πούμε, αν εσείς ήσασταν η Ροζίτα Σώκου δεν θα σας έστελνα ποτέ κείμενό μου.
6. Ήθος, ναι. Άσχημο ακούγεται αλλά είναι σωστό.
7. Θα πάω να διαβάσω το μπλογκ σας, πάντα είχα αδυναμία στους Τρότσκηδες. Έχω και μια ιστοριούλα σχετική μάλιστα στο δικό μου μπλογκ, αν δεν σας συμπαθούσα θα σας πρότεινα να την διαβάσετε. Ελπίζω μόνο να μην τα λέτε κουλτουριάρικα στο μπλογκ σας γιατί έχω διαβάσει εδώ κριτικές σας που δεν καταλάβαινα Χριστό. Είμαι λίγο αργός στο μυαλό, μην περιμένετε πολλά.
8. Εισοδιστής; Μα είστε τόσο παλιός ή εγώ τα μπερδεύω; Είστε, σα να λέμε, "γενιά του Πολυτεχνείου"; Α μα τότε έχουμε πολλά για να τσακωθούμε! Χάρηκα ειλικρινά που σας γνώρισα!
Γιώργο Μίχο, δεν είναι λογοτεχνία, (όπως τουλάχιστον εγώ έχω συνηθίσει να οριοθετώ τη λογοτεχνία) -είναι κείμενο για μπλογκ. Προσωπικά ημερολόγια νομίζω πως (ξεκίνησαν τουλάχιστον να) είναι τα μπλογκ -απλά εγώ είμαι κάπως αμήχανος όταν πρόκειται να παραθέσω βιώματά μου. Γι΄αυτό καταφεύγω στη ντρίπλα της τραβηγμένης και, κατά μεγάλο μέρος, φανταστικής ιστορίας -προκειμένου να κρύψω εκεί αυτό που θέλω να θυμάμαι.
Και, ειλικρινά χαίρομαι όταν κάποιος βλέπει το κείμενο με βιωματική οπτική. Όχι για λόγους προσωπικής καταξίωσης (είμαι αρκετά καταξιωμένος απέναντι στην κόρη μου και αυτό μου αρκεί), αλλά γιατί ξεχωρίζω έναν ακόμα φίλο. Παλιά το λέγαμε αλλιώς, αλλά άστο καλύτερα.
Κατά τη γνώμη μου, δεν είσαι υποχρεωμένος να κρίνεις -αλλά είσαι υποχρεωμένος να κουβεντιάσεις. Υποχρεωμένος όχι απέναντί μου φυσικά, ούτε απέναντι στο συγκεκριμένο μπλογκ. Οι υποχρεώσεις από τα δικές μας γωνίες ξεκινούν κι αυτές προσπαθούν, μάταια, να λειάνουν σε τελική ανάλυση.
δεν ξερω αν ειμαι σε θεση να σχολιασω το θεμα της αφηγησης αλλα θα ηθελα να πω δυο λογια για την γραφη.
συνολικα αν μου επιτρεπετε και οχι μονο για τουτο το κειμενο.
η πρωτη φορα που εμαθα για ενα μπλογκ ηταν για το δικο σου μοτο.
ξεκινησα να διαβασω την ιστορια σε συνεχειες που ειχες στον λευκο θορυβο και διαβαζα απνευστι για 8-10 ωρες συνεχομενες, ωσπου να το τελειωσω. ειχε πιαστει η πλατη μου μπροστα απο το πισι, τα ματια μου ποναγαν και τσουζαν αλλα δεν μπορουσα να σταματησω.
αυτο δεν μου συμβαινει συχνα με κατι ου διαβαζω οποτε το δικο σου "κατορθωμα" εγω το ονομαζω ταλεντο για μενα.
μου παειπολυ ο τροπος που γραφεις.
εισαι αμεσος, απλοχερος και ουσιαστικος.
σεβεσαι πολυ τους χαρακτηρες σου,δινεις μεγαλη βαρυτητα στο ψυχογραφημα τους, εισαι δικαιος μαζι τους και ακρως ευσυνειδησιακος.
τους κατανοεις ολους και βαζεις τον αναγνωστη στη θεση τους.
θυμαμαι ειχα νιωσει ολους τους χαρακτηρες σου τοτε.
βεβαια (αυτο εχει να κανει με δικες μου μνημες) επεσα σε καταθλιψη για καποιες μερες. οδηγουσα και κυλουσαν δακρυα για τον κωστα και την αλεξ, σκεφτομουν τι να απογιναν οι υπολοιποι και ο κατσουλας.
ειχαν παρει σαρκα και οστα μεσα μου.ειχαν γινει ολοι δικοι μου ανθρωποι.τους κουβαλουσα.
οσον αφορα στον μυστηριο τι να πω?
σαν να τονβλεπω μπροστα μου. μπηκα στην διαδικασια να τον φανταστω και εξωτερικα και εσωτερικα.
ολα αυτα σημαινουν πως παρατηρεις πολυ τους ανθρωπους πριν τους καταγραψεις ή καταγραφει οσους σε εχουν κανει να τους παρατηρησεις πολυ. δεν εχει σημασια. οπως και να εχει εγω θα προτιμουσα να τα εκδοσεις τα γραπτα σου για να τα αγοραζω και να τα διαβαζω οποτε επιεγω γιατι απο δω αυτο δεν γινεται(ειμαι πολυ περιεργη ως ανθωπος και ανυπομονη για να κρατηθω καθε φορα που ΄βλεπω ενα ποστ σου για να μην το διαβασω επι τοπου). προβλημα μου θα μου πεις αλλα σημερα σκεφτηκα αρκετα πριν διαβασω τον μυστηριο(δεν ημουν σε φαση να ξαναπερασω αυτ που ειχα περασει τοτε με την αλεξ κλπ) αλλα ειδα οτι ηταν μικρο και υπερισχυσε και η περιεργεια οποτε ειπα δεν βαριεσαι ποσο θα προλαβω να δεθω μαζι τους?
σε παρακαλω μη με αφηνεις λυπημενη...να μου λες που και που νεα τους. ¨:)
τουτο δεν ηταν λογοτεχνικη αναλυση αλλα μια συγχυση αισθηματων που μονο εσυ εχεις τον τροπο να ξεδιαλυνεις τοσο απλα.
φχαριστω
Γιώργο Μίχο, η άποψή σου αποτελεί για μένα την καλύτερη αιτιολόγηση που θα μπορούσα να δώσω στο ερώτημα "γιατί έχω μπλογκ". Το οτι θα συνεχίσουμε τον μεταξύ μας διάλογο είναι, επίσης, μια από τις υποσχέσεις που χαίρομαι να ακούω.
Η αναγωγή σου στις Συμμορίες της Νέας Υόρκης (ουφ, να και κάτι που ξέρω!) είναι, πραγματικά, κλειδί. Όπως και τα συνακόολουθα συμπεράσματά σου. Δεν είχε πάει το μυαλό μου κατά εκεί -να ένας λόγος λοιπόν που με χαροποιεί για την επιλογή μου να στείλω κείμενο στο C.E.
Τι σημαίνει "αδέξιος απέναντι σε κάποιο κείμενο"; Αν σημαίνει πως το εκλαμβάνεις πριν προλάβεις το αναλύσεις και πως, λόγω αυτού χάνεις κομμάτι της αναλυτικής σου ικανότητας -η συγκεκριμένη αδεξιότητα αποτελεί τιμή για μένα.
Ένα πράγμα μόνο. Την άποψή σου την έφαγα σαν τη σφαλιάρα που προσγειώνεται στο κεφάλι μας, προκειμένου να σκύψουμε για να αποφύγουμε κάποιο κινούμενο δέντρο. Όντως, τόσο μικρό και τόσο λίγο είναι αυτό που κάποτε θεωρήσαμε σημαντικότερο όλων.
αυτο που ηθελα να πω ειναι πως εχεις εντελως κινηματογραφικη γραφη.
δημιουργεις ζωντανες, πληρεις εικονες.
αυτα
Μοτοσακέ, το μόνο αληθινό ήταν το πάθος...κι αυτό μας αθωώνει...
Τί έλεγε ό Σαββόπουλος στο Χάππυ Ντέι:
Να ελευθερωθεί η Ιστορία ν'ανοίξει στο Μύθο, αν δεν το κάνουμε εμείς πώς θα το κάνουν οι πολιτικές.
Και πολιτικές στα μέρη μου λένε και τις πουτάνες...
Οι υπόλοιποι ανταμειφθήκανε κατά τα πανώ που κουβαλούσαν...
Αν αυτό που νιώθω στο διάφραγμα για σένα δεν είναι αγάπη, τότε τι είναι;
Συνενοχή, Γιώργο Μίχο, συνενοχή -αυτό νομίζω πως είναι. Και επειδή οι πολιτικές είναι, έτσι όπως ακριβώς τις λένε στα μέρη σου -το πάθος μάς ενοχοποιεί, αντί να μάς αθωώνει. Γιατί, δυστυχώς, ο χώρος στον οποίο ζούμε είναι αντεστραμμένος, αντανάκλαση του ειδώλου μας, και, όπως έλεγε η μακαρίτσισσα "η ελευθερία είναι απλά μια λέξη όταν δεν σου έχει μείνει τίποτα άλλο να χάσεις".
Εγώ πανώ δεν μπορούσα ποτέ να κρατήσω γιατί γέμιζαν τα χέρια μου ακίδες και μετά πρήζονταν. Πως να κρυφτείς με τα χέρια πρησμένα;
Κι αυτή είναι η γελοία δικαιολογία μου πως δεν ήμουν παρών στη μοιρασιά, λόγω επιδερμικής ευαισθησίας.
εγώ που έχω φάει για τα καλά τα κείμενα του Μοτοσακού ξέρω την ευλογημένη του ευκολία να ξεδιπλώνει μερικές εκατοντάδες λέξεις αφήνοντας ηθελημένα κενά στην αφήγησή του, και λέγοντας ηθελημένα, εννοώ ότι ξέρει πολύ καλά τι ακριβώς γράφει, που ακριβώς πατάει και που κάνει φάλτσο (το οποίο βαριέται έπειτα να διορθώσει),είναι τεμπέλης και το διαλαλεί, αλλά όποιος το διαλαλεί δεν είναι ακριβώς τεμπέλης, έτσι δεν είναι φίλε μου Μοτοσακέ; Γιατί έχεις το φυσικό χάρισμα της γραφής και άσε το αμέριμνο ύφος. Σε ταμάς τώρα; σε ταμάς;
(αυτό είναι από τα καλύτερά του)
"Σε καιρούς ανάγκης, αγαπάμε τους συνενόχους μας"
Δεν θυμάμαι τώρα ποιος το είχε γράψει, μπορεί και να μην ήταν μόνο ένας...
;)
Μοτοσακέ, δεν είναι απαραίτητο να κρατάς πανό αν ξέρεις καλό σημάδι! Ξέρεις;
Έχω παρακολουθήσει άφωνη το μεγαλύτερο μέρος της συζήτησης και αισθάνομαι πολύ τυχερή.
ΉΘελα απλά να το πω και να επιστρέψω στο κλαδί μου (σε εκείνο το δέντρο στη στροφούλα της Μαυρομιχάλη) για να παρακολουθήσω τη συνέχεια.
:D
Την ενοχή των θυμάτων που επέζησαν του Άουσβιτς την έχεις ακουστά;
Ένοχοι γιατί επέζησαν...τσογλανάκια που ρίχτήκαμε στην ιστορία γιατί το γυμνάσιό μας γειτόνευε με το
Πολυτεχνείο...
Στην κοινωνία των "συνενόχων" που έφτιαξαν τα πακέτα της ευρωπαϊκής ένωσης παίζουν όλοι, κι εγώ που θεωρώ ότι κατάφερα να μείνω απέξω από αξιοπρέπεια.
Άκου μερικές παραδοχές μου:
Δεν είμαστε πιά ο δίκαιος λαός που βγήκε από το τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο, φάγαμε ανθρώπινο κρέας τα τελευταία χρόνια και έτσι άμαθοι που είμαστε μας ξυνίζει λίγο η γεύση του...
Με τρόμο βλέπω πως τα παιδιά μας θα πληρώσουν την Ύβρη μας...
Η ιστορία παίρνει σβάρνα και αυτόν που έπαιξε και αυτόν που δεν έπαιξε...
Αυτό το ξέρει κι ο Δημήτρης Παπαχρήστος που η ιστορία πέρασε μια στιγμή κυριολεκτικά από το σώμα του, γι αυτό η καλύτερη παρέα του είναι ο Γλέζος...
Είμαι άνθρωπος και έχω όρια,και οι ευθύνες μου είναι οι ανθρώπινες.
Και το πάθος μου επιμένω με αθωώνει...γιατί διάβασα νωρίς το Σταυροφορία χωρίς Σταυρό του Καίσλερ, και η στυγνή ανάλυση των πρόθέσεών μου με συνόδευε...
Ο δαρμένος ή θα δέρνει τα παιδιά του ή θα προσπαθείνα εμποδίζει κάθε δάρσιμο στο μέλλον. Διάλεξα το δεύτερο.
Μιλάω έτσι γιατί βιοπορίζω από μια ρωγμή, όπου η παρακμή της χώρας αναστρέφεται. Ετοιμάζω γλωσσικά μελλοντικούς μετανάστες για την Ευρώπη.
Κατά την άποψή μου η Ελλάδα είναι μια λατινοαμερικάνικης μορφής δημοκρατία στην Ευρώπη που μόλις συνέρχεται από μια περίοδο εικοσάχρονου Περονισμού...
Πεντακόσιες υπολόγισε τις οικογένειες που λυμαίνονται τον τόπο, ο "εθνάρχης". Ο "παπατζής" τις έκανε εφτακόσιες πενήντα και ο "λογιστάκος" που τον διαδέχτηκε τετρακόσιες πενήντα.
Όπως Βενεζουέλα
Αν για ότι συμβαίνει στον πλανήτη ένοχος είμαι εγώ, θα ανακαλύψω την πρωταρχική ενοχή μου απέναντι στα ζώα και θα κατέβω μια μέρα σαν τον Νίτσε να αγκαλιάσω το άλογο που δέρνουν...Η απέραντη ανάληψη της ενοχής για παρακίνηση σε δράση είναι επικίνδυνη. Μας το έμαθε κι ο Τζών Λε Καρρέ στη Μικρή Τυμπανίστρια.
Δεν έβαλα κανέναν στην οργάνωση, δεν ψήφισα τη διαγραφή κανενός,
δεν κράτησα πανώ γιατί είχα δημοσιογραφική περιέργεια...ήθελα να εποπτεύω όλη την πορεία...
Θα πω εκείνο που σημειώνει ο Καλβίνο στις αόρατες πόλεις:"ψάξε και μάθε ν' αναγνωρίζεις ποιός και τι, στη μέση της κόλασης, δεν είναι κόλαση, κι αυτά κάνε να διαρκέσουν, δωσ' τους χώρο"
Τα είπα, ξέρω πως κάθε πρόταση είναι μια κουβέντα, αλλά τι να κάνω
Μοτοσακέ, βιάζομαι να δώσω στίγμα.
Κόρη, το βιβλίο της Λύντιας Στεφάνου ήρθε, μου είπαν και τα της προσέγγισής σου...:), θεά...
Ο Ροϊδης είναι παλιά μου παρέα με την έννοια πως "γνωριζόμαστε" από τότε που ξεκίνησα να έχω μπλογκ. Και είχα την τύχη να πιω κι ένα κρασί μαζί του. Οπότε, φίλε don't you σε ταμάς me! Ειδικά εσύ που γράφεις σα διάβολος σε περιοδεία στον χωρόχρονο.
Αλλά δεν θα περάσεις πάλι από τα μέρη μας; Θα σου πω εγώ τότε!
Μανταλένα μου, ούτε στο μπούμερανγκ δεν καταφέρνω να σημαδέψω σωστά. Σου το έχω πει, στο γράφω κιόλας εδώ -μου έκανες μεγάλο δώρο όταν μου είπες να στείλω το κείμενό μου. Με ξέρεις οτι ζω για συζητήσεις σαν αυτή. Και σήμαινε πολλά για μένα που σήκωσες εσύ το ποστ μου εδώ μέσα. Ευχαριστώ στ΄αλήθεια.
Γιώργο Μίχο, στην ενοχή αυτών που επέζησαν της Ιστορίας αντιπαραθέτω την ενοχή αυτών που έζησαν την εποχή που η Ιστορία σιωπούσε. Ίσως να το θυμάσαι (σχεδόν συνομήλικοι νομίζω είμαστε) πως υπήρχε μια εποχή που η Ιστορία βαρέθηκε να καταγράφει. Όταν μας έλεγαν πως είμαστε ελεύθεροι να μιλήσουμε, αλλά δεν είχε καμιά σημασία το τι θα λέγαμε. Όταν δεν ήταν επαναστατική πράξη να δεις τις "Φράουλες και αίμα" -τι σκατά επαναστατική πράξη να κάνεις στο Ιντεάλ και το Αττικόν;
Για να μιλήσουμε ποδοσφαιρικά -ξεκινήσαμε με τόσους βαθμούς ποινής που δεν καλύπτονταν στις αγωνιστικές που απέμεναν.
Συμφωνώ μαζί σου -δεν είναι μόνο οτι τα παιδιά μας θα πληρώσουν την Ύβρη μας, είναι, ακόμα περισσότερο, πως το να κάνεις παιδιά συνιστά εγκληματική πράξη προς τις επόμενες γενιές -κατά τη γνώμη μου.
Χαίρομαι που αναφέρεις τον Δημήτρη τον Παπαχρήστο -κι εγώ το κάνω, ακόμα κι όταν δεν χρειάζεται.
Κι αυτόν που έπαιξε, λες, κι αυτόν που δεν έπαιξε. Η τραγωδία είναι σε αυτόν που δεν μπόρεσε να παίξει γιατί τα προηγούμενα παιδάκια φεύγοντας, πήραν και τη μπάλα μαζί τους.
Εγώ προσπαθώ, απλά, να θυμάμαι τις ενοχές μου. Και να μιλάω με αυτούς που κανείς δεν ακούει -τα παιδιά είναι καλή αρχή κι ακόμα καλύτερο τέλος. Το ενδιάμεσο είναι δύσκολο να γεμίσει.
Είσαι άνθρωπος λες -καλό είναι αυτό να το καταφέρεις. Γιατί εγώ είμαι μάλλον απάνθρωπος δεν έχω καταφέρει να φύγω από εκεί. Και οι ευθύνες μου είναι οι παραλήψεις μου, το ίδιο με τις συνέπειες των πράξεων μου.
Αν καταλαβαίνω καλά -η δουλειά σου είναι τίμια, με την έννοια της προσωπικής τιμής και όχι της ανταλλακτικής αξίας. Η δική μου δουλειά είναι η αλαζονική πεποίθηση του μαλάκα -αυτού που βλέπει το προφανές και θεωρεί πως θα το υποστηρίξει ενώ τόσοι άλλοι έχουν αποτύχει. Γιατί εγώ μόνο τα κοινοτικά πακέτα έμαθα να πλασάρω -και ο κωλοπαιδισμός μου με έπεισε οτι μπορώ να το κάνω καλά. Χρειάζεται και άλλη εξήγηση;
Η Ελλάδα είναι ένα φέουδο με μαστουρωμένους κολλίγους -δεν έχω ακούσει καλύτερο ανέκδοτο από την "ελληνική δημοκρατία".
Κι εδώ πρωταγωνιστούμε, στην τσόντα της τηλεόρασης, νομίζοντας οτι για μας βογκάνε όλοι -στο γήπεδο, πιστεύοντας οτι τα βρζιλιάνικα ή τα σέρβικα πόδια είναι τα δικά μας. Με αρχαίους φιλόσοφους που τους γράφουμε ευχαρίστως στ΄αρχίδια μας, όταν η κουβέντα ξεπεράσει το στάδιο της σχέσης προγόνου -μπάσταρδου απογόνου.
Δεν υπάρχει πλανήτης φίλε -ή αν υπάρχει, υπεύθυνος για την επιβίωσή του είναι ο Σπάιντερμαν κι ο Μπάτμαν. Υπάρχει μόνο ο καθρέφτης μας κι εκεί φαίνεται το κομμάτι της ενοχής μας. Μακάρι να μπορούσα να αγκαλιάσω τα ζώα όπως προτείνεις, αλλά φοβάμαι πως κι αυτά θα τα πνίξω. Αμηχανία άνω άκρων -η χειρότερη του κόσμου, ρώτα και τον Γκαρφάνκελ.
Διάβασες τη Σταυροφορία του Καίσλερ όταν ήσουν μικρός -εγώ διάβασα το Φάντασμα στη Μηχανή και έχασα το δικαίωμά μου στην παιδικότητα (αν ποτέ το είχα).
Σε κάθε πρότασή σου είναι μια κουβέντα που δεν γίνεται εδώ -το ήξερα άλλωστε, γι΄αυτό σου είχα πει από την αρχή "δεν πάμε για καμιά μπύρα;"
Το στίγμα σου και οι αοριστίες μου -καλημέρα και να είσαι καλά.
Υπάρχει λόγος σοβαρός....που είμουν νέος χλιαρός...
Μοτοσακέ,μας προέκυψαν μπύρες.
Γουστάρω αφόρητα. Μένουμε σε επαφή...
Να δώσουν τα παιδιά τα διπλώματα να είμαι χαλαρός...
Σαφέστατα. Κι εγώ δεν είμαι στην πιο αραχτή περίοδό μου τώρα. Ναι, όταν χαλαρώσει λίγο η κατάσταση περιμένω μέιλ.
μου άρεσε
Χαρά στο κουράγιο σου (αυτό έπρεπε να το βάλω id, αλλά δεν έχω όρεξη να βγω και να ξαναμπώ)
που το διάβασες. Ευχαριστώ πάντως.
RESPECT :)
Κι εγώ για την κουβέντα που έγινε Razz.
μου έμειναν δύο σχόλια του Πετεφρή.
πετεφρής (α):
`...ο αφηγητής εμφανίζεται να διαθέτει όλες τις υπερκριτικές ιδιότητες ενός παντογνώστη...`, και,
πετεφρής (β):
´Είναι επικίνδυνο να θεωρείς ότι κάποτε ήσουνα μέσα σε μιά εξτρίμ κατάσταση και άρα είσαι αποτελεσματικός εκφραστής της´
καταλαβαίνω ότι μπορεί να είναι όντως
για κάποιον που θέλει να συγγραφεί...
μα ταυτόχρονα είναι και αληθινό
γιατί έτσι συμβαίνει σε όλους συνειδητά ή όχι,
όταν αφηγούμαστε στον εαυτό μας την ζωή μας.
ίσως
Συγγραφέας(χ,ψ,ζ...ν) - Ιδιότητες(πεφ(α,β)) - Α(Λ)+Λ(Α)= blogger
πάλι, μάλλον μπούρδες λέω.
το ενδιαφέρον είναι όμως,
ότι τις λέω.
Πέρα από τεχνικές και άλλες αναλύσεις το κείμενο είναι εξαιρετικό και το καταευχαριστήθηκα. . .
Εμένα (άλλαξε ρε παιδάκι μου όνομα, νομίζω οτι μιλάω στον εαυτό μου), συμφωνώ απολύτως με την εξίσωσή σου -όσον αφορά εμένα τουλάχιστον. Υπάρχει και κάτι ακόμα, να το πούμε. Όταν πας να κάνεις κάτι αυτοαναφορικό και ταυτόχρονα ψεύτικο, χαμένο μεταξύ υπερβολής και συστολής, είναι εύκολο να σου ξεφύγουν οι λέξεις. Αφού μια φορά πήγα να κάνω ένα ποστ για ένα θλιμμένο απόγευμα και κατέληξα να γράφω για τις σφαλιάρες που είχε φάει ο Καστίγιο από τον Μπουλούτ. Α και που είσαι ... μην το αλλάξεις το όνομα -με βολεύει να μιλάω σε μένα.
Αειποτέ, εγώ ευχαριστήθηκα τις αναλύσεις -κυρίως γιατί ξεπέρασαν το κείμενο (θα ένιωθα άβολα με μια πληθώρα τεχνικών συμβουλών τις οποίες είμαι ανίκανος να εφαρμόσω). Χάρηκα πάντως που σου άρεσε το κείμενο.
Ευχαριστω Μοτοσακε για το καταπληκτικο ποστ.
Η συζητηση που ακολουθησε ειναι σιγουρα απο τις πιο ενδιαφερουσες που εχω διαβασει σε μπλογκ.
Σε παρακολουθω καιρο μα αυτο το ποστ με εκανε να θελω να σου αφησω ενα χαιρετισμο, σαν ενδειξη μπλογκο-φιλιας. Ισως συντομα αφησω κι εγω το στιγμα μου. Δεν νοιωθω ακομα ετοιμος...
nihardal αυτά που είπες ήταν πάρα πολύ καλά λόγια! Εγώ σε ευχαριστώ λοιπόν. Και περισσότερο για την ένδειξη φιλίας -βγάλε τα μπλογκς από τη μέση, αυτά είναι το μέσο. Θα χαρώ να σε ξαναδώ (με εισαγωγικά) ή να σε δω (χωρίς εισαγωγικά).
Και κάτι που θέλω να σου πω: μην περιμένεις να νιώσεις έτοιμος γιατί τότε δεν θα είναι δικό σου το στίγμα που θα αφήσεις. Άφησε τα ίχνη σου όντας ανέτιμος -αυτά είναι πιο αληθινά.
re paidia oraio to keimeno, oraia ta sxolia, alla re gamoto eimai 28 xronon k kapoies stigmes milate gia pragmata pou den xero k den exo akousei kan mexri tora!k ekei pou sineiditopoio oti mallon eimai se alli genia, den mporo omos kan kapoies stigmes na katalavo k na piaso to noima opos toulaxiston eseis..tora ego exo to provlima, eseis ...alla apo tin alli den sas kovo na eiste poli megaliteroi apo emena k idou to kollima mou(k sinama to erotima mou)toso diaforetika ginetai na einai ta pragmata k ta viomata anamesa se anthropous pou ante na exoun 20 xronia (to poli) diafora??
Ioannis θα σου πω μια μικρή ιστορία: Έχω 4 χρόνια διαφορά από τον αδερφό μου. Όταν εγώ πήγα πενταήμερη ήταν κάτι ανάλογο με το Γούντστοκ. Λέγαμε, "τόσες μέρες με όλες τις κοπέλες και τα ξύδια άφθονα! θα κραιπαλιάσουμε και μέσα στον πανικό μπορεί και να πηδήξουμε!" Καταφέραμε μόνο το πρώτο φυσικά.
Όταν γύρισε ο αδερφός μου από πενταήμερη τον περίμενα όλο αγωνία: "Τι έγινε ρε συ; Οργιάσατε;" "Μπα. Βασικά ξεκουραστήκαμε". "Τι λες ρε μαλάκα; Για ύπνο πήγατε πεντήμερη;" "Ε, τι άλλο; Αφού όλα τα υπόλοιπα τα κάνουμε και τις άλλες μέρες εδώ!". Τέσσερα χρόνια διαφορά φίλε!
Αν βλέπεις κάτι που δεν το ξέρεις, ψάξτο στο δίκτυο. Ίσως κάτι να σε ενδιαφέρει -και πηγές υπάρχουν άπειρες.
Δημοσίευση σχολίου