Δευτέρα 14 Μαΐου 2007

Numb_jg - Εκκλησιαστικό Δυστύχημα

Η 24η Απριλίου 2008 ήταν μια μέρα που θα χαραζόταν ανεξίτηλα στη μνήμη των κατοίκων του μικρού χωριού και γενικότερα στο συλλογικό φαντασιακό των Ελλήνων. Γιατί η φήμη που συνόδεψε αυτό το περιστατικό, το οποίο έλαβε τόπο στο ναό του Αγίου Νικολάου, πέρασε τα σύνορα του χωριού, έφτασε στην πόλη και με την αρωγή των ΜΜΕ έγινε ένας θρύλος που ακόμη και σήμερα, 35 χρόνια μετά, εξάπτει την περιέργεια και δυναμιτίζει το ήρεμο πνεύμα των ορθοδόξων χριστιανών. Γι αυτό το θέμα, που σκανδάλισε τα πλήθη, ακούστηκαν τόσα πολλά, τα οποία ήταν όχι μόνο ανακριβή, αλλά και εμπλουτισμένα με αχρείαστες λεπτομέρειες. Ευτυχώς, ήμουν μπροστά στο συμβάν και μπορώ να σας εκμυστηρευτώ εκ των υστέρων, πάντα με την εξωραϊστική διάθεση που χαρίζει αβίαστα ο χρόνος, όλα όσα συνέβησαν εκείνο το ωραίο πρωινό της Μεγάλης Πέμπτης μέσα στον περίλαμπρο ναό.

Η Θεοπίστη ήταν μια πανέμορφη κοπέλα, γύρω στα 25, που είχε πάει στην εκκλησία για να μεταλάβει. Πάντα σοβαρή, ολιγομίλητη και θεοσεβούμενη. Όλοι όσοι την έβλεπαν, έστρεφαν το κεφάλι τους προς το μέρος της και θαμπωμένοι από την ομορφιά της, αφήναν, χωρίς πάντα να το θέλουν, έναν αναστεναγμό. Ακόμη και οι δυο αρχικουτσομπόλες του χωριού, η Φιλιώ η μοδίστρα και η Ελπινίκη, δε μπορούσαν να πουν κάτι κακό γι αυτήν, αλλά τη συμπονούσαν με τον τρόπο τους. «Ωραία κοπέλα και να είναι ανύπαντρη». «Κρίμα, κρίμα. Να δεις που θα παραμείνει ανύπαντρη μέχρι να πεθάνει». «Στοίχημα βάζω ότι θα πάει να γίνει καλόγρια». «Ε ναι, σίγουρα. Από μικρή τη θυμάμαι κάθε Κυριακή να πηγαίνει στην εκκλησία. Μα, άλλα ενδιαφέροντα δεν έχει αυτή η κοπέλα; Έστω να πάει για ένα καφέ, για ένα ποτό, βρε αδερφέ;». «Αυτή η κοπέλα είναι υπόδειγμα ηθικής στο χωριό. Δεν έχει δώσει κανένα δικαίωμα για κουτσομπολιά. Δεν είναι σαν τις άλλες τις χαμούρες. Αυτή είναι τύπος και υπογραμμός».

Εκείνη τη μέρα την πέτυχα στο δρόμο. Την καλημέρισα. «Καλημέρα Γιώργο. Καλά είσαι; Θα πάω στην εκκλησία να μεταλάβω. Νήστευα για 40 μέρες. Εσύ πόσο καιρό έχεις να ρθεις εκκλησία;», ρώτησε με έναν γλυκά παραπονιάρικο τρόπο. Της είπα ότι έχω να εκκλησιαστώ τουλάχιστο έναν χρόνο, ενώ μεταξύ σοβαρού και αστείου ομολόγησα ότι ο κυριότερος λόγος για τον οποίο δεν πηγαίνω στο ναό είναι το ότι ο παπα-Νικόλαος είναι ιδιαίτερα κακόφωνος. Μου έριξε ένα αυστηρό βλέμμα και έφυγε. Εγώ πήγα στην καφετέρια, αλλά ήταν κλειστή. Για ένα λόγο, που ακόμη και σήμερα δε μπορώ να εξηγήσω, αποφάσισα να πάω στον Άγιο Νικόλαο. Ίσως οφειλόταν στο ότι είχα δει τη Θεοπίστη ή στο ότι ήθελα να την ξαναδώ. Μα ήταν τόσο ωραία! Φορούσε, θυμάμαι, ένα λευκό πουκάμισο, μια καφέ μάξι φούστα με κάτι λουλουδάκια, τα ξανθά της μαλλιά έπεφταν στους λεπτούς της ώμους, ήταν μια οπτασία!

Όταν μπήκα στον πρόναο, άναψα ένα κερί, αυτή με κοίταξε, μου χαμογέλασε, ήρθε προς το μέρος μου και με σιγανή φωνή παραδέχτηκε: «Χάρηκα που ήρθες στην εκκλησία. Νιώθω σα να έκανα μια καλή πράξη σήμερα. Δεν πειράζει που ήρθες στο τέλος της θείας λειτουργίας. Πάω να μεταλάβω. 40 μέρες νηστείας δεν ήταν και λίγες. Τρέμουν τα πόδια μου από την πείνα, αλλά με τη βοήθεια του Θεού καταπολέμησα όλους τους στομαχικούς πειρασμούς». Κούνησα συγκαταβατικά (πιο πολύ μηχανικά μάλλον) το κεφάλι μου και την είδα να κατευθύνεται μαζί με τους άλλους πιστούς προς το μέρος της Ωραίας Πύλης, όπου ετοιμαζόταν να βγει ο παπάς, για να κοινωνήσουν. Τα χείλη του αριστερού ψάλτη έψελναν με ευλάβεια το «μετά φόβου Θεού πίστεως και αγάπης προσέρχονται». Οι πιστοί μεταλάμβαναν το σώμα και το αίμα του Κύριου ημών Ιησού Χριστού. Η Θεοπίστη είχε μείνει τελευταία. Την στιγμή που έφτασε μπροστά από τον ιερέα, έπιασε ξαφνικά το κεφάλι της, παραπάτησε ζαλισμένη και έπεσε κάτω στο δάπεδο μπροστά στον παπά. Αυτός ξαφνιάστηκε, έκανε μια κίνηση σαν να προσπάθησε να την πιάσει, αλλά η κίνησή του ήταν αναποτελεσματική. Το μόνο που κατάφερε ήταν να αφήσει από το χέρι του το δισκοπότηρο με την αγία μετάληψη, η οποία χύθηκε όλη στο πρόσωπο και στα ρούχα της Θεοπίστης. Ο κόσμος πάγωσε. Ο ψάλτης σταμάτησε και άρχισε να βήχει. Ακόμη και η Φιλιώ σταμάτησε τα κουτσομπολίστικα ψουψουψού με την Ελπινίκη και κοίταζαν το παράξενο θέαμα. Εγώ πάλι ήθελα να γελάσω, αλλά με τη βοήθεια του Θεού κρατήθηκα. Η Θεοπίστη κάτω αναίσθητη, βρεγμένη από τη θεία κοινωνία με τον παπά από πάνω να την κοιτάει αμήχανα. Νεκρική σιωπή. Εκκωφαντική, θα μπορούσα να πω. Τότε ο παπάς έκανε ένα νόημα και ο δεξιός ψάλτης ξεκίνησε πάλι να ψέλνει. Ο ιερέας έσκυψε πάνω από τη Θεοπίστη και άρχισε να την αγγίζει. Το ορθόδοξο δόγμα υποστηρίζει ότι είναι φριχτή αμαρτία να πάει χαμένη η θεία κοινωνία. Ο παπα-Νικόλαος έσκυψε, λοιπόν, από πάνω της και άρχισε να τη γλύφει στο πρόσωπο και στο λαιμό. Δεν έπρεπε να πάει χαμένη η μετάληψη. Έβγαλε μετά τα άσπρο της πουκάμισο, την έγδυσε και κοιτούσε το στηθόδεσμό της. Ο κόσμος άρχισε να νιώθει αμήχανα. Από κάπου ακούστηκε το γνώριμο ψουψουψού της Φιλιώς, κάποιες γιαγιάδες σταυροκοπήθηκαν και πήγαν προς την έξοδο του ναού, ενώ κάποιοι άλλοι προχώρησαν προς το μέρος του ιερέα. Εκείνος αφαίρεσε τον στηθόδεσμο της. Αμέσως μετά, τη φούστα της. Οι 10 λέξεις που εκστόμισε έσκασαν σα βόμβα μεγατόνων: «Πω πω τι μουνάρα είσαι συ. Θέλω να σε γαμήσω». Και αφού αφαίρεσε τα άμφιά του, έβγαλε και το κιλοτάκι της Θεοπίστης και άρχισε να τη γαμάει. Ο παπάς προφανώς είχε θαμπωθεί από την ομορφιά της Θεοπίστης και είχε φτάσει σε έκσταση και σε έναν παροξυσμό που τον αποπροσανατόλιζε από τον παρόντα χωροχρόνο. Η Θεοπίστη ξύπνησε από τον πόνο και άρχιζε να ουρλιάζει «Μη, ρε τραγόπαπα είμαι παρθένα», για να πάρει την αποστομωτική απάντηση: «΄Ησουν παρθένα». Το θέαμα ήταν το πιο αλλόκοτο της ζωής μου. Θυμήθηκα τη σκηνή των οργίων στο «Μάτια ερμητικά κλειστά» και συμπέρανα ότι εκείνη η σκηνή ωχριούσε μπροστά σε αυτά που διαδρματιζόταν μέσα στο ναό. Ο κόσμος άρχισε να φωνάζει αποδοκιμαστικά, τρεις πιστοί που μόλις είχαν μεταλάβει ξερνούσαν, ένας παππούς έβριζε τον παπά με φριχτές χριστοπαναγίες, μία γιαγιά λιποθύμησε, ο ψάλτης φώναξε κάτι ακατάληπτο, κάποια παιδάκια έκλαιγαν, η παπαδιά έτρεξε ντροπιασμένη προς την έξοδο, ένας πολυέλαιος κουνήθηκε και έπεσε στο πάτωμα, μερικά κεριά έσβησαν, κάποια άλλα άναψαν, μια εικόνα κατακρημνίστηκε, πολλά καντήλια έπεσαν στο δάπεδο και έγιναν κομμάτια, τρία σκυλιά μπήκαν στο ναό γαβγίζοντας, τα φώτα αναβόσβηναν μόνα τους, κάποιοι έτρεξαν βλαστημώντας προς το νάρθηκα, εγώ έμεινα να κοιτάω σαν να είμαι μπανιστηρτζής, η Φιλιώ με την Ελπινίκη φώναζαν «Στην πυρά, ω κολασμένοι», ο νεοκόρος εκστόμισε κάποιες τρομερές βρισιές, αλλά ο παπάς συνέχιζε το μηχανικό του έργο μέχρι που φώναξε «Χύνωωωωωωω ρε». Τότε η Θεοπίστη τον κοίταξε με λάγνο ύφος και ομολόγησε: «Θέλω κι άλλο».

Μετά από λίγες ώρες πλάκωσαν τα κανάλια και έγινε το σύστριγκλο. Το χωριό παρομοιάστηκε με τα Σόδομα και τα Γόμορρα. Ο παπάς και η Θεοπίστη εξαφανίστηκαν. Κανείς δεν τους είδε να βγαίνουν από το ναό, στον οποίο πραγματοποιήθηκε ξανά θεία λειτουργία ύστερα από 2 χρόνια, αφού προηγουμένως είχε διαβαστεί εξορκισμός από τον ίδιο τον αρχιεπίσκοπο. Μάλιστα ο μητροπολίτης αφόρισε και τη Θεοπίστη και τον παπα-Νικόλαο. Το χωριό έμεινε εκείνο το Πάσχα χωρίς ιερέα. Οι πιστοί αναγκάστηκαν να παρακολουθήσουν την αναστάσιμη λειτουργία στο διπλανό χωριό. Για πολλά χρόνια κανείς δεν είχε ακούσει κάτι νεότερο για το ζευγάρι. Μόλις πρόπερσι άκουσα κάτι φήμες ότι ο παπάς πέθανε, ότι η Θεοπίστη είναι η μάνα 7 παιδιών, εκ των οποίων το πρώτο γεννήθηκε με δύο κεφάλια, με κατακόκκινα μάτια και με διχαλωτή γλώσσα και ότι ύστερα από αυτή τη διαπόμπευση κατέφυγαν σε ένα νησί του Ιονίου, όπου δεν τους γνώρισε παραδόξως κανείς και ότι έβγαζαν τα προς το ζην με το εμπόριο ινδικής κάνναβης. Αλλά για όλα αυτά δεν είμαι σίγουρος. Θα σας γελάσω και δεν το θέλω.

http://numbinvolos2006.blogspot.com/

H άποψη του Πετεφρή: δεν είστε μόνος, κι αυτό είναι σίγουρο! η βαθύτατα ανθρωπιστική, ηθολογική σας στάση, που εκφράζεται (λέμε τώρα..) με την περιγραφή μιάς ύβρης, είναι πειραχτική, άρα βελτιωτική της συμπεριφοράς, "προκλητική" από αγωνία, και "εκτός γραμμής" από περιφρόνηση προς την ξύλινη, τρέχουσα ηθική.Δεν χρειάζεται να ανατρέξω (ευτυχώς!) στον Αριστοφάνη. Η αίσθηση ότι μέσα στο τυπικό των θρησκειών, υπάρχει ένας ωμός πόθος της σάρκας του άλλου, είναι αρκετά κοινή.Έχω αναφέρει πάλι την κατηγορία ενός "μάρτυρα¨ στα καμώματα του πρωτοπαπά Κωνσταντίνου Καβάσιλα, το έτος 1400: βάφτιζε ένα παιδί και είπε στην κουμπάρα, την ώρα που έβαζε στο παιδί το χρίσμα: φέρε να αλείψω τώρα του μουνίν σου, ίνα μη συγκάπτη (να μη συγκαίγεται). Και αρκετά ευρήματα στις ασεβείς ταινίες του Μπουνιέλ. Και βέβαια, ο αιγύπτιος ιερέας στις "τελευταίες ημέρες της Πομπηίας" που επιθυμεί να κουτουπώσει την χριστιανή, κι άς πέφτουν κολόνες από τον σεισμό.Και ο Καρκαβίτσας, στα λόγια της πλώρης, γαμάει τον διάβολο.Και βέβαια, ο Μπόστ, με το αμάρτημα της μητρός μου( "όταν η μητέρα μου αποφάσισε να γίνει πόρνη..."). Αυτού του τύπου η διήγηση παραμένει επίτηδες σοβαροφανής, βγάζει πολύ γέλιο με την ουδετερότητά της, ή ,όταν απομιμείται και συγκεκριμένη θρησκευτικη ρητορική, είναι πραγματικά γουστόζικη (όπως η holy hand grenade των Μόντι Πάιθονς). Εσείς, απο απειρία ή συγκρουόμενους στόχους, δεν διαλέξατε ένα ξεκάθαρο "εξαγνιστικό" ύφος. Η κοπέλα παραείναι ελκυστική, παρά την νηστεία της ,αφήνει λυτά τα μαλλιά της, πιάνει κουβέντα στον νάρθηκα με έναν νεαρό, είναι αφελής αλλά όχι του θανατά. Θα είχατε πιάσει τον ταύρο από τα κέρατα με ένα πιό σφιχτό ύφος. Αλλά δεν πειράζει. Ορθά διαλέξατε μικρό χωριό, κουτσομπόλες, εκκλησία και την πεποίθηση ότι η θεία κοινωνία δεν πρεπει να πέσει στο έδαφος, ως υπέρτατη αρχή τυπολογίας. Αλλά δεν ξέρετε πως θα είναι τα ΜΜΕ σε 35 χρόνια, όπως κανένας δεν ήξερε πως θα είναι τα ΜΜΕ του 2007, κατά το 1972. Θέλω πώ ότι το 2042, μπορεί να πλακώνονται μέσα στις εκκλησίες, γλείφοντας ο ενας τον άλλον και να μη τρέχει κάστανο, χωρίς να δημιουργούν "είδηση". Προτιμήσατε την ανεκδοτολογική πτυχή, αυτή που έχει οδηγήσει κατά καιρούς σε ωραία ανέκδοτα γιά τους παπάδες (όπως εκείνο με τον ιερέα που μπαίνει με το θυμιατό σε τεκέ με gay χρήστες και ένας του λέει: έ, γλυκειά μου, το τσαντάκι σου έπιασε φωτιά!). Με δυό λόγια, θεωρώ λάθος που βάζετε στο σήμερα το γεγονός και το σχολιάζετε από το μέλλον, επειδή τα κριτήριά σας παραμένουν του παρόντος και με το παρόν ασχολείστε. Αλλά έχετε ευρυχωρία φρονήματος και αυτό μου αρέσει- πάντοτε υπάρχει καιρός να στρώσετε ένα ύφος και καλές τεχνικές. Η τελευταία παράγραφος είναι απίστευτα καλή- στρώνετε.
Αν ,μαζί με το ξαφνικό και "ασεβές" γαμήσι σατιρίζατε και γλωσσικά το γεγονός, θα ήσασταν στα πρόθυρα του αφορισμού και της οργής των "ευσεβών".Η γλώσσα σας τώρα, είναι δεόντως νερωμένη και αραιωμένη. Δοκιμάστε κι άλλα.

Η άποψη του Μίχου. Μια φορά που μιλούσμε για τον Τζώρτζ Μπατάϊγ, λεει ένας της παρέας, ποιόν;, αυτόν που κατουράει δισκοπότηρα;... Θυμήθηκα και τον Ντε Σαντ με τις εσκεμμένες βεβηλώσεις, και το ρόλο του διευθέτη. Μετά την Πάπισσα Ιωάννα που γεννάει εξώγαμο ως πάπας...πιθανές προεκτάσεις του κειμένου εδώ... Αλλά εδώ έχουμε μια ήθογραφία, πάνω στην άποψη ότι η θεία κοινωνία δεν πρέπει να χυθεί, και αφού χύνεται, χύνουν όλοι μαζί...) Η ιστορία πάσχει από αληθοφάνεια...Η τύπισσα δεν έχει συμπεριφορά θεούσας, η ηλικία της δεν δικιολογεί την κοινωνικότητα που έχει, οι θεούσες είναι αμίλητες σ΄αυτή την ηλικία... Στην πραγματικότητα, αν συνέβαινε αυτό που περιγράφεις μάλλον το εκκλησίασμα θα το πληροφορούνταν με κραυγές από το χώρο της εξομολόγησης.... Η όλη ιστορία ξεκινάει από το αν η θεία κοινωνία χυνόταν...Αυτό που έρχεται να τη στηρίξει έχει την πιθανότητα της φαντασίας και όχι της αληθοφάνεια που απαιτείται, από ένα σημείο και μετά υπάρχει μια γρήγορη τακτοποίηση που επιταχύνει το ρυθμό της αφήγησης γιατί το κλού εξαντλήθηκε και η ιστορία πρέπει να κλείσει... Θεώρησες πως η τόλμη θα ήταν αρκετή για να διεκπεραιώσεις την αφήγηση και άφησες την ιστορία αφρόντιστη πραγματολογικά και αφηγηματικά. Η βέβηλη πρόζα έχει παράδοση, ανέφερα στην αρχή μερικές πηγές, και έχει απαιτήσεις περισσότερες από μιας πρόκλησης... Εγώ θα αρχιζα από τη Β΄επιστολή προς Κορινθίους όπου ο απόστολος Παύλος ασχολείται με τις γυναίκες που γλωσσολαλούν... μετά θα έκανα μια βόλτα σε εκκλησίες Πεντηκοστιανών να δω τα παραληρήματά τους, μετά πιθανόν σε κάποιες εκκλησίες που ξορκίζουν δαιμονισμένους...Σοβαρή έρευνα δηλαδή κι όχι στρακαστρούκες για να προκαλέσουμε το Χριστόδουλο... Διότι κάποτε υπήρχε και ένας άγιος Πρεβέζης του οποίου τα αφηγήματα είχαμε την τύχη να διαβάσουμε στην ώρα τους... Δοκίμασε κάτι πιο πειστικό, γιατί προσωπικά έχω την αίσθηση ότι μπορείς αλλά δεν το κάνεις από τη χαρά του ευρήματός σου... και από βιασύνη... Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω; Έχεις μια μελωδία και την ενορχηστρώνεις πρόχειρα και φαλτσαριστά...γελάμε με το έυρημα σαν ανέκδοτο και πετάμε τα υπόλοιπα στη θάλασσα...

12 σχόλια:

Godot είπε...

Δεν πρέπει να πάει χαμένο το κρασί ε; μου δίνεις κάτι ιδέες τώρα.... αχ και να ξερες....

The Motorcycle boy είπε...

Το θυμάμαι το κείμενο αυτό. Με είχε αφήσει με το στομάχι στο στόμα. Τελικά, ίσως, να μην έχω ξεπεράσει πλήρως κάποιες παιδικές φοβίες -ποιος ξέρει;

Ανώνυμος είπε...

αφωνη ακομα μια φορα!
η υποκρισια στο μεγαλειο της.
αυτα ειναι!
εεε τωρα μη περιμενεις απο μενα critical errors...και παρακαλω μη μου πεις οκ. με στεναχωρει. μην πεις τιποτα καλυτερα.

Fight Back είπε...

Ενας παπάς που πηδάει μια θεούσα εν μέσω λειτουργίας, ως θέαμα φαντάζει αν μη τι άλλο ενδιαφέρον. Πόσο μάλλον όταν το πλαίσιο στο οποίο το θέτει ο numb είναι σε ένα χωριό όπου υπάρχουν αντιπροσωπευτικά διάφορες αντιλήψεις για την εκκλησία: αδιαφορία, υποκρισία, ζήλος, όλα σε καλές δόσεις.
Η αφορμή είναι τόσο αστεία και ο διάλογος είναι τόσο ξεκαρδιστικά θολωμένος από ερωτικό πάθος που τονίζει το εξωπραγματικό της κατάστασης.

Φοβάμαι όμως πως λείπει στο τέλος κάποιο ηθικό δίδαγμα, κάποια σαφής ένδειξη πρόθεσης ή κάποιο επιτυχημένο punch line. Το μόνο που μένει είναι η κουτσομπολίστικη μεγέθυνση της ιστορίας με τρόπο που την κάνει να παραμένει απλως ένα ανέκδοτο. Αντιθέτως η διατήρηση επι πολλά χρόνια ενός αστικού μύθου φαντάζομαι πως έχει να κάνει και με βαθύτερες ελπίδες ή αγωνίες μιας κοινωνίας.

Η έλλειψη αντίδρασης από την κοινωνία, η σταδιακή επαναφορά στην ίδια κατάσταση με μόνη διαφορά τον αφορισμό των δύο, μάλλον δείχνει πως το γεγονός θεωρήθηκε ασθενές για να ταράξει τα ήσυχα νερά του χωριού. Ανησυχητικό και για το χωριό της ιστορίας και για την ιστορία την ίδια. :)

Ντιάνα Η. είπε...

Πολύ καλή ιστορία. Διαδραματίζεται στο κεφάλι της θεοπίστης.Οι παρελθοντικοί χρόνοι αναφέρονται στο παρόν- σε αυτά που σκέπτεται- και η τελευταία παράγραφος που είναι και η "λύση" της ιστορίας αποτελεί αυτό που σκέπτεται ότι θα γινόταν αν κατάφερνε να κάνει αυτά που σκέπτεται...:)Μου άρεσε σαν σύλληψη αλλά και σαν παρουσίαση. Δεν είναι η μοναδική περίπτωση εξ άλλου που σκέφτεται έτσι, θέλω να πω έχεις συλλάβει ότι κάτι τόσο "τερατώδες" είναι κοινή υπόθεση όπως και το γρήγορο συμμάζεμά του μετά από τον λογικό νου. Οι συνέπειες μιας τέτοιας πράξης ιερόσυλης μέσα στην κατακραυγή, την τιμωρία, την τερατογέννηση, την ενοχή...

angeliki marinou είπε...

Αυτή η ιστορία είναι favorite.

Το μεγαλύτερο ατού της είναι ότι δεν παίρνει τον εαυτό της στα σοβαρά. Μια τρελή ιστορία με ξεκαρδιστικό επιτηδευμένα-σουρεαλιστικό διάλογο. Η υποκρισία, το ψουψου, όλα τα κακώς κείμενα που θα μπορούσε κανείς να καυτηριάσει, τίθενται τελικά προς χάριν της ιστορίας, της ροής, κι όχι προς χάριν του διαδάγματος και του νοήματος. Πράγμα που καθιστά την ιστορία απολαυστικά "καλοπροαίρετη". Δεν κρίνει, δεν καυτηριάζει συμπεριφορές - και πώς θα μπορούσε άλλωστε, αφού ο μόνος λόγος που πήγε ο αφηγητής-γράφων στην εκκλησία ήταν για να κάνει μπανιστήρι στην ωραία Θεοπίστη ΕΞΑΡΧΗΣ.

Numb, ο Ελληνας John Waters. Πάντα τέτοια.

numb είπε...

Bloggoios, OK

Ευχαριστώ όλους για την κριτική. Τα λέμε

Ανώνυμος είπε...

xaxa!
ok then numb!
it was a great pleasure!

αμμος είπε...

Οι αγαπητοί Πετεφρής και Μίχος έκαναν την κριτική τους και συνέδεσαν το κείμενο του Numb με μια σειρά από παραδόσεις, μετρώντας ως ένα βαθμό και την επάρκεια του στην αφομοίωση αυτών των παραδόσεων. Επ’ αυτού δεν μπορώ να διατυπώσω αντιρρήσεις, όλα καλά και σωστά ειπωμένα.
Η αναγνωστική μου εμπειρία όμως δεν ήταν αυτή, όσο διάβαζα το κείμενό του. Το κλίμα της αφήγησης δεν με έστελνε στο Ροΐδη, το Σαντ ή τον Μπατάιγ (λέω «δεν με έστελνε», όχι γενικώς «δεν στέλνει») αλλά στο μαγικό ρεαλισμό των Λατινοαμερικάνων, που όλα είναι αρκετά αληθοφανή, τόσο για να πιστέψεις το παραμύθι, κι όχι παραπάνω από τόσο. Με βάση αυτήν την ανάγνωση (πιθανόν κοντόφθαλμη κι ανεπαρκή, δική μου όμως) το κείμενο του numb και το χάρηκα και το βρήκα επαρκές στις προθέσεις του που εγώ καταλάβαινα.

Γιώργος Μίχος είπε...

@Αμμο
Δεν θα πάψω να επαναλαμβάνω ότι δεν κάνουμε κρίση σε τελειωμένο κείμενο, αλλά σε κείμενο υπό διαμόρφωση...
Το ότι βρίσκεις συνδέσεις με το μαγικό ρεαλισμό, δείχνει πως το κείμενο είναι πολλαπλά αξιοποιήσιμο...Και παραπέμποντας στην παράδοση της βεβήλωσης, δεν παραπέμπουμε αναγκαστικά και στο ύφος των συγγραφέων της. Αυτό είναι το πρόβλημα. Πως θα διδαχτείς από αυτή την παράδοση ώστε να δώσεις τη δική σου προσωπική παραλλαγή. Οι αναφορά στις πηγές είναι αναφορά και προς μίμησιν και προς αποφυγήν...Όσο πιο πρωτότυπα στοχεύει κάποιος τόσο μεγαλώνουν οι δυσκολίες της διεκπεραίωσης...

αμμος είπε...

Αγαπητέ Μίχο,
Ελπίζω το σχόλιο μου να σας γέννησε ανάγκη για διευκρινίσεις παρά απάντηση σε κριτική, γιατί κριτική στους κριτικούς είναι λίγο αστείο και μόνο να το γράφεις, πόσο μάλλον να το κάνεις κιόλας.
Μίλησα για την αναγνωστική μου εμπειρία από το κείμενο του numb και χρησιμοποίησα τη λέξη «αφομοίωση» για αυτό που πιθανόν προτείνετε στον numb, δε σας καταλόγισα ότι του προτείνατε μίμηση. Εσείς και ο Πετεφρής από τη μεριά σας καλώς αναφέρετε άλλες παραδόσεις, εφόσον έχετε αναλάβει τη θέση του κριτικού εδώ, πολλά θα πείτε και κάποια από αυτά θα βοηθήσουν, εγώ τουλάχιστον έτσι το καταλαβαίνω.

Γιώργος Μίχος είπε...

@ Την ιστορία με το γρύλο πιστεύω να την ξέρεις... Μας έχουν κανει όλους δύσπιστους...

Ίσα ίσα η παρεμβασή σου ήταν ωραία πάσα για να πούμε δυο πράγματα ακόμα, που πιθανόν να εμπνεύσουν και κάποιο τρίτο όχι μόνο όσους μιλάμε και όχι μόνο αυτόν που έβαλε το κείμενο...

Ένα από τα πράγματα που κάνουν αυτό το εγχείρημα εδώ επιτυχημένο είναι παρεμβάσεις σαν τις δικές σου.
Προσωπικά σε ενθαρρύνω, να μας ξαναπείς απόψεις...

Και την αλήθεια άστην αν θέλει να μας κάνει τη χάρη να εμφανιστεί στα κενά του διαλόγου μας... Διότι έκτος διαλόγου αλήθεια δεν εμφανίζεται...:)

Να είσαι καλά.