Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2007

Αργυρένια - Stasera insieme

Η βροχή είχε δυναμώσει. Περπατούσε γρήγορα χωρίς ομπρέλα και δεν υπήρχε ούτε ένα υπόστεγο για να την προφυλάξει. Της άρεσε αυτός ο ήχος. Θυμόταν μία ταινία μικρού μήκους που είχε γυρίσει για να τη στείλει σ’ ένα φεστιβάλ και το σενάριο απαιτούσε βροχή. Ήταν Αύγουστος μήνας και ο υδράργυρος πλησίαζε τους σαράντα βαθμούς Κελσίου. Έβαλε στο τηγάνι μία μπριζόλα και ηχογράφησε τον ήχο του λαδιού που έκαιγε. Η ψευδαίσθηση ήταν μοναδική. Ο ήχος έμοιαζε απίστευτα. Πολλές φορές , το φθινόπωρο που ακολούθησε με τους καύσωνες, έβαζε την κασέτα και άκουγε την χοιρινή με το λεμονάκι να ψήνεται. Έκλεινε τα μάτια της και φανταζόταν ότι είναι σ’ ένα στενό κάπου στην Παροικιά, βρέχει καταρρακτωδώς κι εκείνη περπατάει αργά κι αμέριμνα ακούγοντας τη βροχή. Τώρα βρισκόταν στη Σταδίου. Βιαζόταν για να προλάβει μία παρουσίαση βιβλίου και σκόνταφτε σε πεταμένες μουλιασμένες κούτες. Θυμήθηκε τη μέρα που έφυγε ο Στέφανος από το σπίτι. Το σημείωμα στην πόρτα του ψυγείου. ‘Δεν θα είμαι εγώ αν μείνω΄. Σκέπασε τους καθρέφτες με πανί σαν να είχε πένθος, έκρυψε όλα τα άλμπουμ και τα σουβενίρ από τις διακοπές τους σε κούτες στο μπαλκόνι κι εκεί τις ξέχασε μέχρι τα πρωτοβρόχια. Με αυτό το αίσθημα της νοσταλγίας πλησίαζε το μετρό, κι όχι τόσο για τον Στέφανο , όσο για εκείνη τη χοιρινή μπριζόλα.

Ανακατεύτηκε με το πλήθος, ακύρωσε το νοτισμένο της εισιτήριο και με τα χέρια στις τσέπες περίμενε στις αποβάθρες το βαγόνι που θα της άλλαζε τη ζωή. Δύο λεπτά ακόμη έλεγαν τα κόκκινα ψηφία στο ρολόι. Έγειρε το κεφάλι της στο πλάι και κοίταξε τον κόσμο. Εκατοντάδες διαφορετικά πρόσωπα, ιστορίες μπλεγμένες, ρυτίδες σε ξένα μέτωπα, άλλες από τον χρόνο, άλλες από τον πόνο. Τι σκέψεις να έχει το κάθε κεφάλι, που πηγαίνουν και από πού έρχονται όλοι αυτοί. Σκέφτηκε την Αθήνα σαν μία σκηνή θεάτρου κι όλους τους ανθρώπους γύρω της κομπάρσους σε ένα απίθανο σενάριο που κανείς δεν το γνωρίζει. Μια κυρία βάζει μέηκ απ, ένα κορίτσι γύρω στα δεκαοκτώ στύβει την κοτσίδα του, ένας άνδρας καπνίζει στα κρυφά κοιτάζοντας ένοχα δεξιά κι αριστερά. Με ποιους από αυτούς έχει ξανασυναντηθεί χωρίς να το γνωρίζει, ποιοι από όλους αυτούς δεν θα ζουν σε μία βδομάδα από τώρα, πόσοι είχαν οργασμό το τελευταίο εικοσιτετράωρο. Κουνάει το κεφάλι της απότομα, σαν να προσπαθεί να αποφύγει ένα μυγάκι, κάθε φορά που ο νους της πάει στο σεξουαλικό, αυτή την κίνηση κάνει για να ξορκίσει τη σκέψη. Πάνε ήδη έξι μήνες. Μισός χρόνος χωρίς ανδρικό άγγιγμα. Χαζεύει τις σταγόνες από τα ρούχα της που πέφτουν στο πάτωμα. Αυτοσυγκεντρώνεται και σχεδόν τις ακούει. Να ήταν οι σκέψεις μου, μονολογεί. Να’ταν οι πίκρες μου. Να΄ μουν ουρανός και να’κλαιγα. Μια γριά την κοιτάει απορημένη, μάλλον άκουσε το παραμιλητό της.

Το μετρό φτάνει μπροστά της, μπαίνει μέσα στο βαγόνι και στριμώχνεται ανάμεσα στον κόσμο. Βροχή εγκλωβισμένη σε υφάσματα, άνθρωποι που ψάχνουν αφορμή για να ξεσπάσουν. Κάποιος σπρώχνει, κάποιος φωνάζει, ένα μωρό κλαίει, ακούγεται μουσική από τα ακουστικά ενός νεαρού. Επόμενη στάση. Οι περισσότεροι κατεβαίνουν. Τρία καθίσματα κενά. Βουτάει στο ένα. Κοιτάζει στο τζάμι και βλέπει τον εαυτό της. Την ξενίζει η εικόνα. Σαν να ξέπλυνε η βροχή όλες τις εκφράσεις. Μαζί με το ρουζ και τα φτιασίδια, έφυγε και η υποψία χαμόγελου, ή η έκφραση που παίρνει όταν κάτι παρατηρεί, τότε που κάνει την παράξενη ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια, το κινέζικο ιδεόγραμμα όπως της έλεγε εκείνος.

Κλείνει τα μάτια της. Οι κραδασμοί από το τρένο την νανουρίζουν. Δένει τα χέρια της κάτω από το στήθος και συγκρατεί με τα πόδια της το μικρό σακίδιό της. Οι φωνές σβήνουν, η φασαρία χάνεται, ακούγεται ένας ήχος όπως όταν η τηλεόραση χαλάει και κάνει χιόνια. Ένα απροσδιόριστο τίποτα που δεν σ’ αφήνει να συγκεντρωθείς. Νιώθει ένα άγγιγμα στον αυχένα της. Δεν γυρνάει να κοιτάξει. Νιώθει μία γλυκιά νύστα. Μπορεί να ορκιστεί όμως πως αισθάνεται τ’ ακροδάχτυλα κάποιου να διαγράφουν κυκλάκια στον σβέρκο της. Η αίσθηση αυτή χάνεται αμέσως. Τότε νιώθει κάτι σαν ζεστή ανάσα, σαν να της μιλάει κάποιος αλλά χωρίς ήχο και το μόνο που το μαρτυρά είναι το χνώτο και οι κοφτές αναπνοές. Σαν λέξεις πνιγμένες. Μα δεν μπορεί να δει, ούτε ν’ ακούσει.

Επόμενη στάση. Μπαίνει φρέσκος αέρας. Ακούγεται πάλι βροχή. Η θέση δίπλα της αδειάζει. Κάποιος βιαστικός την καταλαμβάνει και την ξυπνάει. Βάζει τα χέρια της στο πρόσωπο σαν να το πλένει και κρατάει τα μάτια της σφιχτά κλειστά. Ξεχνιέται και αναστενάζει. Ακούει μια ψιθυριστή φωνή. Δεν μπορεί να ξεχωρίσει το νόημα. Σκόρπια λόγια, σύμφωνα και φωνήεντα χαμένα. Ξεχωρίζει μια λέξη ‘στασέρα’. Προσπαθεί μόνη της να το αποκωδικοποιήσει. Σκέφτεται ότι κάποιος πλάι της μιλάει στο κινητό του τηλέφωνο και δεν θέλει κανείς να τον ακούσει, προφανώς νομίζει πως ούτε εκείνη ακούει. Στασέρα. Μήπως είναι δύο λέξεις; Στα σέρα! Πού; Στα σέρα. Ακούει ένα πνιχτό γέλιο μα κανένα αστείο να έχει προηγηθεί και πείθεται πως όντως, η μυστηριώδης φωνή που ακούγεται αποσπασματικά είναι μέρος μιας συνομιλίας τηλεφωνικής. Δεν ανοίγει τα μάτια της. Δεν θέλει να έρθει αντιμέτωπη με το ψυχρό φως του βαγονιού, της θυμίζει νοσοκομείο, της θυμίζει την κουζίνα της, την πόρτα του ψυγείου και έξι θανατηφόρες λέξεις γραμμένες σε αυτοκόλλητο φωσφοριζέ χαρτάκι.

Επόμενη στάση η δική της. Ξεμπλέκει στα τυφλά το λουρί της τσάντας της από τις γάμπες της, κάτι που κάνει πάντα όταν μπαίνει στο μετρό γιατί είναι παραπάνω από σίγουρο ότι θα αποκοιμηθεί. Ξεμπλέκει και τα δάχτυλά της που πια έχουν μπερδευτεί με τα μαλλιά της, ανοίγει τα μάτια της και τα κλείνει αμέσως τυφλωμένη από το φως. Παρατηρεί το ζευγάρι απέναντί της. Η κοπέλα έχει επίσης αποκοιμηθεί και έχει γείρει το κεφάλι στον ώμο του καλού της, εκείνος διαβάζει ένα έντυπο και έχει ένα σβηστό τσιγάρο στα χείλη του. Δεν γυρνάει να κοιτάξει αριστερά της, νιώθει όμως με την άκρη του ματιού της κάποιον να την κοιτάζει. Άνδρας, βρεγμένος κι αυτός απίστευτα πολύ. Φαίνεται ψηλός κι αδύνατος. Δεν κρατάει κινητό, τα χέρια του είναι άδεια και τα έχει δεμένα σαν να προσεύχεται.Το βαγόνι σταματάει, οι πόρτες ανοίγουν. Σηκώνεται βιαστική και κατευθύνεται προς την πόρτα. Ακόμη δεν έχει δει εκείνον που καθόταν πλάι της, ακόμη προσπαθεί να καταλάβει τι σημαίνει η λέξη που άκουσε. Άνθρωποι προσπαθούν να βγουν, άλλοι να μπουν, ένα χάος κι εκείνη αδύναμη δεν μπορεί να ορίσει το κορμί της. Την σπρώχνουν προς τα πίσω, την παρασύρουν μαζί τους και καταλήγει τρία βήματα πίσω ενώ ακούγεται το ηχητικό σήμα πως οι πόρτες θα κλείσουν πάλι.

Το μετρό ξεκινά κι εκείνη είναι ακόμη μέσα. Γυρνάει απεγνωσμένη και κοιτάει γύρω της σαν να μπορεί κάποιος εκεί να τη βοηθήσει μα όλοι είναι απορροφημένοι με τους δικούς τους λογισμούς. Κοιτάζει στη θέση που καθόταν πριν και βλέπει μια ξανθιά κοπέλα. Δίπλα της ένας ηλικιωμένος κύριος επεξεργάζεται το γείσο του καπέλου του. Ο άνδρας πουθενά. Κάνει στροφή γύρω από τον εαυτό της, δεν τον βρίσκει. Τίποτα γνώριμο, πουθενά τα χακί βρεγμένα του ρούχα και το θολό πρόσωπο που δεν πρόλαβε να δει με την περιμετρική της όραση.

Επόμενη στάση, πηγαίνει κοντά στην πόρτα για να εξασφαλίσει πως αυτή τη φορά θα βγει έξω. Σαν κύμα ορμητικό βγαίνουν οι άνθρωποι, άλλοι γελούν, άλλοι φωνάζουν. Κι εκείνη ανάμεσά τους να μην μιλάει με λέξεις μα με το κινέζικο γραμματάκι στο μέτωπο να φωνάζει βοήθεια, φοβισμένη από τον τόσο κόσμο. Στασέρα, σχεδόν νιώθει την τούφα από το μαλλί της να κουνιέται, σαν να της το λέει κάποιος τώρα δα, σαν να έχει κολλημένα τα χείλη του πάνω της, ιδρωμένη την νιώθει την ανάσα. Στασέρα. Γυρνάει και κοιτάει πίσω και βλέπει χίλια πρόσωπα, χίλιες εκφράσεις, τίποτα γνώριμο, μία θολούρα, σαν τα χιόνια της τηλεόρασης. Ξανά.

created by Αργυρένια

Παρατηρήσεις του Γιάννη Ρηγόπουλου

Πως θα άλλαζε τη ζωή το βαγόνι; Με μια συνάντηση ή τη μεταφορά σε νέους τόπους-χώρους; Σε τέσσερις στάσεις; Μπορεί τα αισθήματα να σε πλημμυρίζουν. Αλλά το αίσθημα της νοσταλγίας για μια μπριζόλα;!!!

Κείμενο πάντως πυκνογραμμένο. Για να χωρέσει μέσα όλο τον κόσμο τον γεμάτο βάσανα που συνωστίζεται στο συρμό. Αλλά ανακατεμένο.

Δεν τονίζεται κατάλληλα ποιά είναι η αναζήτηση της ηρωίδας.

Θέλει να ξεφύγει από τον κύκλο των ρημαγμένων από τον χρόνο ή τον πόνο προσώπων,το δικό της πρόσωπο;

Ή είναι η αναζήτηση του άντρα που θα αντικαταστήσει εκείνον που έφυγε;

Η άποψη του Μίχου

Ένα απο τα καλύτερα, να μην πω το καλύτερο κείμενο που έχει φτάσει ως εδώ... Μπορεί να σταθεί δίπλα όχι στο β΄ διαλογής κέιμενο του ελληνικού ευπώλητου αλλά και στο μεταφρασμένο που μας έρχεται με περισσότερα φόντα... Αξίζει κάποιος να παρατηρήσει αυτά τα ωραία περάσματα που δηλώνουν την παρουσία του άλλου... πως με νύξεις υποβάλλει ότι είναι ο κινητήρας του μονολόγου... ακόμα η επιλογή του σκηνικού... το μετρό είναι ο πλέον ενδεδειγμένος χώρος αλλοτρίωσης των μητροπόλεων... Η πρόθεση της γράφουσας αν έχω πιάσει καλά το πράγμα είναι το βάρος στην ύφανση... βλέπω μια σειρά από αφηγηματικούς τρόπους ξοδεμένους επιτυχημένα για να πετύχουν μια πυκνότητα κειμένου αξιοθαύμαστη... Θα ήθελα να σπάσω αυτό το κείμενο σε στιγμές... ας πούμε η στιγμή της πείνας είναι στιγμή του χρόνου... η μαγνητοφώνηση του τηγανίσματος σαν σύμβολο διαθεσιμότητας άδειων χρόνων... και άλλα τέτοια ευρηματικά... Από μια τέτοια γραφή μπορούμε μόνο να έχουμε την υπέρτατη απαίτηση... Να σκίσει την οθόνη των ευπώλητων και να ανοιχτεί εκεί όπου η μυθοπλασία είναι παγκόσμια ρουλέτα και την κατοικούν γραφές από όλο τον κόσμο... Προς το αδίδακτο που περιέχει ένα συνολικό στοχασμό για το μυθιστόρημα , που αναμετριέται με τη ακρότατη διαπλοκή θεωρίας και γραφής... Προς το τελικό ζητούμενο της αφέλειας των γραφομανών... Ένα μυθιστόρημα ελληνικό που θα έχει αφήσει πίσω τον καταναλωτικό επαρχιωτισμό μας για να σταθεί δίπλα στην παγκόσμια πρόζα... Αυτό όμως δεν εξαρτάται από μια άποψη εδώ, είναι σχέδιο βίου που ελπίζουμε να το διαθέτει η γράφουσα... Για την ώρα κρατάω τη μνημείωση της απογευματινής ζωής στην Αθήνα...


8 σχόλια:

Mantalena Parianos είπε...

H γνώμη της Mανταλένας:
Οδυνηρά ειλικρινές, η επιτυχία του κειμένου αυτού έγκειται στο ότι αντικατοπτρίζει μια εικόνα που όλοι μας έχουμε βιώσει λίγο ως πολύ (κι όποιος δεν έχει, να σταματήσει να διαβάζει αμέσως τώρα παρακαλώ).

Fight Back είπε...

Είχα ακούσει μια ιστορία για έναν τσιγγάνο που έμπαινε στα τρένα και έλεγε πως έχει το ανήλικο παιδάκι του στο νοσοκομείο για μεταμόσχευση νεφρού, αλλά κανείς δεν τον πίστευε και γιαυτό μια μέρα ζώστηκε με εκρηκτικά. Στο δέκατο Οχι που θα άκουγε, στη δέκατη άρνηση του δράματος του, θα προκαλούσε όλεθρο. Τελικά όμως η καταρακτώδης βροχή του χάλασε τα σχέδια αφού τα «νοτισμένα» εκρηκτικά δεν κάνανε τη δουλειά τους. Αναγκάστηκε να εξολοθρεύσει ένα ολόκληρο βαγόνι με τα γυμνά του χέρια.

Βεβαίως αυτή η ιστορία καμία σύγκριση δε μπορεί να έχει με το κείμενο της αργυρένιας. Μια μή ιστορία αισθήσεων και συναισθημάτων μιας κοπέλας σε ένα κινούμενο τρένο με χαμένες στάσεις, μια αλληγορία για τη ζωή που περνάει. Αποτυχημένη δυστυχώς και παραλληρηματική. Καταιγισμός απο φοβίες, εμμονές και άχρηστες πληροφορίες. Μια πυκνογραμμένη ασάφεια.

Μια μπριζόλα που άρπαξε στο τηγάνι, μια αγαμία έξι μηνών, ένα στασέρα και η πονηρή γελοιοποίηση του (στα σερα), ένα κινέζικο γράμμα, ευρήματα που πέρασαν και δεν ακούμπησαν. Χαοτικό κείμενο εκ προθέσεως, με καταιγισμό εικόνων και σκέψεων του τρένου. Άποψη μου πως αν στόχευε η αργυρένια σε ένα πιο συγκεκριμένο κονκλούζιον, θα ήταν εξαιρετικό.

Παρόλαυτα το προτιμώ απο ιστορίες εύκολου φινάλε με φόνους σε τρένα.

Unknown είπε...

το κείμενο μου άρεσε και το διάβασα ολόκληρο. περιγραφή συναισθημάτων που τα έχει καταπιεί το σώμα για πάντα.

Ανώνυμος είπε...

4 μερες περασαν
κανεις δεν απανταει
τι διαολο συνεβησε,
ο μιχος που γυρναει?

η ρεντον μηπως εφυγε
για να παραθερισει
και μηπως ο ρηγοπουλος
εχει λιποθυμησει?

Γιώργος Μίχος είπε...

Θα σου το πω Φητμπάχιε καισυ κατόπιν κρίνε.
Τον λόγο εις τον νεώτερο το δίκαιον δεν είναι;

Ανώνυμος είπε...

«Αλλά το αίσθημα της νοσταλγίας για μια μπριζόλα;!!!»
Η μπριζόλα ήταν χοιρινή. Αν ήταν μοσχαρίσια θα είχαν πράγματι θέση τα τρία (!) θαυμαστικά μετά το ένα (;;;) ερωτηματικό.
Κατά τ' άλλα υπάρχουν κείμενα με όρια, αρχή, μέση και τέλος, όπως και ζωές με όρια, αρχή, μέση και τέλος, όπως υπάρχουν και κείμενα ρευστά, συνειρμικά, αβέβαια, ρέοντα, όπως και ζωές ρευστές, συνειρμικές, αβέβαιες, ρέουσες.

Ανώνυμος είπε...

Σας ευχαριστώ όλους πάρα πολύ που μου κάνατε την τιμή ν' ασχοληθείτε με το κείμενό μου.

Mavis Day είπε...

:)