Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2007

Vas - Απογαλακτισμός

Το σώμα του έπεσε στο κάθισμα του λεωφορείου, ανάμεσα από μια έγκυο, νέα γυναίκα και έναν μεγάλης ηλικίας άνδρα. Αισθάνθηκε αφόρητη πίεση στα πλαϊνά μέρη του σώματός του, παρ’ όλο που δεν τον άγγιζαν τα σώματα της εγκύου και του ηλικιωμένου. Σαν ένα άγχος να τους στεφάνωνε αγγελικά και να περιέρρεε με διαβολικό τρόπο απ' τα σώματα αυτά. Το άγχος της έναρξης μιας ζωής και το άγχος του τέλους μιας άλλης. Ένιωθε το σώμα του να ιδρωκοπάει και ταυτόχρονα να αδυνατίζει δραματικά. Τα μάγουλά του βάθυναν προς τα μέσα συναντώντας τα κόκαλα του προσώπου, οι βολβοί των ματιών αναρροφήθηκαν σιγά σιγά και στο τέλος εξαφανίσθηκαν. Το κρέας του τυλίχτηκε γύρω απ' τα κόκαλά του, που συνειδητοποίησε ότι ήταν σπασμένα γιατί η σάρκα του χυνόταν σαν μητρικό πηχτό γάλα στο δάπεδο και στο κάθισμα του λεωφορείου.

Παρά τον πόνο, απ' τα αποσυνδεδεμένα μεταξύ τους κόκαλα και το περιδινούμενο άγχος ανάμεσα στους πόλους Αρχή και Τέλος που τον συνέθλιβε, αποφάσισε να χαμογελάσει στην γυναίκα για τη νέα ζωή που εγκυμονεί και στον ηλικιωμένο για τη ζωή που έζησε, μα ξαφνικά σκέφτηκε: «η μαμά μου θα με περιμένει κι έχω αργήσει», και το χαμόγελό του πήρε την έκφραση μιας νεκρικής μάσκας. Ευγενέστατοι και οι δύο του ανταπέδωσαν το χαμόγελο με την ίδια ακριβώς έκφραση.

Και έτσι, ως νεογέννητος, αναζήτησε στήθη, φούσκωσε τα μαγουλά του με μητρικό γάλα, έγλυψε αυτάρεσκα τα χείλη του με τη γλώσσα του, άναψε τσιγάρο και ανέβηκε στην ταράτσα να πηδήξει από εκεί μπροστά απ' ένα λεωφορείο.

http://fluid-0.blogspot.com/

H γνώμη του Πετεφρή:Βρήκα την ιδέα πρώτης γραμμής. Διαστολή και παραβίαση του χρόνου, ένα ντεζαβύ που δεν ταράζει την χρονική συνέχεια, οι τρείς κλασικές «γενιές» σε παροδική συμβίωση, η «μαμά» που χωρίς να φαίνεται, ελέγχει τα πάντα, στο τέλος η αυτοκτονία, σε ένα αλά Πολάνσκι φλασάκι. Εξαισίως σύντομο, τα σώματα στον ξεχασμένο τους ρόλο (κυρίως εκκρίνουν) η λέξη γάλα υπό παραλλαγές γεύσης και αφής.
Βρήκα τα υλικά κατασκευής πρόχειρα και φτηνιάρικα, no name κυριολεκτικά. Κι εκεί πρέπει να δώσετε την πάσα σημασία. Να εξερευνήσετε και να οικειωθείτε την αγορά πώλησης λέξεων. Τις ευκαιρίες, τα είδη στο καλάθι. Τα ειδικά καταστήματα και τις υπεξαιρέσεις. Μάθετε να κλέβετε γιά να μη ξανακλέψετε πιά, ή γιά να συγχωρείτε αυτούς που σας κλέβουν.
Νομίζω ότι αυτά αρκούν. Αν το έχετε ανάγκη, μπορώ να ασχοληθώ με επιμέρους αστοχίες, άνκαι νομίζω ότι τις ξέρετε ήδη. Το κείμενό σας, άνκαι σύντομο, δείχνει να υπέστη έναν μαγειρικό βασανισμό: μερικές λέξεις κρατήθηκαν πεισματικά, άλλες άλλαξαν. Και η θερμοκρασία της μαγειρίας, δεν έμεινε σταθερή.
Κάντε μου μιά χάρη: γράψτε το ίδιο με άλλες λέξεις και με άλλες έννοιες. Βρήκα εκλυστικό να είστε moover and shaker σε στενό χώρο. Είναι πράγματι εύρημα, κι άς το δοκίμασαν πολλοί. Μη το καίτε.

Η άποψη του Μίχου
Σκέφτομαι ότι το σόρτ στόρυ ως είδος στα ελληνικά δεν σταδιοδρόμησε. Και κάτι μεταφράσεις που κυκλοφόρησαν, δεν ήταν αρκετές να το επιβάλλουν σαν είδος. Έτσι παραμένει βορά κάποιων πειραματικών κειμενογράφων και δευτερευόντως εμφανίζεται. Επιπλέον από προσωπική πείρα τετοια κείμενα σορτ ευνοούνται από το διαδίκτυο. Πετυχαίνουν τη μέγιστη αναγνωσιμότητα και είναι μια γοητευτική πρόκληση για ασκήσεις ύφους. Εδώ έχουμε έξυπνες μεταβάσεις σε αλλαγή κλίμακας, αλλά η μεταμόρφωση δεν υποστηρίζεται καλά και καταλήγουμε στο πιο αδύναμο σημείο που είναι η προτελευταία παράγραφος. Μοιάζει σαν να ξέρει την πρώτη σκηνή και το κλείσιμο αλλά έχει συσκοτισμένο τον αναβαθμό που θα τα ενώνει. Στην τελευταία παράγραφο θα μπορούσε ας πούμε να συνδέσει το θηλασμό με το κάπνισμα λέγοντας αντί για άναψε τσιγάρο, από το αναμμένο του τσιγάρο. Τέτοιες λεπτομέρειες, που αλλά ζουν την προσδοκία του αναγνώστη... Έχω την εντύπωση ότι στην ιστορία αυτή υπάρχει αναφορά και εκμετάλευση μιας αληθινής φαντασίωσης, οι παραδρομές και λίγη ψυχαναλυτικού τύπου ανάγνωση το φανερώνουν. Το θεωρώ πλεονέκτημα. Δυό μόνο πράγματα. Να μην υποτιμάει τη φαντασίωση όταν του έρχεται, όσο ασύνδετη κι αν είναι και να τη στρογγυλεύει προσεκτικά. Και να προσέχει ώστε να μεταφέρει με τη μέγιστη ακρίβεια τα συναισθήματα που του φέρνουν οι εικόνες. Πως να το πω. Να γράφει σαν οι φαντασιώσεις να του είναι λεκές στο ρούχο και να κάνει την αναγκαία προσπάθεια να απαλλαγεί από αυτές. Το όλο πράγμα χρειάζεται μινιμαλιστικές επεμβάσεις για να πάρει μεταδόσιμη μορφή. Εκεί θέλει μελέτη της αφηγηματολογίας για να βλέπει κάθε φορά τη γωνία της κάμερας και την κίνησή της.

Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2007

Sigmataf - μικρό αερικό

μικρό αερικό της θλίψης,
Εσύ που στις κρυστάλλινες ψιχάλες ξαπόσταινες,
και στις βροχές ερωτευόσουν απαλά μάτια και εκφραστικά χέρια…
…μη γυρίζεις στο πριν, μη γυρίσεις στο μετά.
Μη κλέβεις άλλο φως από τα εννιά φεγγάρια, τα ξακουστά.

Του θυμού, της απληστίας,
της ζήλιας, του φθόνου,
του τριγμού, της αλαζονείας,
του τρόμου, της υπεροχής
και της αδράνειας.

Φόρα τα πιο καλά σου υφάσματα και τρέξε σε κοιλάδες με
καταρράκτες, που μέσα τους φωλιάζουν τα αγκάθια των
συναισθημάτων,
τα συρματοπλέγματα των εγωισμών,
και οι νάρκες των υγρών γλυκόλογων.
Βούτα στο κενό της ζωή σου.
ΟΥΡΛΙΑΞΕ!!!
Κατέληξε στη λίμνη που απλώνεται από κάτω σου.
Δίχως ανάσα, βούλιαξε. Πιάσε πάτο κοιτώντας προς τα πάνω.
Η επιφάνεια θα σκίζεται από ηλιαχτίδες, και σε μια φυσαλίδα
θα αντικατοπτριστεί το είδωλο σου,
πιο χαμογελαστό από ποτέ, πιο αλλαγμένο από πάντα.
Μη φοβηθείς! Προσπάθησε να αναδυθείς.
Γράπωσε τις στιγμές που δίπλα σου κολυμπάνε και ανέβα μαζί
τους.
Θα έχει ξημερώσει η πολυπόθητη μέρα με τους εννιά ήλιους, τους
λαμπερούς.
Της χαράς, του έρωτα,
της ηδονής, της προσδοκίας,
της επικοινωνίας, της ειλικρίνειας,
της αγάπης, της κάθαρσης
και της ζωής.

Τότε θα νοιαστείς για σένα, και θα μοιράσεις καλάθια με όνειρα
και σκέψεις με λουλούδια, σε περαστικούς που για λίγο στάθηκαν
να φωτογραφήσουν το τώρα.

Έπειτα γύρνα, επέστρεψε σε τούτη την αυλή καβάλα σε μια
δροσοσταλίδα.
Άπλωσε τα λόγια σου στο τραπέζι και άσε με να μυρίσω το άρωμα
του ταξιδιού σου, και να ταξιδέψω με τη μυρωδιά του αρώματός
σου.
Άσε με να αγαπήσω τον υπόκωφό σου κόσμο.
Αυτόν που τα πολύχρωμα άνθη κελαιδούνε και τα κόκκινα πουλιά
ευωδιάζουν.

μικρό αερικό της ευτυχίας
Εσύ που με επισκεπτόσουνα όταν ήμουν παιδί, έλα πάλι…
Πέτα τη μάσκα για πάντα…
… και ξανά από την αρχή, ακόνισε πάνω μου τους κυνόδοντές σου.

www.sigmataf.blogspot.com

Η άποψη του Μίχου
Μικρός ναυτίλος, Άριελ, Ντουέντε, όπως το λένε οι ισπανοί, το μικρό ξωτικό θέλει να φτιάξει κόσμο. Μεταξιώνει λεκτικά, φτιάχνει συμμετρίες, αλλά δεν αντέχει το βάρος που απαιτεί η συμβολική του. Παρατηρώ τους τρόπους, τις αντιστροφές, την προσπάθεια να γίνουν επωδοί. Κάποια κομμάτια τα επικροτώ αλλά είναι στιγμούλες. Τα πολύχρωμα άνθη κελαηδούνε, αλλά το πολύχρωμα είναι πολύ κοινότοπο για να τα κάνει να κελαηδήσουν. Εικονοποιία και ηθικολογία συγκρούονται, εκεί που θα έφτανε μόνο η υποβολή μιας ηθικής αξίας από το χρώμα της. Για να γίνει ποίημα αυτή η πρόθεση είναι κάτι το πανδύσκολο. Δεν υπάρχει η συνολική λεκτική δύναμη να το υψώσει... Ο γράφων ξέρει κάποιους ρητορικούς τρόπους της ποιητικής γραφής. και τους παραθέτει με αρκετή επιτυχία. Κάνει ένα ροντό, αναγνωρίσιμο. Αλλά... Αυτό το αλλά. Θα τον συμβούλευα, αφού φαίνεται να γωρίζει το λόγο του παραμυθιού, είδα το ιστολόγιό του, να δοκιμάσει με οικονομία τα σύμβολά του. Να κάνει ας πούμε το ξωτικό του να αλλάζει μόνο ένα στοιχείο στον πραγματικό κόσμο. Ας πούμε για το Μικρό Ναυτίλο ο Ελύτης έλεγε πως δεν πιάνει λιμάνι όσο υπάρχει αδικία στον κόσμο... Εκείνο που δεν θα ήθελα είναι να μειώσει την τόλμη του. Να γράψει τολμηρά, αποτυχημένα, να φύγει από πάνω του η αγαπημένη φωνή που τον συνέχει. Ένα ποίημα κοσμολογία τη μέρα. Και καμιά δεύτερη ανάγνωση. Να τα κρύψει και να τα δει όλα μετά από ένα μήνα. Ίσως να αρχίσει να βλέπει μιαν επιμονή του σε κάποια σύμβολα. Με αυτά να δοκιμάσει να φτιάξει ξανά ένα ποίημα κόσμο. Υπάρχει μια εποχή στη γραφή που το παραγόμενο δεν επιδέχεται διόρθωση. Νομίζω πως βρίσκεται σ' αυτήν την εποχή. Ένα εσωτερικό ανάβλυσμα δίνει κείμενα... Γράφε και σκίζε, ή γράφε και αποθήκευε. Τη συμβουλή μου την έχει πει εδώ και χρόνια ο Σεφέρης: Το ποίημα μην το καταποντίζεις στα βαθιά πλατάνια. Θρέψε το με το χώμα και το νερό που έχεις. Τ' άλλα ψάξε στον ίδιο χώρο, θα τα βρείς. Το κείμενο μερικώς με γοήτευσε, όπως και αυτόν που το έγραψε πιστεύω. Εκείνο το μικρό αερικό της θλίψης ακούγεται σαν το έρως ανίκατε μάχαν μουσικά. Θέλει ακόμα πολύ σκληρότητα για να γίνει άμεμπτο, άσε που στο τέλος μπορεί να οδηγήσει σε τελείως αντίθετες αντιλήψεις από τις αρχικές. Είστε στη μέση ενός παιχνιδιού. Ολοκληρώστε το. Μετά θα δείτε τι άξιζαν όλα αυτά.

H άποψη του Πετεφρή. Σπάνια στοργική στιγμή του Μίχου. Οι αντίποδες (θλίψης και χαράς, ήλιοι και φεγγάρια) δεν με έπεισαν επειδή , μουτρωμένος ,κόλλησα στην τεχνητή συμμετρία, στις ακυριολεξίες."καβάλα σε μιά δροσοσταλίδα" είναι καλαμπούρι. Τα αγκάθια των συναισθημάτων και οι μαντόνες των εφτά φεγγαριών, αποκλείονται προσώρας από την ποίηση, αφού έχει προηγηθεί στις κοσμικές στήλες "ο κύριος τάδε, των επιχειρηματικών οραμάτων". "Κατάληξε" λέμε, όχι "κατέληξε".Οι προστακτικές προς το συλφίδιο παραείναι πολλές. Στα υπόλοιπα, συντάσσομαι με τον Μίχο.Πάντως να έχετε στα υπ΄οψιν ότι δεν αρκεί (ποτέ δεν αρκεί) η κατάστρωση ενός συμμετρικού, προδήλως αντιστικτικού καμβά με κομψές λέξεις γιά να μυρίσει ποίημα.Ασκηθείτε λοιπόν. Όπως πολλά αισθαντικά άτομα, δεν αφήνεστε στους μύθους που κυκλοφορούν, αλλά πλάθετε απλούστερους, που ίσως νομίζετε πως είναι δικοί σας. Καθώς κανένας δεν είναι κανενός, ξηλώστε τον καμβά και δανειστείτε άλλους, ακόμη και πιό "άτεχνους". φοβάμαι ότι μόλις φτάσετε σε ευτυχές ποιητικό αποτέλεσμα, θα ανακαλύψετε είτε ότι οι υποψήφιοι αναγνώστες σας είναι νεκροί από καιρό, είτε πως δεν γεννήθηκαν ακόμη.Αντί να στήνετε δομική πλεκτάνη, δοκιμάστε λεκτική φενάκη. Δουλειά τώρα!



Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2007

Sorry Girl - "Communication Breakdown" από Zeppelin

Η ώρα πέρασε απότομα και ξαφνικά τον βλέπει μπροστά της. Έτσι όπως τον θυμόταν, ελαφρά γερτό προς τ’ αριστερά.. Δεν τη θυμήθηκε. Ή τουλάχιστον δεν φάνηκε κάτι τέτοιο.
Τον κοιτούσε για ώρα ανάμεσα από καπνούς. Όσο περνούσε η ώρα ξεχνιόταν όλο και περισσότερο. Δεν μπορούσε να τον αναγνωρίσει. Όπως ήταν τώρα. Όπως ήταν παλιά τον θυμόταν. Να κοιμάται, να γελάει να τρώει. Όλες τις βασικές του λειτουργίες. Και πώς άλλαζε το πρόσωπό του την ώρα που έχυνε. Σαν να μην ήταν αυτός. Σαν να είχε πάρει τη θέση του κάποιος άλλος. Κάποιος άσχημος, κάποιος τρομακτικός. Τον εξανάγκαζε την ώρα εκείνη να της λέει «σ’ αγαπώ». Και της το ΄λεγε. Με τον καιρό έμαθε πως οι άντρες λένε οτιδήποτε εκείνη την ώρα.. Με τον καιρό έμαθε να τον κοιτάει στα μάτια και να το απαιτεί. «Πες το μου, πες μου σ΄ αγαπώ». Και πάντα την κοιτούσε με μάτια λίγο θολά, έπνιγε το «χύνω» κι έλεγε «σ΄ αγαπώ». Και μετά απλωνόταν πάνω της.
Η ώρα περνούσε και το μόνο που θυμόταν από αυτόν ήταν ότι σεξουαλικό μοιράστηκαν. Τίποτα άλλο. Τις άλλες βασικές του λειτουργίες τις διέγραφε. Μα τον κοιτούσε τώρα, ανάμεσα από καπνούς και δεν τον αναγνώριζε. Έψαχνε τα χέρια του, το πρόσωπό του με τα μάτια της σε αγωνία. Πήρε άλλο ένα ποτό να κάνει την αγωνία της απαλότερη.
Εκείνος γελούσε με την παρέα του. Της φάνηκε ότι την κοίταξε κανα-δυο φορές αλλά μετά τράβηξε το βλέμμα του. Προσπάθησε να το σκεφτεί λογικά. Είχαν περάσει τόσα χρόνια ήταν λογικό να μην την θυμάται. Όχι δεν ήταν λογικό. Ξαναθύμωνε. Αυτή τον θυμόταν. Δηλαδή όχι τον ίδιο ακριβώς.. περισσότερο την αίσθησή του. Την απώλεια την ξαφνική, την οργή την κόκκινη, τις χαρακιές τις κοντά στην επιφάνεια. Εκείνο το μήνα που φάνηκε ένα άλλο φεγγάρι που θα σηματοδοτούσε την αλλαγή. Δε θα ήταν πλέον άχρηστη, της το είπε το ίδιο. Και εκείνος αποφάσισε ότι δεν ήθελε. Και της το έκανε σαφές. Και μετά ήρθε η απώλεια.
Πήρε άλλο ένα ποτό. Η αγωνία μεγάλωνε αλλά ήταν όμορφα. Παράξενα όμορφα. Έγειρε πίσω το νέο και βελτιωμένο κεφάλι της. Γέλασε δυνατά. Του τράβηξε την προσοχή. Την κοίταζε με ενδιαφέρον. Της άρεσε. Μια εικόνα σχηματιζόταν αργά στο μυαλό της μα δεν ήταν πλήρης . Κάτι μπερδεμένα σεντόνια κουβάρι ανάμεσα στα πόδια της. Και η φωνή του. «Έτσι δεν είναι καλύτερα;». Και τα χέρια του. Να της χαϊδεύουν το παλιό της κεφάλι.
Τον είδε να διασχίζει το μήκος της ξύλινης μπάρας ενώ τα ηχεία βγάζανε τη φωνή του Morrison παραμορφωμένη. “Oh show me the way to the next whisky bar”. Του γύρισε την πλάτη και πήρε άλλο ένα ποτό.

--«Έτσι δεν είναι καλύτερα;», ενώ τα χέρια χαϊδεύουν το παλιό κεφάλι της και τα σεντόνια κουβάρι ανάμεσα στα πόδια της, ένα κουβάρι με σκόρπιες κόκκινες σταγόνες--

Γύρισε απότομα και τον είδε μπροστά της. Η ώρα πέρασε πολύ γρήγορα. Της χαμογέλασε. Έκανε μια τελευταία προσπάθεια να τον θυμηθεί. Μα δεν τον θυμόταν. Όπως ήταν τώρα δηλαδή ή όπως ήταν παλιά;
Έσκυψε ν’ αφήσει το ποτήρι της στο πάτωμα απαλά. Σηκώθηκε αργά κοιτώντας σ’ όλη τη διάρκεια αυτού του κύκλου, επίμονα. Θυμήθηκε πώς του άρεσε να τον κοιτάει στα μάτια όσο τον είχε στο στόμα της. Γινόταν τρομακτικός όσο τον έγλειφε και τον κοίταζε και τότε δεν μπορούσε να του ζητήσει να της πει «σ’ αγαπώ».
Και τώρα του άρεσε που τον κοίταζε, το έβλεπε. Γινόταν αλλιώτικος. Και εξακολουθούσε να μην τον θυμάται.

--«Έτσι δεν είναι καλύτερα;»,με τα χέρια του απαλά τώρα εκεί που πριν λίγο ήταν σκληρά και τα σεντόνια κουβάρι ανάμεσα στα πόδια της, ένα κουβάρι με σκόρπιες κόκκινες σταγόνες--

Του έκανε νόημα προς τις τουαλέτες. Θα τον θυμόταν σίγουρα το ‘χε βάλει πείσμα. Ή μήπως έπρεπε να την θυμηθεί αυτός ; Ή μήπως τίποτα δεν είχε σημασία απλά το νέο και βελτιωμένο κεφάλι της ζητούσε το γνωστό του άδειασμα, το γνωστό του ξόδεμα;
Την κοίταξε αιφνιδιασμένος αλλά δεν έφερε αντίρρηση. Την ακολούθησε. Οι τουαλέτες του μαγαζιού χάσκανε 10 βήματα μπροστά και τα περπάτησε με χάρη συνοδευμένη από την Joplin που διέτασσε “cry baby”. Τον ένιωθε πίσω της να ανοίγει το βήμα του να την προλάβει.

--«Έτσι δεν είναι καλύτερα;»,με τα χέρια του απαλά τώρα εκεί που πριν λίγο ήταν σκληρά και της φέρανε έναν ξαφνικό πόνο που την έκοψε στα δυο ενώ άδειαζε άδειαζε και τα σεντόνια κουβάρι ανάμεσα στα πόδια της, ένα κουβάρι με σκόρπιες κόκκινες σταγόνες--

Άνοιξε την πόρτα της αριστερής τουαλέτας-έγερνε κι αυτή αριστερά από τότε (από πότε; Αφού δεν τον θυμόταν!)- και μπήκε μέσα με την πλάτη. Εκείνος ήρθε ξωπίσω της αλλά πριν προλάβει να της μιλήσει έπεσε πάνω του. Τον φιλούσε άγρια του έγλειφε τα γένια του τραβούσε τα μαλλιά πίσω στο σβέρκο.

--«Έτσι δεν είναι καλύτερα;» πόνος χαμηλά εκεί που το φεγγάρι της είπε ότι πλέον είχε ένα σκοπό κι αυτός τα χέρια του με κοκκινισμένο το ανάποδο της παλάμης--

Της σήκωσε βιαστικά τη φούστα και τραβήχτηκε ψάχνοντας για προφυλακτικό. Τον σταμάτησε και δεν έφερε αντίρρηση. Τον ξανατράβηξε. Και επιτέλους μπήκε. Την πονούσε και τον ενθάρρυνε. Ο τοίχος πίσω της κρύος και τα χέρια του τη σφίγγανε στους γοφούς, την έσπρωχνε απότομα. Του γρατζουνούσε την πλάτη, τον δάγκωνε στον ώμο και τον περίμενε. Τον κοιτούσε να θυμηθεί. Και το πρόσωπό του άρχισε να αλλάζει. Μετά από δώδεκα φορές που είχε μπει και ξαναβγεί από μέσα της. Όπως παλιά.. Η εικόνα άρχισε να ξεκαθαρίζει , κάτι θυμόταν από αυτό το αγριεμένο πρόσωπο με τα σκούρα γένια που άλλαζε τρομακτικά καθώς άρχισε να βαριανασαίνει.

--«Έτσι δεν είναι καλύτερα;» πόνος χαμηλά εκεί που το φεγγάρι της είπε ότι πλέον είχε ένα σκοπό κι αυτός τα χέρια του με κοκκινισμένο το ανάποδο της παλάμης να της λέει ότι δεν θέλει αυτό το σκοπό και δεν της επιτρέπει να τον θέλει ούτε κι αυτή και τα χέρια του να απλώνονται εκεί χαμηλά στη ρίζα του σκοπού--

Μετά τον κοιτούσε που θα έχυνε και είχε αρχίσει να της θυμίζει πολλά.
Του τράβηξε το κεφάλι απότομα να το σταθεροποιήσει στα μάτια της, στην αγωνία της.
«Πες μου σ’ αγαπώ»
Την κοίταξε ξαφνιασμένα αλλά τα σκοτάδια είχαν διαλυθεί και οι καπνοί το ίδιο. Δεν προλάβαινε να αλλάξει κάτι. Θα έχυνε και δεν μπορούσε να το προλάβει.
«Σ’ αγαπώ», της είπε ξεψυχισμένα και με μια αγωνία που μεγάλωνε, η απορία του γινόταν σιγουριά αλλά δεν μπορούσε πια. Ξεφύσηξε στον τελευταίο του κύκλο, και άρχισε σιγά – σιγά να γλιστράει προς το πάτωμα κρατώντας την ακόμα σφιχτά τα χέρια του στους γοφούς της.. Την κράτησε εκεί εγκλωβισμένη, ενώ ίδρωνε και απλωνόταν πάνω της, ενώ η ανάσα του επανερχόταν. Η μνήμη του όμως;

--«Έτσι δεν είναι καλύτερα;» πόνος χαμηλά εκεί που το φεγγάρι της είπε ότι πλέον είχε ένα σκοπό κι αυτός τα χέρια του με κοκκινισμένο το ανάποδο της παλάμης να της λέει ότι δεν θέλει αυτό το σκοπό και δεν της επιτρέπει να τον θέλει ούτε κι αυτή και τα χέρια του να απλώνονται εκεί χαμηλά στη ρίζα του σκοπού να τον ξεριζώνουν με το ανάποδο της παλάμης και ώρες μετά το νοσοκομείο τα σεντόνια κουβάρι ανάμεσα στα πόδια της, ένα κουβάρι με σκόρπιες κόκκινες σταγόνες--

Περίμενε να ηρεμήσει την ανάσα της. Έγειρε πίσω το νέο και βελτιωμένο της κεφάλι- οι γιατροί ήταν περήφανοι για την πρόοδό της- και με το αριστερό της χέρι έψαξε στο παπούτσι της για τη μικρή κοκάλινη λεπίδα.. Τη βρήκε μετά από δύο βόλτες. Την πέρασε πίσω από την γερτή αριστερά πλάτη του στο άλλο της χέρι. Εκείνος ανέπνεε βίαια ακόμα. Έγλειψε τα χείλη του να τα υγράνει πριν της μιλήσει. Δεν τον άφησε.. Του τέντωσε το κεφάλι πίσω κρατώντας τον από τα μαλλιά στη ρίζα του σβέρκου.
«Έτσι είναι καλύτερα».
Το δεξί της χέρι του άνοιγε ήδη δρόμο εκεί χαμηλά σ’ αυτό που συντέλεσε στη δημιουργία του σκοπού.
Μια φυσαλίδα αίμα στην άκρη των σκούρων χειλιών. Μια αγωνία στα μάτια του πια.
Και η λεπίδα άνοιγε δρόμους, εκεί, χαμηλά.
«Έτσι είναι καλύτερα».

H αποψη του Πετεφρή:
πόνος χαμηλά εκεί που το φεγγάρι της είπε ότι πλέον είχε ένα σκοπό κι αυτός τα χέρια του με κοκκινισμένο το ανάποδο της παλάμης να της λέει ότι δεν θέλει αυτό το σκοπό και δεν της επιτρέπει να τον θέλει ούτε κι αυτή και τα χέρια του να απλώνονται εκεί χαμηλά στη ρίζα του σκοπού να τον ξεριζώνουν με το ανάποδο της παλάμης και ώρες μετά το νοσοκομείο τα σεντόνια κουβάρι ανάμεσα στα πόδια της, ένα κουβάρι με σκόρπιες κόκκινες σταγόνες
Καλύτερο.Το ίδιο πολυλογάδικο, σινεματζίδικο, η ίδια αυτόματη ατμόσφαιρα, τα σύμβολα με το παλιό και το καινούργιο κεφάλι δεν λειτουργούν, μήτε τα σ΄άγαπώ και τα είναι καλύτερα, το σέξ επιτέλους φωτίζεται όσο πρέπει άν και είναι σεξ σινεφίλ. Αλλα είναι καλύτερο.Τα αρχικά νοήματα είναι απλά. Η εκδίκηση προφανής από την πρώτη λέξη.Κάποια έκτρωση, κάποιο νοσοκομείο, κάποιος πόνος, πίσω από αυτά. Εγκλημα κυριολεκτικά δι΄ασήμαντον αφορμήν. Και δεν εννοώ ότι υπάρχουν "φόνοι" και φόνοι, αλλά ότι κάθε αφορμή είναι ασήμαντη.Και κάτι άλλο: είναι βαθύτατα φαλλοκρατικό κείμενο. Οι άνδρες ονειρεύονται γυναίκες αράχνες, με την ψευδαίσθηση ότι θα αλεστούν από την φάουσα της φύσης τους.Ο μόνος «βιασμός» που μπορεί να βιώνει ένας άνδρας, είναι όταν βινείται με την παλιά του σχέση, ενώ μιά νέα σχέση του έχει μαγκωσει τελείως το μυαλό.Ολα τα υπόλοιαπα σέξικά, ακόμη κι άν μοιάζουν τρομακτικά, δεν είναι.Κι αυτό που όνομάζετε "σκοπό" δεν είναι σκοπός.Αλλο όνομα έχει.
Σε τι διαφέρει το νέο κείμενο; Σε πολλά. Εχει κλίμακες, έχει συνέχεια, έχει λιγότερες απαιτήσεις αναγνωστικές.
Μ΄ενδιαφέρει το έγκλημα και η τιμωρία, όταν δεν το διαπράττεις το έγκλημα. Μιά φράση της νέας Μαριάνθης που κάθε μέρα την θυμάμαι και την επιβεβαιώνω.Υπήρξα ποιητής καλος, κι αυτά που γράφω, ουδέποτε συνέβησαν, κατέληγα σε ένα ποίημα ,έμφορτο με βασανισμούς και τιμωρίες.
Εδώ έχουμε το δειλό άνοιγμα προς την συγγραφική αυτοκριτική προσέγγιση, που αφήνει άνετες προσβάσεις είτε προς το αυτοχάιδεμα, είτε προς κορυφώσεις ενίοτε λαμπρές.
Ωστόσο δεν είναι ακόμη μυθοπλασία. Παραμένει στον χώρο της προκατασκευής. Δεν είναι προς απορίαν τι ήθελε την φαλτσέτα στο τακούνι της πηγαίνοντας γιά ένα ποτό; Ήταν δηλαδή προσχεδιάστρια; Για ποιόν ακριβώς λόγο; Γιά να έχει αναγνώστες;Δοκιμάστε τώρα κάτι εκτός της ατμόσφαιρας που προδήλως σας συγκινεί. Στήστε το νέο κείμενο σε χώρο που συχαίνεστε. Και δεν ξεχνώ ότι μου χρωστάτε τουλάχιστον έναν γάμο....

Η άποψη του Μίχου
Το κείμενο με άφησε λίγο αμήχανο. Γι αυτό και η καθυστέρηση. Αποδώ και πέρα μάλιστα αποφάσισα να μην διβάζω το σχόλιο του Πετεφρή πριν γράψω το δικό μου. Γιατί εδώ παίζεται και ένα άλλο παιχνίδι. Δυό εκτιμήσεις γούστου που συγκλίνουν τις πιο πολλές φορές, γι αυτό ας βάλουμε μια εξωτερική δυσκολία για να δοκιμάσουμε αποκλίσεις... Το λαιτ μοτίφ " Έτσι δεν είναι καλύτερα", δείχνει με κατάλληλη επεξεργασία ικανό να φορτίσει το κείμενο και να το κάνει μια υπόθεση φαντασίωσης. Για φανταστείτε αντί το κείμενό σας να λέει έτσι έγινε ,να έλεγε έτσι θα μπορούσε να είχε γίνει, ή έτσι θα το έκανα αν μπορούσα να γίνει, οπότε θα σας ελευθέρωνε από την αληθοφάνεια και την ανάγκη της. Θα μπορούσε να περάσει στο συνειρμικό χώρο της φαντασίωσης και να σας λύσει τα χέρια ως προς τα μαθηματικά των αιτιολογήσεων. Να παίζατε δηλαδή με την πλαστότητα την ίδια μιας τέτοιας ιστορίας. Γιατί περιέχει ένα στοιχείο απιθανότητας που την σχηματοποιεί. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν μπορεί να είχε συμβεί επακριβώς, θέλει να πει πως η μαρτυρία ωρισμένες φορές χάνει την αλήθεια της όταν περνάει στο χώρο της μυθοπλασίας. Η κρίση μου δεν μπορεί παρά να είναι μια πρόταση αναδόμησης. Ο λόγος είναι ότι το γραφτό δεν έρχεται με την επίφαση του τελειωμένου, αλλά σαν ένα δίχτυ που επιδιώκει την κρίση μας κυρίως για να φωτίσει τις δικές σας αρχικές προθέσεις και την τελική είσπραξη του γραφτού από τον άλλο. Πάντως η ανάκληση σκηνών από τον κινηματογράφο υπήρξε άμεση. Εκείνο το μαχαίρι στην τελική σκηνή από το Βασικό ένστικτο περιμένει και άλλους να το σηκώσουν ίσως με τη γραφή τους και να το ξαναρίξουν στη δράση...

Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2007

Fight Back - Βαθιά Κρυμμένα Μυστικά

Στάξε μου λίγο αίμα στο αλεύρι από το τρύπιο δάκτυλο σου. Η αρρώστια σου είναι το μυστικό συστατικό της συνταγής. Γιαυτό έχει σημάδια το κορμί σου από βελόνες.
Έρχομαι εκεί που κοιμάσαι και γεμίζω μπουκάλια με το αίμα σου . Έχω στην αποθήκη Αίμα '86, Αίμα '88 – ήταν καλή χρονιά το '88.
Στα μπουκάλια γύρω, μυρμήγκια τρώνε το φελλό, γλύφουν υπομονετικά το γυαλί, διψάνε φαίνεται για αίμα.
Εγώ όμως έχω άλλους φίλους, τα κουνούπια. Τα έχω μάθει να βουίζουν στη συχνότητα της βραδινής γαλήνης και τα στέλνω σ' εσένα. Τα κομπρεσέρ τους σπάνε την προκάλυψη του δέρματος σου και τα τρυπάνια τους με αντλίες τραβάνε αίμα από βαθιά, από εκεί που κρύβεται η αρρώστια σου. Παίρνουνε λίγη και τη φέρνουνε σ' εμένα. Αλέθω το αλεύρι, σπάω τα' αυγά με το σφυρί, διαλύω το τραπέζι με το κομπρεσέρ, παντού χυμένος πολτός, ζυμάρι γεμάτο με την αρρώστια σου. Καιει τα πατώματα και πέφτει στους κάτω ορόφους. Συμφορά! Τρύπησε τον φλοιό της γης και βγήκε από την άλλη μεριά. Μια διατομή της γης, νέες εξερευνήσεις, πυροσβέστες φτάνουν ως τον πυρήνα, καθαρίζουν την κουφάλα της γης, ελεύθερο πεδίο για να στείλω δορυφόρους, πώς θα χαρούνε τα κουνούπια!
Κάνω φίλους τα μυρμήγκια, έχουνε σκάψει όλη τη γη, διάδρομοι και πολυεπίπεδα πατώματα, τους φτάνει μόνο μια σταγόνα Αίμα '86 και δουλεύουνε ύστερα όλο το χειμώνα.

fight back

H άποψη του Πετεφρή: εντυπωσιακό κείμενο, αλλά μου φάνηκε αβανταδόρικο, με ακυριολεξίες και (τολμώ να πω) οι ΄κομβικές του λέξεις όχι του γούστου μου. Εχει μιά ποιητική δορά- δεν ξέρω γιατί υποβλήθηκε ως πεζό. Αλλά οι έννοιες δεν έχουν πρόβλημα. Η μεταφορά "εργαλείων" μεγάλης κλίμακας σε μιά απρόσμενα μικρή, είναι ένα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα, αλλά το κείμενο θα βρεί θιασώτες, ή τουλαχιστον, βουβούς ακολουθητές.
Τώρα που το διάβασα δέκατη φορά, καταλαβαίνω γιατί δεν λειτούργησε μέσα μου αποτελεσματικά. Το εύρημα δηλαδή η λεκτική, όχι νοητική υπέρβαση αίμα=κρασί που έχει μιά μακρόχρονη μεταφυσική καλλιέργεια και εδώ χρησιμοποιείται γιά ένα είδος αγωγής του αναγνώστη, είναι μιά πραγματικότητα που οι πολλοί αγνοούν! δηλαδή το αίμα, χρησιμοποιείται από αρκετούς γιά το λαμπικάρισμα του κρασιού στο βαρέλι, καθώς το ασπράδι, το δαμάσκηνο και άλλα φρούτα του θεού. Το ζωντανό αίμα.
Φυσικά, η περσόνα fight back έχει πολλά καλά στοιχεία.Ελάχιστα επίθετα, μιά εξασύλλαβη λέξη μόνον κι αυτή από σπόντα,καλή υποδομή σκέψης,κοφτερό μυαλό. Ελπίζω η συνέχεια να περάσει από μία πιό βατή και πεζή διαπραγμάτευση ,επειδή με ανησυχεί το φλέρτ με το υπέρογκο.

Η άποψη του Μίχου

Το διάβασα το απόγευμα και το μυρίκαζα οδηγώντας... έβλεπα τις σκηνές σε κόμικς. Αυτός που το έγραψε είναι ευφυής, έχει ένα εύρημα, το πολλαπλασιάζει, όταν οι όγκοι μεγαλώνουν τα πράγματα φαλτσάρουν λίγο. Περίεργο, μοιάζει περισσότερο με διήγηση στη διάρκεια ενός παιδικού παιχνιδιού απιθανοτήτων. Η αρχική πρόθεση νερώνει σχεδόν σε χιούμορ. Από ένα σημείο και μετά βιάζεται να το τελειώσει, εχει ξεμείνει από εικόνες, η πρόθεσή του έχει εξανληθεί. Πιό είναι όμως το παράξενο, το απρόσμενο: Το κείμενο, κι εκεί συναντάω τον Πετεφρή υποστηρίζεται καλά γλωσσικά. Θα έλεγα ότι το ύφος της γραφής αντιστρατεύεται το θέμα. Κι αυτή η αντίφαση έχει μια γοητεία, σαν να υπονοεί πως το όλο έγινε σαν ένα είδος παιγνίου όπου ένα εύρημα τείνει να οδηγηθεί σε ακρότατες συνέπειες. Θέλει χειρουργικό βλέμμα τέτοια γραφή. Εγώ πάντως θα συνιστούσα να δει τα νεκροτομικά του Γκότφριντ Μπένν, είναι στο διαδίκτυο μεταφρασμένα. Και παραπέρα Μπερλίν Αλεξάντερ Πλατς και άλλους γερμανούς μεσοπολεμικούς. Αυτό που επανέφεραν τα κόμικς σε εικονιστικό επίπεδο, έχει μεγάλη παράδοση στη λογοτεχνία. Και πριν απ΄όλα προσεκτική ανάγνωση στις δομικές παρατηρήσεις του Πετεφρή.

Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου 2007

Κατερίνα (k*) - Στην Κ.

Έχω εικοσιοχτώ μικρούς Μάηδες στα δάχτυλα
Πλέκουν εκείνοι το στεφάνι σου αντί εσύ για εκείνους.
Εικοσιοχτώ καλοκαίρια
Με καπνά στο κατώι, με θάλασσες, με εκδρομές στο Πόζαρ
Χειμώνες και φθινόπωρα
Όλα, εικοσιοχτώ
Τρώγαμε μήλα δίπλα στη σόμπα
Μαργαρίτες το Πάσχα στην αυλή της γιαγιάς
Ρετσίνες, τσιγάρα κρυφά στη γκρεμισμένη εκκλησία
Εικοσιοχτώ
Εικοσιοχτώ
Εικοσιοχτώ
Καμπάνες που σφυροκοπάν στο κεφάλι μου
Ποιήματα δικά σου, θυμάμαι ακόμη εκείνο το πρώτο σου
Ξυπόλιτες βόλτες στον μπαξέ
Γέλια που κάναμε με ο,τι ακούγαμε
Εικοσιοχτώ
Λευκά δωμάτια νοσοκομείων
Εικοσιοχτώ αμνησίες για κείνες τις μέρες
Ανάρρωση, πτώση, ανάρρωση
Εικοσιοχτώ χιλιάδες προσευχές
Γίνε καλά, σ’αγαπάμε
Φωτογραφίες
Ποτέ δε βγάλαμε μαζί
Εικόνες
Λόγια
Αγκαλιές
Εικοσιοχτώ χιλιάδες στροφές
Πόσο να παίξει πιο γρήγορα ο δίσκος
Εικοσιοχτώ κραυγές
Σιωπές
Εικοσιοχτώ κι αυτές
Πονούσες
Μην κλαις
Σ’αγαπάμε
Μην κλαις
Σ’αγαπάμε..


Στην ξαδέρφη μου την Καίτη που την κέρδισαν οι Μάηδες με τα στεφάνια τους, οι έρωτες που δεν έζησε, οι ουρανοί που τόσο λάτρευε.. Καλό ταξίδι.

http://www.megalopouthena.blogspot.com/

Η άποψη του Μίχου
Σε τέτοιου είδους κείμενα υπάρχει πάντα η δυσκολία κάνοντας κρίση για το γραπτό, να θεωρηθεί ότι κάνεις κρίση για το βίωμα που το υποστηρίζει. Ένα από τα πράγματα που μας τρέπει σε ποίηση είναι και ο καιρός που εργαζόμαστε στο πένθος. Ο Καρούζος έχει μια συλογή που την λέει Πενθήματα. Ας πούμε ότι το ποίημα είναι πένθημα. Ο παρατακτικός λόγος, οι τυχαίες μνήμες που παίρνουν άλλη σημασία στην προοπτική του "ποτέ πιά". Τέτοιου είδους ποιήματα είναι ποιήματα μέγιστης δυσκολίας, καθώς το εμβληματικό προσωπικό πρέπει να αποπροσωποποιηθεί και να αποκτήσει ένα στοιχείο ανεπανάληπτο. Το "και ο θάνατος δεν θα' χει πια εξουσία" του Ντύλαν Τόμας, αποτελεί μια νησίδα όπου συντάσσονται οι απανταχού πενθοφόροι. Τέτοια κείμενα τα κρύβεις στο συρτάρι μετά την χρήση τους στη διαδικασία του πένθους, και περιμένεις να ξανάρθουν...Άλλωστε παραλλαγές τους εμφανίζονται κατά διαστήματα καθώς ο λόγος είναι λευκοπλάστης της απώλειας. Γυρίζοντας μιά Κυριακή από το κοιμητήριο, μετά από επίσκεψη στο τάφο του πατέρα της η Ζωή Καρέλλη ένιωσε να αναδεύονται μέσα της οι πρώτοι στίχοι που την έκαναν ποιήτρια. Δεν βλέπω ακόμα κάτι το ευδιάκριτο αισθητικά, αλλά τι χάνετε να συνεχίσετε; Μολυβάκι και χαρτί άφθονο. Και πλήκτρα επίσης. Έτσι κι αλλιώς ότι και να πω θα επιμένετε. Εκεί, λοιπόν, και τα ξαναλέμε.

Η άποψη του Πετεφρή: συμφωνώ με τον Μίχο. Είναι εξαιρετικά "ηχηρή" η υπόμνηση του πένθους και "ντρέπομαι" να εκφράσω στεγνά την άποψή μου. Το ποίημα έχει μιά αρετή: υπάρχουν στίχοι που ρολάρουν, κυλάνε, αποδίδουν.Αλλα η θεσμοθετημένη του χρήση ήταν στα υπ΄οψιν του ατόμου που το έγραψε και έτσι δουλεύουν αρκετοί "ασφαλιστικοί" μηχανισμοί. Άλλο να γράψεις "άφτιαχτο κι αστόλιστο/του χάρου δε σε δίνω" ή "του πατέρα σου όταν έρθεις/δεν θα βρείς παρά τον τάφο" κι άλλο να θυμίζεις: ήμουν δικός του, του νεκρού, προσέξτε! Συνεχίστε, συνεχίστε...

Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 2007

Κολοκύθι - Ο τέταρτος όροφος

Η κορυφή του κεφαλιού του είναι άρτια μπερδεμένη με το σιδερένιο πλέγμα. Πιέζει όλο και πιο επίμονα σα να προσπαθεί να περάσει ανάμεσα από τις τρύπες των ακανόνιστων διαμέτρων. Ο διαβήτης του τρεμάμενος πια αγκομαχά να σχεδιάσει τις ακτίνες του. Εκείνος προτιμά να βλέπει κάποιες άλλες , λίγο πιο φωτεινές να αγγίζουν το βρώμικο άσπρο πλακάκι καθώς περνάνε μέσα από τα ελεύθερα λιγοστά εκατοστά που ο ίδιος έχει αφήσει.
Μαύρος, βρώμικος και ακατέργαστος σβήνει τις στιγμές του καθώς κοιτάει το καφέ υγρό σιγά σιγά να φουσκώνει πάνω από τη καυτή εστία. Προσπαθεί να μετρήσει τις φυσαλίδες ενώ εκείνες έχουν αρχίσει να υποχωρούν μεταμφιεζόμενες σε μία σκούρα κρούστα που επιπλέει στην επιφάνεια.
Τα βαθουλωμένα και τόσο περίτεχνα ενωμένα μαξιλάρια τον προσκαλούν να αφήσει το ταλαιπωρημένο κορμί του πάνω τους. Οι αγκώνες του τσούζουν θέλοντας να επαναστατήσουν για τη βίαιη εφαρμογή τους πάνω στα παλαιωμένα άκρα. Καίνε οι χορδές του καθώς τα χείλη του προσπαθούν να επεξεργαστούν τα ερεθίσματα που δέχονται από τη καυτή λάσπη που τα αγγίζει. Κλείνει τα μάτια για να γευτεί στο έπαρκο όλο το μεγαλείο που του προσφέρεται. Χαροπαλεύει με όλες του τις αισθήσεις ενώ προσπαθεί να εξηγήσει αυτό που η πιο απλή μαθηματική πράξη μπορεί εύκολα να σου αποδείξει. Προσθέτει τους αριθμούς του, πολλαπλασιάζει τα δευτερόλεπτα του, διαιρεί τις κατάρες του , διαγράφει τα υπόλοιπα του και μηδενίζει τους εκθέτες του.
Πατάει το κουμπί και νιώθει να ξεχειλίζει από τρυφερά αγριοκοιτάγματα , ηδονικές υποσχέσεις και βεβιασμένα τελειώματα….

May God bless and keep you always,
May your wishes all come true,
May you always do for others
And let others do for you.
May you build a ladder to the stars
And climb on every rung,
May you stay forever young,
Forever young, forever young,
May you stay forever young.

Σχεδόν είναι έτοιμος να αφεθει στην αγκαλιά του πιο ματαιόδοξου και τεμπέλη θεού. Η φυσαλίδα δεν ήταν ικανή να τον κρατήσει ενεργό ούτε καν για τα πρώτα απολαυστικά λεπτά. Ασφαλίζει τα μάτια, χαμογελάει με την συνηθισμένη χαλαρή αριστερή του κλίση και κοιμάται…

(Μένει μόνος του στο τρίτο πάτωμα μιας νεόχτιστης πολυκατοικίας. Δεν έχει πολλές παρτίδες με τους υπόλοιπους ενοίκους. Οι συναντήσεις τους ξεκινάνε με τη ψυχρή καλημέρα και κάποιες μέρες εμπλουτίζονται από μίζερες λέξεις στις συνελεύσεις. Έχει συνηθίσει τη μοναξιά του, έχει συνηθίσει ακόμα και αυτά τα τρομακτικά μοναχικά βράδια που κάνουν τους ποιητές του σήμερα να γράφουν λόγια και τραγούδια. Τις τελευταίες μέρες υπάρχει μια διαρκής κίνηση στο δρόμο του. Κάποιος μετακομίζει στον τέταρτο , στο διαμέρισμα του αξιωματικού που πήρε μετάθεση στη Κοζάνη. Δεν ξέρει ακόμα αν είναι άντρας ή γυναίκα. Οικογένεια , εργένης με σκύλο, ανεξάρτητη καριερίστα , φοιτητής , χωρισμένη με παιδί ή αναρχοαυτόνομος νεαρός. Δε θα ασχοληθεί παραπάνω. Οι μέρες πέρασαν. Οι φασαριόζηκες μεταφορές που του χαλάγανε τον ύπνο τελείωσαν και η ζωή του συνεχίζεται)

Τα χρώματα του παίζουν περίεργα σήμερα, δεν εντοπίζουν τίποτα παραπάνω από αυτό που ζητάει ο οργανισμός για την επιβίωση. Τα τελευταία βράδια κάθεται και αφουγκράζεται τους ήχους . Τους αφομοιώνει έναν έναν και τους μετατρέπει σε μελωδίες. Ζωηρά βήματα πάνω στο ξύλινο πάτωμα, κλειδιά που ανοίγουνε βαριές πόρτες, ανάσες άλλοτε μοναχικές , άλλοτε συγχρονισμένες. Κάτι τέτοιες ώρες κάθεται αναπαυτικά και κοιτάει το ταβάνι προσπαθώντας να ανακαλύψει τι βρίσκεται από πάνω του. Προσπαθεί να ακούσει έστω τη χροιά της φωνής αλλά δε καταφέρνει ούτε αυτό. Μέσα στη μονότονη μοναξιά του υπάρχει αυτή η ανάσα που του δίνει πάλι πίσω όλα αυτά που έχει χάσει. Η ανάσα αυτή , ενός προσώπου που ποτέ δεν έχει δει δίνει το εισιτήριο για το ταξίδι της ζωής του που φοβότανε να ξεκινήσει…

( Έχει περάσει ένας μήνας από την άφιξη του καινούριου ενοίκου. Έχει ακούσει γυναικεία φωνή. Δεν έχουν ακόμα συναντηθεί και δεν έχει ιδέα ακόμα γι’ αυτή. Είναι η παρέα του κάθε βράδυ. Νιώθει ζωντανός μόνο και μόνο επειδή την ακούει να ζει τόσο κοντά του. Πάνω που είχε συνηθίσει και αγαπήσει τη μοναξιά του ήρθε ένα άτομο για να τον κάνει να νιώσει ξανά το αίμα του καυτό στις φλέβες του που για καιρό είχαν σκουριάσει. Μετά από τόσο καιρό θέλησε κάτι. Ένα μόνο άτομο μπορεί να τον απαλλάξει από αυτή του τη βασανιστική ονείροξη…)

Ένα εκκωφαντικό κελαΐδισμα τον ξυπνάει. Το βαρύ του κεφάλι έχει γίνει ένα με το μαξιλάρι και αρνήτε να υποκύψει στις εντολές του. Οι γυμνασμένες του γάμπες αρχίζουν πάλι να ανακυκλώνουν μέσα στις φλέβες το αίμα του. Στηρίζεται τώρα με τους αγκώνες λίγο πάνω από τα γόνατα. Αφήνει πίσω του τα μαξιλάρια ενώ όλες του οι αισθήσεις βρίσκονται ακόμα σε καταστολή. Προχωράει βλέποντας την απόσταση του να μικραίνει και να γίνεται όλο και πιο ασφυκτική. Ανοίγει το φως και τη βρύση. Οι λάμπες φθορίου αφήνουν γαλάζιες αποχρώσεις στο μπλε περίβλημα. Κάθεται ακίνητος για δευτερόλεπτα και κοιτάει το νερό να πέφτει ορμητικά σα να φοβάται να νιώσει στο πετσί του τη ξαφνική αλλαγή της θερμοκρασίας. Χώνεται βαθιά μέσα στο οβάλ μπλε πλακάκι και καλύπτει με νερό κάθε γωνία του προσώπου του. Τεντώνει απότομα το κεφάλι του και κοιτάζει ευθεία στα μάτια τον αντικατοπτρισμό του. Τα ανακατωμένα μαλλιά του και τα αξύριστα μάγουλα του κρύβουν βαθιά τα έντονα καφέ του μάτια.

(Σήμερα αποφάσισε να το κάνει. Θα πάει να τη γνωρίσει. Είναι έτοιμος και τόσο πεπεισμένος ότι εκείνη είναι η μονή που μπορεί να του δώσει τη δύναμη που καιρό τώρα ψάχνει. Γεμίζει τον θώρακα του από οξυγόνο , βρίσκει την ένταση που χρειάζεται και ετοιμάζεται…)

Πέφτει απότομα πάνω στην ωχρή ντουλάπα και το εκκωφαντικό γτουπ του υπενθυμίζει την αποστολή του. Ισορροπεί πάνω στα στρογγυλευμένα δάχτυλα του καθώς ανεβάζει το καβάλο και ολοκληρώνει τη προσπάθεια λίγο πάνω από τον αφαλό. Το άσπρο πουκάμισο κρύβει τα κόκαλα της λεκάνης του ενώ ξεχασμένες μυρωδιές αρχίζουν πάλι να χοροπηδάνε σα ξωτικά. Τα κάτασπρα δόντια του ταιριάζουν τέλεια με την ηλιοκαμένη του επιδερμίδα. Είναι όμορφος , πραγματικά όμορφος. Τα άκρα του στόματος του τρέμουν ενώ τα χείλη του προσπαθούν να δροσίσουν την ξηρασία τους. Οι πρώτες γοητευτικές του ρυτίδες του υπενθυμίζουν όλα τα υπέροχα σαββατοκύριακα που έχει περάσει. Χτυπώντας ρυθμικά τα δάχτυλα του πάνω στο τραπεζάκι γεμίζει το κοντολαίμικο ποτήρι με χρυσή σκόνη μέχρι τη μέση. Τα συνηθισμένα σωθικά του σε τέτοια ερεθίσματα δεν ικανοποιούνται. Ξαναγεμίζει, αυτή τη φόρα μέχρι το στόμιο. Συγχρόνως φέρνει στο στόμα του το τυλιγμένο χαρτί. Γεύεται μία από τις ελάχιστες ηδονές του λίγο πριν ξεκινήσει. Κολλάει τη πλάτη του στο τοίχο, χαλαρώνει τους μυς του και απολαμβάνει την απόλυτη ελευθερία του.
Κοιτάει τη σάλα του παλατιού του. Το άσπρο πανωφόρι του τραπεζιού έχει καφέ κηλίδες από το άγαρμπο ξύπνημα του. Κοινότυπες φυλλάδες σέρνονται δίπλα, ενώ οι ζωγραφιές του έχουν αρχίσει να ξεθωριάζουν. Η θήκη του φαγητού του με ένα ξεραμένο κομμάτι κρέας ακριβώς μπροστά από το άψυχο τετράγωνο κουτί. Το σάλι του αναπαυτικού επίπλου πεσμένο κάτω και στο μωσαϊκό ακατάστατα διαφανή τετραγωνισμένα πλαστικά που φυλάνε νότες. Τα μπεζ ριχτάρια δίπλα στη τζαμαρία σε συνδυασμό με το σκοτεινό τοπίο τονίζουν τα έντονα χρώματα. Στον κύλινδρο μωβ και σκληρά κοτσάνια λίγο πριν την έξοδο.
Βάζει τα κλειδιά στη τσέπη, κλείνει τη πόρτα πίσω του και βγαίνει στο διάδρομο. Καλεί το ασανσέρ την ίδια ώρα που αποφασίζει να ανέβει με τα πόδια. Χάνεται στα πιο γνώριμα σε εκείνων σημεία. Νιώθει να ζαλίζεται . Αρχίζει να υποψιάζεται. Φτάνει έξω από τη πόρτα. Ακούει πάλι ρυθμικά τους ήχους που παρακολουθούσε τόσο καιρό. Έχουν πια γίνει δικοί του . Χτυπάει το κουδούνι και ανυπόμονα περιμένει. Περιμένει. Αρχίζει να καταλαβαίνει. Το χέρι του διασχίζει τη διαδρομή από τη σκισμένη τσέπη μέχρι τη κλειδαριά. Ανοίγει. Μπαίνει μέσα. Είναι όλα γνωστά και είναι μόνος του. Ακαταστασία. Το κάλυμα του καναπέ στο πάτωμα. Το τραπεζομάντιλο λερωμένο από χυμένο καφέ, στοίβες από εφημερίδες και cd, μισοφαγωμένα φαγητά μπροστά από τη κλειστή τηλεόραση, οι μπεζ κουρτίνες ταιριάζουν άψογα με τους μπορντό τοίχους και στο βάζο δίπλα στη πόρτα αποξηραμένα λουλούδια από μία παλιά γκόμενα.
Η συντροφιά τώρα πια έγινε δική του. Ότι ζητούσε ήταν εδώ πάντα και ποτέ δε τον είχε αφήσει. Η δύναμη είναι η μεγαλύτερη ουτοπία. Χαμογελάει σα να ήξερε πάντα. Γιατί τελικά η μεγαλύτερη δυσκολία δεν είναι να βρεις μια ανάσα, είναι το να ταυτιστείς απόλυτα μαζί της. Και τώρα πια κατάλαβε ότι ο μόνος τρόπος για να το καταφέρει αυτό είναι πρώτα να μάθει να αναπνέει σωστά.


May your feet always be swift,
May you have a strong foundation
When the winds of changes shift.
May your heart always be joyful,
May your song always be sung,
May you stay forever young,
Forever young, forever young,
May you stay forever young.

http://evieninja.blogspot.com/


Η άποψη του Πετεφρή: άργησα κάπως , επειδή είχα homework. Γιά να τα βγάλω πέρα με τον Τέταρτο όροφο, ξαναείδα κείμενα και βιβλία που μου ήρθαν κατευθείαν στον νου. Εχουμε και λέμε. Σαμαράκης, Κάφκα, γαλλικο μυθιστόρημα του 50, υπαρξισμός, εσωτερικός μονόλογος, συμβολισμός. Ενας εκπληκτικής ομορφιάς άνδρας, μόνος σε ένα περιβάλλον διαμερίσματος που είναι ζωντανός εφιάλτης. Περιγράφεται με επίτηδες ασαφείς και απειλητικούς όρους.Ζώντας την μόνωση, έχει κάποια σήματα ότι κάτι νέο πάει να γίνει στον πάνω όροφο. Τολμάει να συνταχθεί σε ένα κομμάτι και επιχειρεί να συνδεθεί με μία γυναικεία φωνή ,ανεβαίνοντας τις σκάλες. Αλλά κι εκεί, το διαμέρισμα είναι ίδιο κι απαράλλαχτο με το δικό του. Μόνο που περιγράφεται με τους τρέχοντες όρους.Το συμπέρασμα αυτονόητο. Από εμάς ξεκινά η παραμόρφωση των πραγμάτων και η μάταιη ελπίδα της αλλαγής.
[Καθώς η περσόνα που κατατίθεται στο διαδίκτυο είναι θηλυκή, την ακολουθω]Η συγγραφέας του Τετάρτου ορόφου, προφανώς νέα, πλατυάζει, μιμείται και ανακυκλώνει, σε βαθμό βιωματικής εξάρτησης. Δεν ξέρει ότι δεν υπάρχει μετέφηβος που λογοτεχνίζει χωρίς μιά σοβαρή ποσότητα τέτοιων κειμένων υπερβατικού είδους στο συρτάρι του. Το διάβασα με ανοιχτό το στόμα, κεχηνώς. Επειδή δεν πίστευα ότι το 2006, μπορεί να χρησιμοποιηθεί μιά ολόκληρη εργαλειοθήκη συμβάσεων, που η δημοφιλία της εξέπνευσε πρίν μισόν αιώνα, από έναν νέο άνθρωπο.
Δεν θα ασχοληθώ με το κείμενο. Καθόλου. Μέσα στον όλεθρο που αποτυπώνεται ,υπάρχει και ένα υβρίδιο συμπεράσματος: άρα, ερμηνεύεται ο κόσμος υποκειμενικά. Κρατήστε αυτό, κορίτσι μου, και ξεχάστε τα υπόλοιπα. Αλλάξτε διαβάσματα, εμπειρίες, τρόπους ομφαλοσκόπησης, τα πάντα. Θα σας τα αλλάξει φυσικά , ο ίδιος ο βίος που θα ζήσετε, αλλά δεν υπάρχει κανένας λόγος να ετοιμάζετε με τέτοια ευσυνειδησία τον ρόλο της μεσόκοπης παράξενης που θα ψάχνει αδελφές ψυχές στον άκαρδο κόσμο, κι ενω στο μεταξύ θα σας έχουν ταράξει σε περίτεχνες σεξουαλικές αναζητήσεις (δεσμεύομαι να πω θα σας ταράξουν στον μπούτσο) διάφοροι καρμίρηδες που γαμάνε επειδή κυνηγούν περιπτώσεις εσωτερικού spleen σαν την δική σας. Κόψτε τα μαλλιά σας ή αφήστε τα, άν είναι ήδη κοντά. Αλλάξτε ρούχο, αλλάξτε δορά, ξαφνιάστε την παρέα σας, ξαφνιαστείτε από τον κόσμο. Η ζωή δεν είναι ωραία, δεν είναι άσχημη, είναι μέτρια. Σπάστε το τσόφλι της.
Α, και ό,τι γράφετε εφεξής, όση έκταση και άν έχει, ασκηθείτε στο να εκδίδετε ακριβώς το ένα δέκατο. Κι αρχίστε να διαβάζετε εντατικά ακυρολόγους ανθρώπους, λακωνικούς και εξεζητημένα ολιγόλεξους. Σας έχει καταλάβει ο δαίμων της περιέργειας και έχετε τάση γιά νεοπλασία όρων.Να μάθετε πρώτα αυτούς που κυκλοφορούν. Και τα βιβλία του πενήντα, σε πενήντα χρόνια πάλι στα χέρια σας. Εντολή είναι, δεν είναι σύσταση.
Να ξαναδώ, επειγόντως, από σάς, αύριο αν είναι δυνατόν, ένα διαφορετικό κείμενο. Οχι σας αυτά του blog. Αν δεν θέλετε την έκθεση, στείλτε το μέσω της Renton. Με την περίπτωσή σας, αισθάνομαι προπονητής που έρχεται σε μιά δεδομένη ομάδα, βλέπει ότι κάποιος αμυντικός παίκτης είναι γιά τα χάφ και το κάνει πράξη.


Η άποψη του Μίχου
Το κείμενο είναι ένα είδος ιμιτασιόν του υψηλού, κάτι που πολύ αγαπούν οι δημοσιογράφοι και οι ψυχαναγκασμένοι βιβλιοκριτές με διδακτορικό στην εσπερία. Αλλά για μένα όπου βλέπω Καρυστιάνη και Γαλανάκη, λέω Βάρδια του Καββαδία και Μέλπω Αξιώτη. Τρία πράγματα μου θύμησε: Την αρχική σκηνή από το Γουόλλ των Πίνκ Φλόϋντ, δεύτερο εκείνη την ταινία που ο τυπάς είχε παγιδέψει με οθόνες ένα κτίριο και στο τέλος μπαίνει το κορίτσι, πυροβολεί τις οθόνες και του λέει βρες μιά ζωή, και το Βαρέλι, ένα βιβλίο του Μπέρναντ Μάλαμουντ. Στο βαθμό που η Αθήνα πιά είναι μητρόπολη, αγγίζει σε πραγματικό επίπεδο, όλη εκείνη τη λογοτεχνία της δεκαετίας του πενήντα, όπου στην πόλη σαν άνθρώπινη ζούγκλα, ο καθένας μπορεί να έχει την μικρή του λόχμη για να κρύβεται. Από έναν πεζογράφο που δοκιμάζει δεν περιμένουμε έλεγχο στις λεπτομέρειες αλλά μιά δύναμη γραφής. Υπάρχει εδώ μιά δύναμη, αλλά το αποτέλεσμα βουλιάζει. Το κείμενο καταλήγει σε ένα μπορώ να γράψω σαν κι εσάς. Φτάνει δηλαδή εκεί από όπου θα έπρεπε να ξεκινάει. Σε κοινούς τόπους που μάλλον ε'ίναι χρονολογικά εκεί που τους τοποθετεί ο Πετεφρής. Θα συνιστούσα να δοκιμάσει χωρίς το δίχτυ του αποδεχτού αποκάτω. Να μην καταλήγει σε αναγνωρίσιμο ύφος ασφαλείας, αλλά ανοίγοντας προς το φιάσκο να δοκιμάσει τι είναι αυτό που πιθανόν θα γίνει στο μέλλον η προσωπική φωνή.

Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2007

Βάγια (φάσματα) - Παράδοση

Ζεστό ποτάμι μου ζεσταίνει το μυαλό.
Με ταξιδεύει σε άλλους κόσμους, πλάνους.
Όπου οι συνειδήσεις εξαγοράζονται για λίγα γραμμάρια αργής ανάσας και προδοσίας.
Πίστεψα και εγώ σ' αυτούς.
Όλα τα πέταξα και τίποτα δεν κράτησα για μένα.
Προχωρώ και τα μάτια μου είναι δεμένα σφιχτά ένα μαύρο μαντήλι.
Δε βγάζω μιλιά και ακολουθώ αβέβαια την μοίρα μου.
Δεν υπάρχει προτίμηση και η παράδοση ζεσταίνει τα κόκαλα.
Καυτός ιδρώτας μου δροσίζει το κορμί.
Παράξενα που εξασθένισε ο άνεμος!
Παραλύω στην επίθεση και αποφεύγω ανεκτικά την άμυνα.
Δεν περνάει απ' το νου μου ότι λίγος καιρός έμεινε και εγώ θα ικετεύω για να ζήσω σε έναν αισιόδοξο καιρό
Τα μαύρα πουλιά της ψυχής δεν πετούν ποτέ ψηλά, μόνο σκύβουν το κεφάλι και εξαφανίζονται από το πέρασμα του χρόνου

http://www.fasmata.blogspot.com


Η γνώμη του Πετεφρή: Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο. Η ποίηση πάντως είναι στον άλλο δρόμο. Μπορεί να λαθεύω τελείως για την αποτίμηση αυτών των στίχων. Πρώτη φορά, γιά να βρώ κριτικά ερείσματα, πήγα στο blog fasmata όπου υπάρχουν παρόμοια ολιγόλεξα ποιήματα. Σχετικά βουβό blog -τακτικός επισκέπτης του ένας φίλος που ενθαρρύνει προφανώς τα fasmata και στο δικό του blog υπάρχει σαφής ποιητική δορά, άσχετο άν τα ποιήματά του θέλουν δουλειά. Αλλά απορώ γιατί δεν ειδοποίησε τα fasmata γιά τον δρόμο τον στρωμένο με μάταιες υποσχέσεις που ακολουθεί.
Γιά να βρώ μιά άκρη, κατέληξα ότι αυτό το άτομο έχει πιθανόν βαρύνει την ζωή του με ένα πένθος ή μιά βαρειά αρρώστεια ή κάτι παρόμοιο ανήκεστο. Μόνον έτσι μπορεί να δικαιολογηθεί το φλού ως υπέρτατη αναζήτηση του λόγου. Μπορεί επίσης να διαθέτει νεότητα, ή μιά ηθικού τύπου υπεραξία, ή να πλανεύει τους γύρω του με καίριες πράξεις. Εχω την εντύπωση ότι προσπαθεί σε λάθος τομέα. Οπως έκανε επί πολλά χρόνια ο άτυχος Αλέκος Παναγούλης ,που προσπαθούσε να "περάσει" τα ποιήματά του, ως μόνη κληρονομιά που επιθυμούσε. Το ίδιο που κάνει ο Γιώργος Βέλτσος, που κάνει η Ελένη Αρβελέρ.Η, γιά να μη παραμείνουμε στα στιχικά, το ίδιο που έκανε ο ποιητής Δημήτρης Χριστοδούλου, τυπώνοντας πολυάριθμα πεζά στο τέλος της ζωής του.
Στόχος μιάς γραμμής που λέγεται στίχος, αγαπητά μου φάσματα, είναι να κυριεύσει την συνείδηση της ώρας του γράφοντος, γιά να μη πώ κάτι βαρύτερο ή πιό απαιτητικό. Ο στίχος, να κυριεύσει, όχι τα νοήματα και οι έννοιες που μεταφέρει. Δηλαδή να υπάρξουν αυτοφυείς ή τεχνημένες τεχνικές, προβολές, τρόποι μετάδοσης, πηγαίες μνήμες που δεν γίνονται αναμνήσεις (οι αναμνήσεις λειτουργούν στο πεζό) μονολεκτικά, να υπάρξει ύφος. Τώρα, με τον τρόπο που γράφετε, δυσκολεύομαι πολύ να καταλάβω τι ακριβώς λέτε. Η γενικότητα δεν είναι προθάλαμος στην πανανθρώπινη συνείδηση.Οταν γράφετε κάτι γενικά και αόριστα, δεν καλύπτετε περισσότερες καρδιές- μάλλον χάνετε κι αυτές προς τις οποίες απευθύνεστε. Θα έλεγα να περάσετε ένα εύλογο διάστημα χωρίς να στιχουργήσετε. Ντιπ. Καθόλου. Διόλου. Θα είναι ευεργετικό, αν στο διάστημα αυτής της αποχής, γράψετε πυκνά και συγκεκριμένα πράγματα που θα είναι καθαρές περιγραφές αντικειμένων, μορφών και όχι , προς θεού όχι, τι εντυπώσεις σας δημιουργούν αυτά που περιγράφετε. Δεν είναι σοβαρό το πρόβλημά σας. Θα μπορούσε να ξεπεραστεί εύκολα, και να δημιουργήσετε κείμενα που είναι αποδεκτά και δημιουργικά, αρκεί να παραδεχτείτε ότι έχετε μιάς μορφής αστιγματισμό, που οφείλεται είτε στο ότι πιστεύετε πως έχετε κουβέντες στιβαγμένες μέσα σας, ή ότι δεν πιστεύετε στις κουβέντες κια προσπαθείτε να αποτυπώσετε αισθήσεις. Είναι σα να σημαδεύετε ένα πουλί με αντιαεροπορικό. Και το όπλο είναι ακατάλληλο, και ξοδεύετε πολλά πυρομαχικά στον βρόντο, και είναι ανήκουστο να βαράτε τα πουλάκια.Την ποίηση να την βρείτε μαγειρεύοντας ή δημιουργώντας αμαγλάματα.Μπορείτε.

Η άποψη του Μίχου
Θα μπορούσε να είναι παγίδα. Χρήση κοινών τόπων για να αποφύγεις οποιαδήποτε δέσμευση και να μην πεις τελικά τίποτα. Τέλειο διαδικτυακό αμυντικό κείμενο. Τέτοια και παρόμοια μαζεύουν κρίσεις αριστουργημάτων σε χαμηλότερο επίπεδο. Το ποίημα δεν βρίσκεται πάνω, λάθος το ψάχνουν εκεί, το ποίημα βρίσκεται κάτω και μέσα. Η σκανταλιά αυτή της κοινοτοπίας που είναι το παρόν κείμενο δεν μπορούσε να πιάσει κάτι παλιοκαραβάνες σαν εμάς. Αλλά εγώ θα δώσω μιαν ευκαιρία. Αν επιθυμεί να ξαναποστάρει και κατ' εξαίρεσιν θα κρίνω εκείνο που βρίσκεται κάτω από αυτό και είναι σίγουρα πιο αληθινό. Υπάρχει ένα στοίχημα. Ξέρετε να καμουφλάρετε τη ντροπή σας. Περιμένω να δω αν ξέρετε να ρισκάρετε. Πιστεύω ότι μας δοκιμάσατε επαρκώς και είδατε ότι εκτιθέμεθα στον ίδιο βαθμό με τους εκτιθεμένους, και μάλιστα αγαπητικά και υπομονετικά. Θα περιμένω πάντα και τη δική σας έκθεση...
Μόνο μια οδηγία σε σας: οταν έκανα γυμνισμό, ήταν οι άλλοι που ντρέπονταν να με κοιτάξουν. Έτσι και στη γραφή. Το εγουλάκι των άλλων μας προστατεύει τόσο που να καταθέτουμε το αίμα της καρδιάς μας και να μας λένε τι ωραία φόρμα. Τολμήστε λοιπόν...

Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2007

Θεοδόσης Βολκώφ - Ο Δαίμονας (α μέρος - απόσπασμα)

Εγώ που το κορμί σου αποθεώνω,
πέλμα κι αστράγαλο, μηρούς, κεφάλι,
σπόνδυλο σπόνδυλο που χαρακώνω
την πλάτη με τα δόντια και μ' ατσάλι,

λαιμό που μου αφήνεται σε φόνο,
κοιλιά και στήθος σε σπασμό και πάλη,
με τα φτερά μου σ' αγκαλιάζω μόνο
και σε τυλίγω από παντού θρύλων αιθάλη.

Βαθύ που απ' το λαιμό αρχίζει αυλάκι,
το χέρι μου που βίαιο σε διαβάζει,
- εγώ της Γης ο λύκος κι όλ' οι δράκοι -

των ώμων που αδράχνω άγριο ρίγος,
το βάρος μου σού δίνω που σπαράζει
και νόημα καινούργιο, θείο σφρίγος!


© Θεοδόσης Βολκώφ
http://theodosisvolkof.blogspot.com/

Η άποψη του Πετεφρή:
Σονέτο, με κλασική δορά, αλλα με κάποια παραλλαγή: συνήθως οι δύο πρώτοι στίχοι των τριστίχων ομοιοκαταληκτούν, και στην απόλυτα σφιχτή μορφή, υπάρχει πλήρης αντιστοιχία στις καταλήξεις και στα δύο τρίστιχα. Εκφραστικά, υπάρχουν μερικά «ζορίσματα» στις λέξεις που επιλέγονται. Φυσικό. Ας πούμε θα έβαζα «λαιμό που παραδίνεται σε φόνο», ή «και σε τυλίγει από παντού θρύλων αιθάλη» αφού η αιθάλη δεν παραπέμπει σε λατρευτική προσομοίωση. Εδώ έχουμε ένα χαρακτηριστικό που ενίοτε παρασύρει έναν τεχνίτη: με το πέρασμα των στίχων, η επιμονή του στιχουργού χάνεται ,καθώς βιάζεται να δεί το αποτέλεσμα. «Το χέρι μου που βίαιο σε διαβάζει» πλησιάζει στην χασμωδία, ο λύκος δεν έχει φτερά, ο δαίμων βεβαίως, αλλα και ο δράκος. Χασμωδία και στο «των ώμων που αδράχνω άγριο ρίγος» που εντούτοις σώζεται με σοφή απαγγελία. Ο τελευταίος στίχος προσωπικά μου φαίνεται χαώδης, αλλα μπορεί να λαθεύω.
Είναι γενικά καλή προσπάθεια και με ελκύει η επιμονή του επί του αντικειμένου, ήτοι ενός διαμελισμένου σώματος της ηγερίας του ποιητή. Εχει μιά καλώς αποδιδόμενη μανία. Παραδόξως, δεν έχει κάτι σύνηθες στα σονέτα, την νοηματική αντιστροφή που αρχίζει με το πρώτο τρίστιχο- η μοναδική ευκαιρία του ποιητή να «ζωντανέψει» τον υπνωτικό ενδεκασύλλαβο που σπανίως κρατάει το ενδιαφέρον.
Οι ρίμες επίσης δεν είναι ευρηματικές. Ηταν μεγάλη υπόθεση γιά τους τεχνίτες του σονέτου να ριμάρουν ουσιαστικό με ρήμα, επίρρημα με ρήμα, να αποφύγουν κατά το δυνατόν τα ουσιαστικά, επειδή τα θεωρούσαν καταστατικές ευκολίες. Αλλά φαντάζομαι πως άν επιμείνετε στο είδος, θα διαπρέψετε και σε αυτό.
Καθώς έχω κοιτάξει άλλα κείμενά σας, πρίν δώ το κείμενό σας το πρωί, νομίζω ότι κάθε είδους στιχική, θα σας βοηθήσει πάρα πολύ στον έλλογο βίο σας. Θα έλεγα να δουλέψετε και κομμάτια με αρχαία ή μεσαιωνική μετρική.
Με το καλό, να μετατρέψετε την μανιέρα σε ματιέρα. Διατηρώ αμέριστο σεβασμό και συμπάθεια προς κάθε τύπο άσκησης. Σας ευχαριστώ.


Η Άποψη του Μίχου
Άφησα πρώτο τον Πετεφρή, γιατί τυχαίνει να γνωρίζω λίγο προσωπικά το Θεοδόση. Έτσι έδω θα έχουμε το πρόσθετο στοιχείο να κάνουμε παρατηρήσεις σε γνωστό μας πρόσωπο. Ο Πετεφρής έδοσε κάποια τεχνικά ζητούμενα στο σονέτο. Είμαι σίγουρος ότι ο Θεοδόσης θα ξεσκονίσει τη βιβλιογραφία της τεχνικής του σονέτου...έχω κάτι δυσεύρετα και θα είναι στη διάθεσή του. Εγώ θα είμαι πιο αυστηρός. Το ποίημα είναι βαρύ και θολώνει κάποτε το νόημά του. Μοιάζει με ποεζιπούρικο σονέτο παρμένο από το βαρύ βηματισμό του Ερωτικού Λόγου και της Στέρνας. Κι αυτό γίνεται γιατί ο Θεοδόσης έχει έγνοια ακόμη για να του βγεί τεχνικά και το βαραίνει. Τα έχουμε πει και κατ' ιδίαν, και από το Θεοδόση απαιτώ το μέγιστο. Κανένα "έλεος"σε νέο ποιητή. Τα θέλω όλα. Και την ιδιοφωνία... Το πρόβλημα με τους σονετογράφους, εννοώ την ομάδα που επανέφερε τον ισόμετρο στίχο, είναι ότι περιφρόνησαν τους καλιεργητές του ισόμετρου στίχου, που και καλιεργήθηκε μεταπολεμικά, κάτω από τη σαρωτική παρουσία του "ελεύθερου" στίχου, και συνέχισε να είναι δημοφηλής στην πάροδο της στιχουργίας. Τα σονέτα του Δικταίου, του Άθου Δημουλα και τα ισόμετρου στίχου ποιήματα του Μάνου Ελευθερίου που είχε και την ιδιότητα του στιχουργού, δείχνουν πως δεν υπάρχει κανένας κομμένος κρίκος. Για παράδειγμα ο Άλκης Αλκαίου τυπώνει ισόμετρα ποιήματα μια δεκαετία πριν εμφανιστεί η συντεταγμένη προσπάθεια των άλλων με τη ρεκλάμα τους. Αν προσθέσουμε και τους στιχουργούς που διατήρησαν την περιωπή του ισόμετρου στίχου σε υψηλά επίπεδα η προσπάθεια να περάσει ξανά ο ισόμετρος στίχος σαν ένα είδος τελευταίας μόδας καλυμένος από μεταμοντέρνες θεωρητικοποιήσεις ελέγχεται κυρίως για τα απότελέσματά του, τα ποιήματα που έδοσε. Διότι απώθησε όλο αυτή τη δήθεν "ταπεινή" παραγωγή και θέλησε να πιάσει το νήμα στους κοινούς τόπους πριν από την εμφάνιση της Γενιάς του'30.
Γι αυτό και τα ποιήματα που παρήγαγαν φαντάζουν αναιμικά μπροστά σε ορισμένες κατακτήσεις της στιχουργικής. Όποιος επιθυμεί να κάνει ισόμετρο στίχο πρέπει να καθαρθεί σε όλη αυτή την ποιητική παραγωγή που απώθησαν οι επανεισηγητές της. Από αυτή την άποψη οι δρόμοι είναι ανοιχτοί. Για να περάσουμε από το επίπεδο μιάς ποίησης που δεν ξεπερνάει τα όρια του παστίς σε μια ποίηση αναγνωρίσιμη. Το ζητούμενο για μένα ήταν και παραμένει πάντα η
ιδιοφωνία. Τα είχαμε πει άκρες μέσες αυτά με το Θεοδόση, τα καταθέτω κι εδώ. Του συστήνω να προσπαθήσει να μην μετατρέπει σε εσωτερική λογοκρισία τη φιλολογική του γνώση. Να την θυσιάζει και να την πετάει σαν σκαλωσιά την ώρα της γραφής. Τα αποτελέσματα θα εκπλήξουν αυτόν πρώτα. Τα περάσαμε κι εμείς αυτά. Στην πρώτη μου συλλογή έχω ένα γνωμικό τόνο που μερικές φορές νομίζω ότι ήμουνα ένας νεαρός εκατό χρονών και σιγά σιγά από συλλογή σε συλλογή γίνομαι παιδί. Πετεφρή, ετούτος έχει το δαίμονα του βιβλίου. Κι ένα βλέμμα από καθαρό νερό.

Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου 2007

Παπαρούνα - έναν καφέ και δυο κουβέντες, δυο καφέδες και μονόλογος

Τα καφενεία στο Μεταξουργείο έχουν χρώμα μπλε. Ένας ολάκερος μπλε γαλαξίας σε γραπώνει καθώς μπαίνεις μέσα. Ο γαλαξίας "Η καλή καρδιά". Μυρωδιά καβουρδισμένου καφέ και σκόνης. Ημίφως και μια σόμπα να κρατάει τη ζέστη. Μωσαϊκό κάτω, κάθε πετρούλα και παράπονο. Σε κυκλώνουν ήχοι κομπολογιού που ταλανίζεται ανάμεσα σε παλάμες. Παππούδες, οι μόνοι πρωταγωνιστές σε σκηνικό έτοιμο για πίνακα του Τσαρούχη, ρίχνουν εξάρες μαζί με κλεφτές ματιές στην τιβί για τον αγώνα Αθηναϊκού - Πανσερραϊκού. Στη τζαμαρία θολωμένα κίτρινα φώτα των δρόμων, και στους τοίχους παλιές φωτογραφίες φυλακισμένες σε κορνίζες από ξύλο καρυδιάς. Στην απ’ έξω ζωή, στα διπλανά ξενοδοχεία με τις ξεφλουδισμένες ταμπέλες, οι άντρες βγαίνουν ξαλαφρωμένοι και οι γυναίκες ταπεινωμένα πληρωμένες.

-Τι με έφερες εδώ;

-Δε νομίζω πως θα έβρισκα άλλο μέρος που να μπορεί να αντέξει τη λύπη μου. Ξέρεις, τα αγαπάω αυτά τα μέρη. Ζηλεύω τους παππούδες που έρχονται κάθε δύσκολο απόγεμα, για έναν καφέ και δυο κουβέντες. Εδώ μέσα μόνο σοφίες ακούς.

-Θα κάτσουμε ώρα;

-Όση ώρα χρειαστεί για να ξεθωριάσει αυτή η μαυρίλα που με πνίγει.

-Μιλάς περίεργα απόψε και με κουράζεις. Τί θα πιεις;

-Δεν είμαι εγώ που σου μιλάω.

-Δυο ελληνικούς μέτριους, ε;

-Ξέρεις πόσο σ' αγάπησα; Πόσο ράγισε η καρδιά μου μέχρι να σε φέρω λίγο δίπλα μου; Τα βράδια ξενυχτούσα, νόμιζα πως αν μείνω ξάγρυπνη ένα αστρόπλοιο θα ερχότανε για να με φέρει στα σεντόνια σου. Δεν τα κατάλαβες αυτά ποτέ.

-Όντως δεν είσαι εσύ που μου μιλάς. Δεν σε καταλαβαίνω. Δεν ήσουν κοριτσάκι, ήξερες πού έμπλεκες, σε τί κατώγια του μυαλού σου θα χωνόσουν για να με βρεις. Κορώνα ή γράμματα η τρέλα μας. Τί θες τώρα;

-Φοβάσαι να με καταλάβεις. Μόνο αυτό. Αν προσπαθούσες, αν...

-Θέλω να φύγω, αυτό το μπλε με πνίγει. Πως αντέχεις;

-Κάτσε λίγο ακόμα, κρυώνω μοναχή μου.

Στο παραδίπλα τραπέζι ένα γεροντάκι κοιτά με το στόμα ανοιχτό και μια ετοιμόρροπη ζαριά να χάσκει.

-Γιατί μιλάει μοναχό του αυτό το κοριτσάκι;

-Α, δεν την έχεις ξαναδεί; Κάθε απόγεμα η ίδια ιστορία. Δυο καφέδες και μονόλογος. Ποιος ξέρει με τί φαντάσματα θα παλεύει.

Κι όλο έξω να σκοτεινιάζει, κι όλο έξω να σκοτεινιάζει, κι όλο εκείνη να χάνεται, κι όλο εκείνη να χάνεται.

http://paparouna.blogspot.com/

Η άποψη του Πετεφρή:
Καθαρόαιμο βιντεοκλιπάκι.Σινεμά. Ακαριαίο, νεοελληνικής ή γαλλικής επίνοιας. Αχνή επίδραση από τα «περίχωρα της Κερύνειας»: -Της τηλεγράφησα λουλούδια –Ουίσκι; Τζίν; -Σήμερα οι αργυροί της γάμοι .Στο ομοιόθετο εννοώ, όχι στην θεματική. Ενα ζευγάρι συνομιλητών που ο ένας είναι πιό αγροίκος, ο άλλος πιό συναισθηματικός. Στην περίπτωση της Παπαρούνας, ο άνδρας δεν υπάρχει, αλλά δεν με χαλάει καθόλου. Είναι πολύ αδρά χαρακτηρισμένος. Στα νιάτα μου είχα γράψει : και της μιλώ γιά το μυστήριο των δρόμων, ενώ αυτή τρώει φυστίκια. Η αίσθηση ότι δεν σε καταλαβαίνουν, γιά πολλούς και διαφόρους λόγους- ελπίζω κανένας να μη έχει σχέση με το αρχαίο δίζυγο είμαι φευγάτος και είσαι άσχετος. Από πίσω, βόσκουν, ή εισπράττουν τα διόδια, ο Μέτρ και η Μαργαρίτα, ο Πυγμαλίων, η Πεντάμορφη και το τέρας. Το περιβάλλον των γερόντων πάλι, λειτουργεί θετικά. Είναι φιλμάκι. Τρίλεπτο, με το ζόρι. Αν το λαστιχάρεις ως μικρομηκάδικο εύρημα, χάνει την ουσία του.
Μερικά στίγματα: ο καφετζής πρέπει να φέρνει μόνος του τους καφέδες, επειδή αυτός που τους ζητά, δεν υπάρχει.Οι περιγραφές είναι πολύ καλύτερες από το ύφος που έχει διαλεχτεί γιά να τις ιστορήσει. Μερικά αχώνευτα και στερεοτυπικά, θέλουν να τα ξανακοιτάξετε. Αυτοί οι ξαλαφρωμένοι άνδρες και οι ταπεινωμένα πληρωμένες γυναίκες...Αλλά πέρα από λεπτομέρειες, μ΄αρέσει.Τα κατάφερε να με βάλει στην ατμόσφαιρα.
Παρατήρηση, ελπίζω χρήσιμη. Κατασκευάσατε το σκηνικό με υπερβολικά πολλές πληροφορίες.Και σε περίπτωση που δεν το πιάσει κάποιος, ρίχνετε και έναν πίνακα Τσαρούχη, γιά να ολοκληρωθεί η σκηνογραφική υπόδειξη. Γι΄αυτό και δεν το λέω θεατρικό- ο συγγραφέας αφήνει πολλά στον θεατρικό σκηνοθέτη. Ενώ εδώ, ο σκηνοθέτης- αναγνώστης είναι έμμισθος υπάλληλος της παραγωγής σας.Δεν σταματήσατε κάν στο σενάριο- κάνατε και διεύθυνση παραγωγής.
Η συμβουλή μου, άν δεν είναι άκαιρη: ανοιχτείτε. Εχετε την δυνατότητα να συμπιέσετε, αρχίστε τώρα την ανάπτυξη. Ακόμη κι άν δεν υπηρχε διάλογος στο κείμενο, μιά κοπέλα που πίνει δυό τούρκικους καφέδες σε έναν καφενέ μουρμουρίζοντας, φτάνει και περισσεύει. Κρατώντας, λέω τώρα, μιά φωτογραφία του αζάπη που προδίδει την διαφορετική ματιά του στον κόσμο.
Πειραματιστείτε με μεγάλα κείμενα, σπέρνοντας παρόμοιες ή άλλες εικόνες, χωρίς μεγάλη ανάλυση. Το κεκτημένο της σφιχτής πρότασης, είναι ευκολο να το κατακτήσετε. Βέβαια, σας δέρνει ένα είδος συναισθηματικής ίωσης, που μπορεί να κάνει τον κύκλο της και να περάσει, χωρίς να μετατραπεί σε συναισθηματική πανούκλα.
Α, και οι δύο πρώτες προτάσεις, είναι επικίνδυνα αποπροσανατολιστικές. Επειδή τις «αντιγράφετε» από την προεικόνα του χώρου, όπως τον ξέρετε.Να θυμάστε: άλλο η τηλεοπτική περιγραφή, άλλο η ραδιοφωνική. Ξεχάστε τις αμφότερες.
Δεν είναι κείμενο που θα διάβαζα ευχαρίατως, αλλά σιγά τ΄αβγά.Μου δημιουργεί πολλές ελπίδες γιά σας, ακόμη κι άν θα κάνετε πολλά στροφιλίκια γιά να βρείτε τον βηματισμό σας. Ορμήστε στον χώρο.Με τον συνδυασμό αυτογνωσίας και τεχνικής που χρειάζεται γιά να μη σαλτάρετε.

Α, και σημασία στους τίτλους, έτσι; είστε τύπος που άν ξεκινήσετε με τον τίτλο ,θα γράφετε καλύτερα..


Η άποψη του Μίχου
Το κείμενο προσπαθεί να εκμαιεύσει με ωραιολογία αυτό που θέλει να υποβάλλει. Έτσι γίνεται ένα είδος ηθογραφίας. Το γεγονός της συνάντησης ενός άντρα και μιάς γυναίκας είναι συμπαντικό. Δεν θελω αναφορά στον Τσαρούχη. Θέλω μιά περιγραφή ψυχρή που να πω: όπως στον Τσαρούχη. Θα συμβούλευα να δοκιμάσει το ίδιο κείμενο αλλά επικεντρώνοντας ψυχρά στις περιγραφές των εικόνων επιλέγοντας τη γωνία του φακού κάθε φορά. Το κλίμα θα βγει μόνο του και θα σκάσει στο κεφάλι μας. Για να μιλήσω κινηματογραφικά: Η σκηνή όπου ο Ρομπερτ Ντε Νίρο ως Τζέικ Λα Μότα , στο Οργισμένο Είδωλο συναντιέται με τον αδελφό του. Τι λένε, σχεδόν τίποτα. Τι εισπράτουμε, όλα τα συναισθήματα που προσθέτουμε εμείς. Το κείμενο πρέπει να είναι ψυχρό σαν γραμμένο με χειρουργική επέμβαση για να απελευθερώσει το δυναμικό του. Κατά την άποψή μου, ένα μεγάλο μέρος της αποτυχίας των πεζογράφων μας, κι εγώ το χρεώνω στον επαρχιωτισμό, είναι τέτοιες σκηνές. Ενώ συλλαμβάνουν ένα κλίμα, το διεκπεραιώνουν γλυκερά. Δοκίμασε αυτό που σου λέω και μην το φοβάσαι. Δείξτο πάλι και θα έχεις την έκπληξη να επιδρά πιο δυνατά στους αναγνώστες. Το έγραψα κάπου κι εδώ. Είναι από τα παράδοξα της λογοτεχνίας. Όσο πιο χειρουργικά επεξεργάζεσαι μιά συναισθηματική κατάσταση τόσο πιο δυνατά την εισπράττει ο αναγνώστης. Πόσοι μπεστσελλεράδες θα μας απάλλασαν από τόση γραπτή βλακεία αν ήξεραν και μόνο αυτό. Το κοσμητικό από τα γυμνασιακά μου χρόνια κυνηγούσε τα κορίτσια. Είναι ένα είδος ήθους γραφής. Είπαμε όμως, όλα με καιρό και με κόπο στο νόημα της τέχνης.
Πάντως επειδή μεγάλωσα σ' αυτό το σκηνικό, μου θύμισε τόπους αγαπημένους, ειδικά με βροχή...

Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου 2007

Sorry Girl - Ιστορίες της πόλης./Που είναι όμορφη μόνο τα βράδια.Φεβρουάριος.-Αριάννα.

Κλώτσησε την πόρτα του ξεχωριστού δωματίου που είχε απαιτήσει για να υπογράψει το συμβόλαιο. Κοντοστάθηκε και έλεγξε την άκρη της μπότας του. Ώρες είναι να ξεφτίσει λίγο πριν τη συναυλία. Μπήκε στο δωμάτιο και κοίταξε τριγύρω. Όλα φαινόντουσαν εντάξει. Προχώρησε στο μικρό ψυγείο να δει αν είχε μέσα όλα όσα είχε ζητήσει. Η βότκα ήταν μέσα παγωμένη αρκούντως, και το χαμηλό κρυστάλλινο ποτήρι ίδρωνε πάνω στο ξύλινο σουβέρ.
Στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη, χαμήλωσε λίγο και έστρωσε τα μακριά μαλλιά του. Ήταν περήφανος γι’ αυτά τα μαλλιά. Κόντευε τα 40 και δεν είχε καμία άσπρη τρίχα. Ήταν ίσια, μαύρα και γυαλιστερά.
Έβαλε ένα ποτό, χάιδεψε το επιμελημένα ξεφτισμένο δερμάτινο και άπλωσε τα πόδια του στο χαμηλό τραπεζάκι. Έβλεπε το είδωλό του στον καθρέφτη. Θαύμαζε τη στάση του. Νωχελική, λεπτή. Έτοιμη κάθε στιγμή για επίθεση. Φιγούρα αιλουροειδούς χωρίς ευτυχώς ποτέ να χρειαστεί να στερηθεί για να τη διατηρήσει. Μάλλον τα ξενύχτια, οι καταχρήσεις και τα θηλυκά βοηθούσαν επαρκώς. “ Είσαι ωραίος μάγκα μου. Είσαι ωραίος”, μονολόγησε και γέλασε βραχνά.
Ο Φρανκ- όνομα που του είχε κολλήσει μια γκόμενα όταν ήταν ακόμα στα 20 και τραγουδούσε με τη δεύτερη μπάντα του γιατί λέει έμοιαζε με τον Φρανκ Ζάππα, ήταν πλέον επιτυχημένος. Βέβαια στον Ζάππα δεν έφερνε και πολύ. Μόνο το μουστάκι και το μουσάκι ήταν ίδιο αλλά τον βόλευε αυτό το όνομα. Περιείχε την κατάλληλη δόση αμφισβήτησης και εναλλακτικότητας. Στην ουσία ο Φρανκ δεν ήταν και τίποτα το ιδιαίτερο. Αλλά εφόσον το ήξερε ο ίδιος ήταν εντάξει. Μπορούσε να το χειριστεί κατάλληλα και τα χρόνια που περάσαν του απέδειξαν ότι ήταν πολύ καλός σ’ αυτό. Μουσικός δεν ήταν. Τραγουδούσε μέτρια. Αλλά πάνω στη σκηνή ήταν αρκετά εντυπωσιακός. Φρόντισε να προβάρει από μικρή ηλικία τις κατάλληλες κινήσεις. Λίγος Morrison, λίγος Cave, λίγος Iggy και έτοιμος. Αν προσθέσει κανείς σ’ αυτό και κάτι προκλητικές δηλώσεις επί παντός επιστητού και κάτι ιστορίες για ομηρικούς καβγάδες με γυναίκες και συνεργάτες- όλα κατασκευασμένα από τον ίδιο, έχει την συνταγή της επιτυχίας. Οι γκόμενες τον λάτρευαν, οι άντρες γουστάρανε την αυθεντικότητά του, οι κριτικοί με τον καιρό έμαθαν πως ο κόσμος καθιερώνει είδωλα. Και πλέον ο Φρανκ ήταν είδωλο.
Συνέχισε να σιγοπίνει τη βότκα του και αναλογίστηκε πόσο έξυπνη κίνηση ήταν εκείνη η υποτιθέμενη διάλυση της τωρινής του μπάντας πριν 3 χρόνια. Το κοινό συνέρρεε στις συναυλίες για να ακούσει τραγούδια από τους παλιούς του δίσκους. Κάθε φορά ήταν η τελευταία φορά. Και κάθε φορά ο κόσμος εξακολουθούσε να έρχεται καυλωμένος να τους ακούσει. Ή μάλλον: να τον ακούσει. Οι υπόλοιποι ήταν καλοί μουσικοί αλλά τους είχε διαλέξει και για άλλον έναν λόγο. Δεν ήταν ικανοί να τραβήξουν την προσοχή από αυτόν.
Σηκώθηκε να βάλει άλλη μια βότκα. Έπρεπε να αποφασίσει επιτέλους τι θα κάνει με καινούριο υλικό. Ήταν καιρός να αλλάξει τα δεδομένα. Ο Φρανκ και η μπάντα του θα βγάζανε δίσκο μετά από 5 χρόνια. Είχε μαζέψει ό,τι καλύτερο είχε γράψει ο μπασίστας του. Γιατί εκείνος έγραφε κομμάτια προορισμένα να σαρώσουν. Γηπεδικά, εφηβικά ίσως, αλλά θα σάρωναν για άλλη μια φορά.
Όρθιος δίπλα στο ψυγείο, άρχισε να κουνάει τη μέση του κυκλικά, αργά, ηδονικά. Κάπως όπως ο Βασιλιάς παλιά. Φαντάστηκε ότι είχε στα πόδια του μια γυναίκα. Μια μικρή, όμορφη γυναίκα με το στόμα της κολλημένο στον καβάλο του. Έφερε το μπουκάλι στο στόμα του και κρατώντας το σαν μικρόφωνο, έσυρε τα χείλη και τη φωνή του αργά επάνω του. “Don’t you love her madly..” τραγούδησε βραχνά. Είχε αρχίσει να μεθάει λίγο.
Οι γυναίκες τον λάτρευαν. Κι αυτός το ίδιο. Γέλασε σιγά. Τις λάτρευε. Ειδικά τις μικρές σε ηλικία. Όχι τόσο βέβαια, όσο να τις κρατήσει για πολύ. Ήθελε όλη την προσοχή ο Φρανκ και οι γυναίκες έχουν ένα μυστήριο τρόπο να την τραβάνε πάνω τους μετά από λίγο. Κι έτσι διάλεγε ποιες θα τον συντροφέψουνε. Για ένα ή λίγα βράδια. Καμιά φορά σκεφτότανε πως θα ήταν η ζωή του, αν είχε ακολουθήσει την προδιαγεγραμμένη πορεία, βοηθός στο φαναρτζίδικο του γέρου του μέχρι να βρεθεί καμιά καλή κοπέλα, να την παντρευτεί, να κάνουνε και κάνα δυο παιδιά. Εντωμεταξύ θα είχε πεθάνει κι ο γέρος θα του άφηνε την επιχείρηση και την γριά να την φροντίζει. Αυτή ήταν γερό κόκκαλο, δεν θα πέθαινε νέα. Γύρισε το κεφάλι του επιδεικτικά στο πλάι και έφτυσε. Προσγείωσε τη ροχάλα στον καθρέφτη και έμεινε να την κοιτάει καθώς κυλούσε αργά προς τα κάτω. Του λέρωνε το είδωλο. Γέλασε δυνατά, σπασμωδικά. Μήπως είχε μεθύσει τελικά; Δεν την σκούπισε.
“Father I want to kill you, mother I want to fuck you”, τραγούδησε δυνατά. Τον έπιασε κρίση βήχα και γέλιου μαζί. Η ιδέα ότι θα πηδούσε την μάνα του ήταν φοβερά γελοία. Η γριά δεν ήταν από κείνες που αφήνανε περιθώρια. Από μικρό τον έσπαγε στο ξύλο. Σαν τώρα την θυμάται να τριγυρνάει μέσα στο σπίτι με τα νυχτικά και κάτι ελεεινές περούκες και να παριστάνει την μεγάλη ντίβα. Αφού είχε κατεβάσει μισό μπουκάλι βότκα πρώτα. Βότκα για να μη μυρίζει μετά. Όσο ήταν μικρός και δεν πήγαινε σχολείο, το θυμάται να συμβαίνει τουλάχιστον 3 φορές την βδομάδα. Είχε όμως καταπληκτικό αυτοέλεγχο. Έπινε μια θάλασσα, τραγούδαγε, ντυνόταν, έκανε σώου και κατά το μεσημέρι πριν έρθει ο πατέρας του γινόταν πάλι η μάνα, σοβαρή με την ρόμπα σφιχτά δεμένη στη μέση της και τα χέρια της έτοιμα για ανάποδες. Τις μόνες φορές που τη θυμάται τρυφερή ήταν όταν τον ήθελε κομπάρσο στην παράστασή της. Τότε τον καλόπιανε. «Έλα αγάπη μου, έλα αστέρι μου να χτυπήσεις παλαμάκια στην μαμά. Η μαμά θα γινόταν μεγάλη θεατρίνα αγάπη μου. Έλα δεν είμαι όμορφη;»
«Ναι μαμά είχιαι όμολφηη», της απαντούσε ψευδά και έμενε να την χαζεύει. Με τα παιδικά του δόντια λειψά, με τα χεράκια του ιδρωμένα να χειροκροτάνε μέχρι που κοκκίνιζαν και τα μάτια του πελώρια να τσούζουν αλλά να μην τα κλείνει ούτε για ένα δευτερόλεπτο, να μην χάσει την εικόνα της. Με την περούκα στραβή, το κραγιόν πασαλειμμένο να γελάει βραχνά, βραχνά σαν την πουτάνα στην Γ’ Σεπτεμβρίου, χρόνια μετά «έλα αγοράκι πέντε χιλιάρικα το απλό δέκα ο γύρος του κόσμου έλα αγοράκι που έχεις και όμορφα μακριά μαλλιά μμμ έλα αγοράκι»-
Κούνησε το κεφάλι του αηδιασμένος. Τι σκατά τον είχε πιάσει απόψε; Σήμερα ήταν η βραδιά του κι αυτός σκεφτόταν όλες τις αηδίες. Οι γέροι του ζούσαν ακόμα στο ίδιο σπίτι, είχε να τους δει χρόνια. Ποιος ξέρει ίσως η μάνα του να κάνει παραστάσεις μόνο για το γέρο πια.
Σηκώθηκε όρθιος και ξαναγέμισε το ποτήρι. "Στην υγειά μου λοιπόν", έγνεψε κοροϊδευτικά. Ένιωσε έτοιμος. Η γνωστή ιεροτελεστία όπως πριν από κάθε συναυλία είχε φτάσει τη μέση της. Τώρα ήταν ώρα να πλακώσει στο βρισίδι κάποιον από τους τεχνικούς και μετά να διαλέξει την πιο μικρή από τα κοριτσάκια που ήταν μαζεμένα έξω από τα κάγκελα να παίξει λίγο μαζί της. Ήταν πολύ προσεκτικός ο Φρανκ μ’ αυτό το θέμα. Τις διάλεγε όσο πιο μικρές γινόταν αλλά νόμιμα ενηλικιωμένες. Δεν ήθελε τραβήγματα με κανέναν πολύ περισσότερο με έξαλλους πατεράδες ή μανάδες ή ακόμα χειρότερα μπάτσους. Ας τα μάζευαν τα μούλικά τους πριν βγουν στην γύρα για γαμήσι. Αλλά κι αν δεν τα μάζευαν, αυτός δεν είχε καμιά διάθεση για περαιτέρω τραβήγματα.
Άδειασε το μισό και άνοιξε την πόρτα. Προχώρησε αργά, λικνιστικά μέχρι την πλαϊνή είσοδο και κρυφοκοίταξε από το παραθυράκι. Προσπαθούσε ακόμα να διαλέξει γκόμενα, όταν ένιωσε ένα χέρι να του χαϊδεύει την πλάτη. Στράφηκε έτοιμος να βάλει φωνές γιατί για μια στιγμή, μόνο για μια στιγμή του φάνηκε ότι ήταν το χέρι της μάνας του. Είδε μια κοπέλα με κόκκινα μαλλιά. Τρόμαξε γιατί για μια στιγμή, μόνο για μια στιγμή δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα άλλο. Ούτε πρόσωπο, ούτε κορμί, μόνο αυτά τα παράξενα κόκκινα σαν το αίμα λίγο πριν πήξει μαλλιά. Επιβλήθηκε στον γρήγορο χτύπο της καρδιάς του. Είχε καλό αυτοέλεγχο αυτό ήταν γνωστό. Μισόκλεισε τα μάτια.
-Τι έχουμε εδώ;
Με βαθιά επιτηδευμένα βραχνή φωνή. Η κοπέλα τον κοίταξε λίγο εξεταστικά.
-Ψάχνω τον Φρανκ. Εσύ είσαι;
Τον θύμωσε. Δεν είναι δυνατόν να τον ρωτάει! Εκτός και αν.. γέλασε με μια μικρή που δεν θα παραδεχόταν σε κανέναν ανακούφιση, την είχαν στείλει οι μαλάκες της μπάντας να του κάνει πλάκα.
-Εγώ βέβαια. Ψάχνεις κάτι συγκεκριμένο από τον Φρανκ; Σκέφτομαι διάφορα δικά του, που θα μπορούσα να σου χαρίσω.
Χάιδεψε τα μαλλιά του και έγλειψε τα χείλια του με εκείνη την κίνηση που οι φωτογράφοι λάτρευαν.
-Δεν είμαι σίγουρη. Ακόμα. Υπάρχει κάποιο μέρος να τα πούμε λίγο; Με λένε Αριάννα.
Πετάρισε τα μπλε της βλέφαρα.
Γέλασε πιο δυνατά. Η μικρή ντρεπόταν. Τώρα που μπορούσε να την κοιτάξει, έβλεπε πόσο μικρή ήταν. Κατάλευκο δέρμα, σκούρα μάτια και κόκκινα μαλλιά. Από κορμί δεν έλεγε και πολλά αλλά για τη δουλειά που την ήθελε δεν χρειαζόταν. Να τον ξαλαφρώσει λίγο πριν την συναυλία, να βγει στον κόσμο νωχελικός.
-Και βέβαια υπάρχει. Έλα και μετά θα μου πεις αν θα με θυμάσαι για πάντα.
Την αγκάλιασε από τους ώμους και την τράβηξε προς το δωμάτιο. Το κορμί της του έδινε μια περίεργη αίσθηση. Σαν να μην έμενε λεπτό ακίνητο, σαν να έτρεχαν νερά κάτω από το δέρμα της. Παράξενο μα όχι αποκρουστικό. Χαμογέλασε λίγο σαν λύκος. Θα ήταν ιδιαίτερη βραδιά σήμερα.
Μπήκαν στο δωμάτιο.

Λίγο αργότερα ο μπασίστας πέρασε έξω από το δωμάτιο. Άκουσε κάτι περίεργους μα γνώριμους θορύβους. Ρουφήγματα, κραυγές. Κούνησε το κεφάλι του συγκαταβατικά. Ο Φρανκ καλοπερνούσε. Είχε προλάβει να δει την πλάτη της κοπέλας. Και του είχαν κάνει ενύπωση τα μαλλιά της. Φλογάτα.

Ιδιαίτερη βραδιά εκείνη. Οι γκρούπις του Φρανκ, αυτές που πάντα στριμωχνόντουσαν μπροστά μπροστά να ιδρώνουνε πάνω στους σεκιουριτάδες είπανε πως ήταν η καλύτερη εμφάνισή του. Καμιά δεν κατάλαβε πως αυτοκτόνησε μπροστά στα μάτια τους. Νομίσανε πως ήταν όλα μέρος του σώου. Όταν ο Φρανκ δάγκωσε το καλώδιο του μικροφώνου μέχρι να το γυμνώσει από το προστατευτικό του τσιρίξανε όλες μαζί. Όταν τον χτύπησε το ρεύμα και μυρίσανε καμμένο κρέας, σβήσανε τα φώτα και ξέσπασαν ουρλιαχτά θριάμβου.
Τον κόσμο τον έβγαλαν από το γήπεδο λίγο αργότερα. Υποθέσαν όλοι ότι η συναυλία τελείωσε λίγο απότομα αλλά θριαμβευτικά.
Τον Φρανκ τον μαζέψαν οι τεχνικοί σε μια πλαστική σακούλα. Οι μπότες του είχαν κολλήσει στο πάτωμα και το δερμάτινο παντελόνι του στην κολώνα του μικροφώνου.
Κανείς πέρα από τον μπασίστα δεν είχε δει την κοπέλα με τα κόκκινα μαλλιά να μπαίνει μαζί του πριν την συναυλία στο δωμάτιο. Κι ο μπασίστας δεν μίλησε. Είχε υλικό για καινούρια αρχή. Καλό υλικό, ικανό για να υπογράψει συμβόλαιο που θα απαιτούσε ξεχωριστό δωμάτιο για τον ίδιο.

http://enniamedyo.blogspot.com/

Η άποψη του Μίχου
Ένα από τα βασικά μειονεκτήματα του Καραγάτση είναι η παντελώς λανθασμένη αντίληψη που έχει για τα ψυχαναλυτικά. Δεν βιώνουμε με τόσο διάφανο τρόπο τα συμπλέγματά μας. Η καλύτερη διαχείρηση του θέματος σε αυτές τις περιπτώσεις γίνεται πλάγια και απαιτεί όχι τόσο ωριμότητα, αλλά το πέρασμα από την αγοραία γνώση της ψυχανάλυσης στην πραγματική. Για παραδειγμα: Ο Μόρισον δεν λέει ποτέ fuck you αλλά κραυγάζει σαν ζώο, γιατί η απαγόρευση της αίμομιξίας είναι το όριο του πολιτισμού και η βίωση της φράσης του καίει το στόμα. Η ιστορία έχει ένα εύρημα, αλλά έχει μεγάλες δυσκολίες στο να διαμορφώσει έναν αληθοφανή κόσμο γύρω από το εύρημα. Μοιάζει περισσότερο να φαντάζεται τη ζωή ενός ροκ σταρ λαϊκής καταγωγής απέξω και λιγότερο καταγράφει από μέσα την αληθινή ζωή του. Το κείμενο κατά την άποψή μου περιέχει μιαν χαώδη αντίληψη ηρωισμού και αύρας κοινή σε όσους επιχείρησαν ως τώρα να γράψουν με θέμα την ροκ μουσική. Ίσως γιατί η κοινωνία μας ακόμη δεν μπήκε σ' αυτή την αγορά της μουσικής. Και ίσως γιατί οι επρόσωποί της τρέφονται κατά το ήμισυ με ειδησεογραφία εξωτερικού. Περισσότερο μου μοιάζει ότι επιχειρεί ένα σενάριο διανθισμένο με κρίσεις από τον αφηγητή ή τον πρωταγωνιστή για να του δώσει μια επίφαση αφηγήματος. Τι θα συμβούλευα; Ανάγνωση βιβλίων αλλά με την προσοχή στραμμένη στο ΠΩΣ διαμορφώνεται και κλιμακώνεται η αφήγηση. Αυτό κιόλας θα μπορούσε να βοηθήσει από μόνο του, αν εφαρμοστεί στο κείμενο που έχουμε εδώ για να διορθωθούν οι αδυναμίες του. Το εύρημα είναι ύπουλο πράγμα. Όλοι έχουμε στα συρτάρια μας ευρηματικά πράγματα που δεν έγιναν ποτέ λογοτεχνία. Άλλα γιατί ήρθαν νωρίς όταν δεν μπορούσαμε κειμενικά να τα στηρίξουμε κι άλλα ήρθαν αργά όταν είχε περάσει η ώρα τους.

H άποψη του Πετεφρή.Λοιπόν.Ενας τραγουδιστής που παίζει το φρικιό, μέτριος σε όλα,που πηδάει (τρόπος του λέγειν ) μικρές, λόγω της σχιζοφρενούς η παρανοικής μάνας του, βρίσκει τον μάστορή του σε μιά κοκκινομάλλα και δαγκώνει το μικρόφωνο και αυτοκτονεί, διαλυόμενος μπροστά στο κοινό του.Ο Μίχος με καλύπτει πλήρως. Προσθέτω μερικά ανακόλουθα: δεν ξέρω πολλά από ηλεκτρολογικά, αλλά αφού φορούσε μπότες, δεν θα πάθαινε ηλεκτροπληξία, ειδικά δαγκώνοντας καλώδια μικροφώνου- άλλο ζήτημα αν δάγκωνε amps . Αν είχε το «κύρος» να κάνει συμβόλαιο, όπου ζητούσε ειδικό δωμάτιο, δύσκολα θα αρκούνταν σε ένα δωμάτιο.Συνήθως ζητούν σουίτα. Τέτοια πολλά στο κείμενο.Θα πρότεινα , sorry girl ,να διαβάσεις πολύ την σχετική γραμματολογία (υπάρχουν εκατοντάδες μαρτυρίες από συνοδούς κειμενογράφους, γραμματείς, μακιγιέζ, γκρούπις, απομνημονεύματα, ακόμη και αυτοβιογραφικές συνεντεύξεις αλλά και πλήθος ντοκιμαντέρ,γιά την συμπεριφορά και το στύλ αυτών των ανθρώπων.λΟχι γιά να ταξεπατικώσετε, αλλά γιά να διακρίνετε, εφ όσον μπορείτε, απίστευτα μικρές λεπτομέρεις που φωτίζουν αυτό που λέμε εξώλης και προώλης βίο, που, πιστέψτε με, είναι τελείως διαφορετικός στην ψύχα του.Με εξαίρεση καμιά εκατοστή(σε πενήντα χιλιάδες) οι περισσότεροι είναι επίπεδοι τύποι, σαν τα μαμούδια, εκτός σκηνής.
Περιορίζομαι σε ένα ζήτημα, που σίγουρα θα μας απασχολήσει και αργότερα, το θέμα της συγγραφικής παντογνωσίας. Αν ο συγγραφέας τα ξέρει τόσο πολύ όλα, δεν καταλαβαίνω γιατί δεν φέρεται και ως μικρός θεός. Δεν είναι και πολύ σόι να καταγράφεις, αντικειμενικά υποτίθεται, τις κινήσεις ενός ανθρώπου μέσα σε ένα δωμάτιο (όπου προφανώς δεν βρίσκεσαι μέσα κι εσύ) και ταυτόχρονα, να είσαι μέσα στο μυαλό του, να ξέρεις τις σκέψεις του, και να τον αυτοκτονείς γιά μία Αριάννα με αιματόχροα μαλλιά. Το εύρημα του μπασίστα που ,θυσιάζοντας τον Φράνκ, κερδίζει μερικά σουξέ, δεν λειτουργεί κάν.
Προτείνω επίσης συστηματική ανάγνωση του ποιήματος του Καβάφη «Ηγεμών εκ δυτικής Λιβύης»- έως εκεί είναι τα όρια ανάμεσα στην καταγραφή και στην υπόθεση εργασίας.Και στον συνδυασμό τους.
Η γραφή στην Αριάννα, επειδή χρωστάει πολλά σε παρεπόμενα, σε στερεότυπα και αυτονόητα, βρίσκεται στα όρια της λογοτεχνίας και της παραλογοτεχνίας. Θα μπορούσε να γεμίζει δυό ή τρείς σελίδες ενός μοδάτου περιοδικού, ξεσηκώνοντας και μερικούς επαίνους. Στην θέση σας, θα δοκίμαζα μιά ολιγόλογη, σταράτη περιγραφή των κινήσεων του Φράνκ, χωρίς ερμηνείες και ήχους, κι έπειτα θα κοίταζα άν αυτό το αποτέλεσμα θα μπορούσε να ανατραπεί από μία παράλληλη διήγηση, με διαφορετικό ύφος, όπου η δυναμική της συναυλίας του ίδιου του Φράνκ θα βρισκόταν σε συνεχή αντίστιξη με την performance της μάνας του. Και στο τέλος, πάλι μιά ολιγόλογη, σταράτη διήγηση της συνάντησης με την ρούσα.Και βέβαια, δεν θα τον σκότωνα στο τέλος. Θα τους πάντρευα.

Παρασκευή 2 Φεβρουαρίου 2007

Lexluthor - Ενα κουνέλι

Ξέρω πως θες να σου μιλάω για όσα δεν ακούς καθημερινά. Για νύχτες που τα άστρα δεν βγήκαν. Για μακρινούς καταρράκτες στην Αφρική και εξωτικά πουλιά με ανατριχιαστικά κελαηδίσματα. Για σπηλιές με μυστικά περάσματα και τέρατα κρυμμένα στις σκιές. Ξέρω πως θες να ακούς ιστορίες για φυλές με μάγους και τοτέμ. Για εκδικητικούς πειρατές και δράκους με φτερά. Για μυστικά που τα φυλάνε ιππότες με ασημοκεντημένες φορεσιές. Για μαγεμένους αυλούς και θησαυρούς θαμμένους σε χαμένα νησιά. Σήμερα όμως δεν θα το κάνω. Σήμερα θα σου μιλήσω για πράγματα απλά. Θα σου μιλήσω για εκείνη. Θα σου μιλήσω για ένα βράδυ και ένα κουνέλι.

Είχα καρφώσει το βλέμμα στα κουνελένια παντοφλάκια της. Ήταν τοποθετημένα με νοικοκυροσύνη πάνω στο μικρό χαλάκι. Στο πλάι είχαν ένα μικρό σκίσιμο και το ροζ χρώμα τους είχε πια ξεθωριάσει, όπως έχουν ξεθωριάσει και οι αναμνήσεις μου. Σε λίγο θα γυρνούσε. Ήθελα να μείνω στο κρεβάτι, ακίνητος, ξαπλωμένος. Ήθελα να σταματήσει ο χρόνος, έστω και για λίγο. Θυμάμαι όταν τα είχα δει στην βιτρίνα. Μπήκα και τα αγόρασα χωρίς να το πολυσκεφτώ. Από τότε δεν έπαψε ποτέ να τα φοράει και δεν έπαψαν ποτέ να μου φέρνουν στο μυαλό εκείνο το κουνέλι.

Εκείνο το κουνέλι είχε και όνομα. Δεν ξέρω αν απλώς το ξέχασα με τον καιρό ή επέλεξα να το εξορίσω από την μνήμη μου. Το έφερε ο παππούς μέσα σε ένα χαρτοκιβώτιο με μικρές τρύπες. «Μάντεψε τι σου έφερα» είπε γεμάτος ενθουσιασμό. Ένα κλειστό κουτί με περιεχόμενο μια έκπληξη είναι πάντα η απόλυτη ευτυχία για ένα εφτάχρονο παιδί. Γονάτισε ακουμπώντας προσεκτικά το χαρτοκιβώτιο στο πάτωμα. Με φώναξε κοντά και το μισάνοιξε. Αυτό καθόταν κουρνιασμένο σε μια γωνιά. Ήταν λευκό και χνουδωτό. Η αναπνοή του ήταν γρήγορη, σαν να έτρεμε. Τα αυτιά του έπεφταν γύρω από το πρόσωπο. Ο έρωτας ήταν κεραυνοβόλος. Ο παππούς έκλεισε ξανά το κουτί και είπε να τον ακολουθήσω. Οι γαλότσες του έτριζαν σε κάθε βήμα. Κατεβήκαμε στον στάβλο, έβγαλε από μια γωνιά μερικά αγροτικά σύνεργα, τσάπες, φτυάρια και τσουγκράνες αποκαλύπτοντας ένα μικρό κλουβί από ξύλινο σκελετό και λεπτό συρμάτινο πλέγμα. Ξέμπλεξε το σκουριασμένο τέλι που μαζί με μια πρόκα έπαιζαν το ρόλο της κλειδαριάς και ελευθέρωσε μέσα το τρομαγμένο κουνέλι. Αυτό έκανε μερικά δειλά βήματα και στάθηκε ακίνητο στην απέναντι γωνία.

Θα έπρεπε να είχα πάνω από τρεις ώρες ασάλευτος στο κρεβάτι. Ώρες περισυλλογής, ώρες συγκέντρωσης που διακόπτονταν από σκόρπια κομμάτια αναμνήσεων. Σαν άλτης που ετοιμάζεται να πάρει φόρα και έχει το βλέμμα καρφωμένο στον στενό διάδρομο προσπαθώντας να αγνοήσει τις εικόνες γύρω του. Το δικό μου σκάμμα όμως δεν είχε άμμο. Δεν ήξερα τι είχε. Ίσως είχε δροσερό νερό, ίσως πάλι να ήταν και ένας απύθμενος γκρεμός.

Ήμουν είκοσι χρονών την πρώτη φορά που την είδα. Είκοσι τρεις Ιουνίου, ημέρα Δευτέρα, ώρα δέκα και σαράντα το πρωί. Ένα καλοκαιρινό πρωινό μιας εποχής που τα πρωινά ήταν ακόμα ανέμελα. Που μπορούσα να αποφασίζω αν θέλω να ξυπνήσω νωρίς ή αργά. Αν θέλω να χουζουρέψω στο κρεβάτι ή να βγω βόλτα στη λιακάδα. Το ραντεβού με την παρέα ήταν για τις δέκα και μισή. Καθυστέρησα επίτηδες, μην φτάσω πρώτος μα δεν τα κατάφερα. Πως τα φέρνει καμιά φορά η ζωή. Μια καφετέρια γεμάτη από κόσμο. Δεκάδες τραπεζάκια κατακλεισμένα από ανθρώπους που είχαν την τύχη να πίνουν καφέ ένα Δευτεριάτικο ηλιόλουστο πρωινό. Όλα γεμάτα εκτός από ένα. Ένα άδειο τραπεζάκι ανάμεσα σε μια θάλασσα από ανθρώπους και πολύχρωμα καλαμάκια. Ένα άδειο τραπεζάκι και εκείνη μόνη στο διπλανό. Την παρατηρούσα αποσβολωμένος καθώς προχωρούσα προς το μέρος της. Τα μαύρα σγουρά μαλλιά τράβηξαν πρώτα το βλέμμα μου. Πέφτανε μακριά και ατίθασα ολόγυρα στο πρόσωπο της. Ανάμεσα στο μαύρο, ξεχώριζε το κόκκινο στα μάγουλα της. Τα μάτια της παιχνιδιάρικα και φωτεινά, πέρασαν φευγαλέα από πάνω μου καθώς κοιτούσα το μικρό λακκάκι στο πηγούνι της.

Καθόμασταν δίπλα. Άγνωστοι μεταξύ αγνώστων. Ίσως κάποιος την είχε στήσει, ίσως να ήταν απλώς μόνη. Δεν με ένοιαζε. Το μόνο που ήθελα ήταν να βρω κάποια πρόφαση να γυρίσω το βλέμμα μου στο πλάι και να την ξανακοιτάξω. Η αναζήτηση του σερβιτόρου ήταν μια καλή ευκαιρία που δεν έχασα. Όχι, δεν περίμενε κανένα. Φαινόταν από την χαλαρότητα του προσώπου της. Κοιτούσαμε και οι δυο προς την μεριά του δρόμου. Κόσμος περνούσε πάνω κάτω το πλακόστρωτο. Μια μεγαλοκυρία κατηφόριζε φορτωμένη με πολύχρωμε τσάντες. Περπατούσε αργά και αρχοντικά πάνω στα ψηλά της τακούνια. Το βλέμμα της ήταν καρφωμένο μπροστά και το πρόσωπο της είχε μια-κάντε πέρα τιποτένιοι αστοί- έκφραση. Η υπεροψία είναι πάντα πολύ εύθραυστη , αρκεί λίγο λιωμένο παγωτό πάνω στα πλακάκια να την κάνει θρύψαλα. Κάποιο παιδάκι ίσως έκλαψε πολύ για εκείνη την μπάλα φιστίκι. Αν ήξερε όμως τις αλυσιδωτές αντιδράσεις που προκάλεσε και το αποτέλεσμα τους, θα καταλάβαινε πως ήταν μια θυσία που έπιασε τόπο. Η απορία και η έκπληξη ζωγραφίστηκαν στην φάτσα της καθώς γλίστρησε και έπεσε ατσούμπαλα. Προσπάθησα να κρατήσω τα γέλια που έφτασαν μέχρι τα χείλη μου. Εκείνη δεν μπόρεσε, το γέλιο της αφού πρώτα κοκκίνισε κι άλλο τα μάγουλα της μεταδόθηκε στα γύρω τραπεζάκια. Η μεγαλοκυρία προσπαθούσε νευρικά να μαζέψει από το πάτωμα τις τσάντες και την αξιοπρέπεια της .
Τα βλέμματα μας συναντήθηκαν συνωμοτικά. Πέρασαν μερικές στιγμές σιωπής. Έπρεπε να φανώ αποφασιστικός. Η ατάκα που διάλεξα για να ανοίξω συζήτηση μου φάνηκε τότε πολύ έξυπνη. Όσο περνάνε τα χρόνια τόσο την πιο ηλίθια την βρίσκω. Ίσως την βρήκε και εκείνη ηλίθια, όμως δεν μου το είπε ποτέ.
«Έκανες ευχή;»
«Τι ευχή;» ρώτησε ξαφνιασμένη. Η φωνή της ήταν γλυκιά, ταιριαστή με το παρουσιαστικό της.
«Ξέρεις έχω σταματήσει να κάνω ευχές όταν πέφτουν άστρα. Τις κάνω όταν πέφτουν άνθρωποι.»
« και γιατί παρακαλώ;»
«Γιατί συμβαίνει συχνότερα.»

Τώρα ξέρω πως η μόνη χρησιμότητα των ευχών είναι η παραδοχή των θέλω μας. Όνειρα που κρατάμε καλά κλειδωμένα στο κεφάλι μας και αποφασίζουμε να τα φωνάξουμε δυνατά στον εαυτό μας. «Θέλω». Εκείνη τη πρώτη νύχτα μας το μόνο που ήθελα ήταν να την σφίξω πάνω μου. Είχαμε καταλήξει καθισμένοι στην αμμουδιά με ένα μπουκάλι κρασί και δυο πλαστικά ποτήρια. Γελούσαμε , ο πάγος είχε σπάσει σαν την καρδιά μου όποτε με κοιτούσε στα μάτια. Ήταν όπως όλες οι πρώτες συζητήσεις κάθε ζευγαριού. Τότε που η προσωπικότητα που έχεις πλάσει με την φαντασία σου αρχίζει να αντικαθίσταται από αυτήν που σου αποκαλύπτεται, την πραγματική. Μάθαινα πως το γλυκό χαμόγελο έκρυβε εξυπνάδα και δυναμισμό, τα παιχνιδιάρικα μάτια τσαμπουκά και ζωντάνια, τα κόκκινα μάγουλα πάθος για ζωή.
«Θες άλλο κρασί;» Την ρώτησα αν και αυτό που εννοούσα ήταν αν ήθελε να την πάρω αγκαλιά και να κάνουμε έρωτα μέχρι το πρωί.
«Θέλω» είπε και τέντωσε το χέρι της με παιχνιδιάρικο ύφος μιμούμενη εκείνη την πέφτουσα μεγαλοκύρια.
«Γέμισε μου το ποτήρι ταπεινέ οινοχόε»
Ξεχείλισα επίτηδες το ποτήρι μέχρι που το λευκό κρασί χύθηκε στα χέρια της. Δεν έχασε χρόνο. Πριν προλάβω να αντιδράσω το έριξε όλο πάνω στο κεφάλι μου και άρχισε να τρέχει. Σηκώθηκα και την κυνήγησα. Την έπιασα από την μέση και την έριξα στην αμμουδιά. Το κρασί είχε ήδη τρέξει μέχρι τα χείλη μου την στιγμή που ενώθηκαν με τα δικά της. Εκείνο το μεθύσι δεν ήταν διαφορετικό από τα άλλα. Γκρέμισε τις άμυνες μου και έφερε μαζί του ένα γλυκό αίσθημα ευφορίας. Μια ευφορία που δεν χάθηκε το επόμενο πρωί αλλά έμεινε εκεί, εναλλασσόμενη διαρκώς με νεύρα, ενθουσιασμό, ζήλια, γέλιο, τρέλα, χαρά, δάκρυα και ευτυχία.

Όσο και αν προσπαθώ δεν μπορώ να θυμηθώ. Όμως είμαι σίγουρος. Εκείνο το κουνέλι είχε όνομα. Ακολουθούσα τον παππού όποτε πήγαινε να το ταΐσει. Εκείνο είχε μάθει και καταλάβαινε πότε του έφερναν φαγητό. Δεν κούρνιαζε στις γωνίες. Πλησίαζε στο πορτάκι ξεθαρρεμένο. Το κοιτούσα όσο έτρωγε. Ήταν το κουνέλι μου. Περνούσα συνεχώς από το στάβλο να το χαζέψω και να του μιλήσω. Αυτό γυρνούσε το κεφάλι του δεξιά αριστερά και έκανε μικρά βηματάκια.

Εκείνες τις πρώτες μέρες ζούσαμε και οι δυο κάτι πρωτόγνωρο. Είχαμε πέσει σε μια δίνη που μας στροβίλιζε και μας βύθιζε. Δεν ξέραμε αν θα μας έπνιγε. Απλώς απολαμβάναμε την περιστροφή σαν πιτσιρίκια στο λούνα πάρκ. Οι προτεραιότητες άλλαξαν. Ένα βλέμμα, ένα άγγιγμα , μια λάθος κουβέντα έφταναν να αλλάξουν την διάθεση μου. Οι εκρηκτικοί καυγάδες τέλειωναν με παθιασμένο έρωτα που με έκανε να νιώθω πως όλη μου η ζωή , όλες μου επιλογές, έγιναν για να με οδηγήσουν εκεί ακριβώς. Σε εκείνες τις στιγμές της ζάλης.

Τα χρόνια πέρασαν και είχαμε γίνει σαν δυο πέτρες. Δυο πέτρες σκληρές και τραχιές που κάποιος τις έριξε δίπλα δίπλα στην θάλασσα. Και τα χρόνια περνούσαν σαν το κύμα και λείαιναν αργά την επιφάνεια μας. Και όπως τριβόμασταν μεταξύ μας τα αιχμηρά κομμάτια σπάζανε και πονούσαν. Μα γινόμασταν σιγά σίγα δυο στρογγυλά βότσαλα που το κύμα τα μετακινούσε μπρος πίσω και αυτά τραγουδούσαν τον κροταλιστό σκοπό τους. Πιάσαμε ένα μικρό διαμέρισμα στην πόλη. Τα βράδια φορούσε τα κουνελένια παντοφλάκια της και με φιλούσε στο λαιμό όταν γύριζα κουρασμένος. Ο έρωτας από θυμωμένος και έντονος έγινε γλυκός και ήρεμος. Μιλούσαμε και σχεδιάζαμε το μέλλον μας κοινό. Ονειρευόμασταν ταξίδια, εκδρομές και ένα σπίτι με ένα μικρό κήπο στην αυλή.

Εκείνο το πρωινό ήξερα πως είχε κάτι διαφορετικό. Δεν μπορούσα όμως να το προσδιορίσω. Ο παππούς δεν με φώναξε να ταΐσουμε το κουνέλι. Τον συνάντησα τυχαία στο δρόμο προς το στάβλο. Δεν θυμάμαι το όνομα του, μα θυμάμαι πως και αυτό είχε το ίδιο προαίσθημα με μένα. Έμεινε κουρνιασμένο στην γωνία με τα αυτιά κατεβασμένα. Τα άλλα παιδιά με είχαν προειδοποιήσει. Αυτά δεν ζούσαν στον χωριό λίγες μέρες διακοπών όπως εγώ. Αυτά ήξεραν και μου εξηγούσαν αλλά δεν τα πίστευα. Πως είναι δυνατόν να σφάξεις και να φας τον καλύτερο σου φίλο; «Θα τον σφάξετε;» ρώτησα τον παππού κλαίγοντας. Εκείνος με πήρε αγκαλιά και με έβγαλε από τον στάβλο. Μου εξήγησε ότι είχα πια μεγαλώσει και έπρεπε να καταλάβω κάποια πράγματα. Δεν ήθελα να ακούσω τίποτα. Πέρασα όλο το πρωί μόνος στο δωμάτιο μου.

Τα πρωινά είχαν πάψει να είναι ανέμελα. Ήταν σκληρά και αγχωμένα. Άκαμπτα και ακριβή όπως ο ήχος από το ξυπνητήρι. Οι δουλειές ήταν αδυσώπητες. Δεν χωρούσαν συναισθηματισμούς. Ένα κι ένα δεν έπαψαν ποτέ να κάνουν δύο. Πρωινό με πρωινό οι αριθμοί άρχισαν να παίρνουν την θέση των τραγουδιών. Και οι αριθμοί ήταν πολλοί. Έσοδα , έξοδα, δόσεις ,ενοίκια, ωράρια, ραντεβού, προγράμματα. Η ρουτίνα και η δουλειά μετέτρεπαν τους χαρακτήρες σε ψυχρούς υπολογιστές. Μηχανές που μαθαίνουν να ζυγίζουν υπέρ και κατά επιλέγοντας την πιο συμφέρουσα προσφορά. Τα βράδια περνούσαν σιωπηλά μπροστά στην τηλεόραση ή σε κοινωνικές υποχρεώσεις με σφιχτοδεμένες γραβάτες.

Το μεσημέρι κατέβηκα στην κουζίνα. Η μυρωδιά από το μαγειρεμένο κρεμμύδι μου έσπαγε τη μύτη. Όλο το πρωινό σκεφτόμουν. Ήμουν μεγάλος πια. Είχα αρχίσει να καταλαβαίνω πως λειτουργεί ο κόσμος. Χρόνια τώρα τα κουνέλια σφάζονταν για να τρώνε οι άνθρωποι. Τα κουνέλια, τα πρόβατα, οι αγελάδες. Ο κόσμος ήταν χωρισμένος σε αυτούς που τρώνε και αυτούς που τρώγονται. Ήμουν αρκετά μεγάλος για να καταλάβω πως έπρεπε να πάρω θέση σε ένα από τα δύο στρατόπεδα. Ποτέ δεν φαντάστηκα πως θα ένιωθε ένα κουνέλι την ώρα που το σφάζουν. Επέλεξα να μην το φανταστώ. Με την πρώτη μπουκιά από το στιφάδο, που είχε με τέχνη μαγειρέψει η γιαγιά, ξέχασα για πάντα τι όνομα είχα δώσει σε εκείνο το κουνέλι.

Είχα καρφώσει το βλέμμα στα κουνελένια παντοφλάκια της. Άκουσα τα βήματα της στην σκάλα και το κλειδί στην πόρτα. Είχα πάρει τις αποφάσεις μου. Οι βαλίτσες ήταν μαζεμένες στη γωνία. Η ντουλάπα και το ράφι με τα ξυριστικά έχασκαν άδεια και θλιβερά. Ένιωθα φυλακισμένος. Ένιωθα πως χρωστούσα στον εαυτό μου. Ένιωθα πως έπρεπε να δραπετεύσω. Ήθελα να ζήσω λίγο εφήμερα, μου έλειπαν τα αιχμηρά κομμάτια μου. Ήθελα να αναζητήσω δρόμους πιο εύκολους. Ήθελα να κουβαλάω μόνο τον εαυτό μου και να ζω γι αυτόν. Τα χρόνια περνούσαν κι εγώ είχα γίνει ένα λείο βότσαλο. Δεν ήθελα , δεν μου άρεσε. Έπρεπε να σπάσω τα δεσμά και να βρω τον δρόμο. Έτσι λειτουργεί ο κόσμος. Ζυγίζεις υπέρ και κατά και επιλέγεις την πιο συμφέρουσα προσφορά. Της εξήγησα με λόγια παρήγορα μα ψεύτικα. Καθόταν στον καναπέ προσπαθώντας να κρατήσει τα δάκρυα της. Πάντα ήταν περήφανη. Τα μάγουλα της είχαν κοκκινίσει. Φορτώθηκα τις βαλίτσες και έκλεισα την πόρτα πίσω μου. Μπήκα στο αυτοκίνητο και ξεκίνησα να οδηγάω. Ανέπνεα βαριά. Ο αέρας δεν είχε την αίσθηση της ελευθερίας. Ίσως ήταν νωρίς ακόμα. Το κόκκινο φανάρι μου θύμισε τα μάγουλα της. Οι πεζοί άρχισαν να περνάνε απέναντι. Ένας πιτσιρικάς με ακουστικά στα αυτιά περπατούσε με τα χέρια στις τσέπες. Πάτησε το κορδόνι του και έπεσε με τα χέρια απλωμένα στην άσφαλτο. Προσπάθησα να σκεφτώ μια ευχή.

Ξέρω πως θες να σου μιλάω για όσα δεν ακούς καθημερινά. Μα σήμερα έπρεπε να σου μιλήσω για εκείνη. Έπρεπε να σου μιλήσω για ένα κουνέλι και εκείνο το βράδυ. Εκείνο το βράδυ που έφυγα μακριά της μόνο όσο διαρκεί ο γύρος ενός τετραγώνου. Εκείνο το βράδυ που γύρισα στο σπίτι και κλάψαμε αγκαλιά. Εκείνο το βράδυ που δεν έβρισκα ευχή να μην την περιέχει. Σήμερα εσύ γίνεσαι δεκαοχτώ. Είσαι αρκετά μεγάλη για να μάθεις πως λειτουργεί ο κόσμος. Δεν την θυμάσαι μα έχεις πάρει τα μάγουλα και τα μαλλιά της. Σαν σήμερα πριν δεκαοχτώ χρόνια κοιτούσαμε πιασμένοι χέρι χέρι το εγγόνι μας. «Αν δε ζω» είπε, λες και το ήξερε, «θέλω όταν γίνει δεκαοχτώ να της δόσεις τα κουνελένια παντοφλάκια μου». Είναι σε εκείνο το κουτί δίπλα στη φωτογραφία της. Πάρ’τα, είναι δικά σου τώρα.

http://lexluthor06.blogspot.com/

H άποψη του Πετεφρή:
H ομορφιά του ρακόρ.
Λιγότερες από 2200 λέξεις, δεκαπέντε παράγραφοι, πλεγμένες σε τρία θέματα: το θέμα του παρόντος χρόνου(2 παράγραφο, πρώτη και τελευταία) το θέμα του κουνελιού στα εφτά χρόνια του συγγραφέα (4) το θέμα της κυρίως ιστορίας, το διαχρονικό, οι υπόλοιπες. Κατασκευασμένο πάνω σε μιά σκαλωσιά στιχηρού κειμένου, που όμως δεν αποκαλύπτει ευκολα την προέλευσή του. Μονταρισμένο σαν ταινία μικρού μήκους, με τις ίδιες ανάσες.
Η κινηματογραφική διήγηση, είναι γνωστό ότι χρωστάει πολλά στην πολυεπίπεδη και αναλυτική δομή του μυθιστορήματος του 19 ου αιώνα.Πήρε έναν αιώνα στο σινεμά να αρχίσει να επιστρέφει τα δάνεια. Υπάρχουν πολλά λογοτεχνικά έργα που παραπέμπουν σε σινεμά, ακόμη και πρίν την εφεύρεσή του (παράδειγμα: ο παπαΝάρκισσος του Βικέλα) και πολλά περισσότερα κινηματογραφικά που προαπαιτούν λογοτεχνική αγωγή του θεατή. Στην περίπτωση του Lex, δεν έχουμε καταπάτηση αυτής της σχέσης. Ευτυχώς, οι εικόνες που παράγονται, χρειάζονται «μετάφραση» γιά να κατανοηθούν, επομένως δεν έχουμε (ευτυχώς) το draft ενός σεναρίου. Ωστόσο, παρατηρώ με ευαρέσκεια την εφαρμογή μιάς δύσκολης και υποεκτιμημένης τεχνικής: του ρακόρ.
Ρακόρ είναι ο εικαστικός ή γνωστικός μηχανισμός που παράγει συνειρμούς ομοιόθετους, που καταλήγουν από διαφορετικές πλευρές στους ίδιους εγκεφαλικούς νευρώνες γιά επεξεργασία. Είναι στην ουσία η μόνη απτή προσφορά του Τζόις, του Προύστ, και έπειτα του νουβό ρομάν στην υπόθεση της τρέχουσας, αδοκίμαστης λογοτεχνίας. Τα κουνελόσχημα παντοφλάκια έχουν έτσι αιτιώδη σχέση με το κουνελάκι που έφαγαν σε ένα χωριό και μιά κυρία που γλυστράει σε ένα πεταμένο παγωτό, την ίδια σχέση με ένα πιτσιρίκο που γλυστράει στα φανάρια την ώρα που ο ήρωας «δραπετεύει» έστω και γιά τον γύρο του τετραγώνου.
Ατολμία, η προϋπόθεση του άδολου επαίνου
Το κείμενο του Lex απέχει από έναν έμφυτο μπεκετισμό που τον βασανίζει προφανώς, κατά μερικές προτάσεις. Αν ο συγγραφέας έβγαζε όλα τα επεξηγηματικά θυμοσοφικά από την διήγησή του, με αποφασιστικό και καταστατικό τρόπο (εννοώ εκφράσεις όπως: είχα αρχίσει να καταλαβαίνω πως λειτουργεί ο κόσμος, ζυγίζεις υπερ και κατά,ο κόσμος χωρισμένος σε αυτούς που τρών κλπ) θα είχε θέσει τα θεμέλια γιά ένα απρόσμενα φωτεινό και προχωρημένο κείμενο. Αλλά είναι άτολμος, επειδή είναι σεβαστικός στα στερεότυπα. Ομολογώ ότι δεν είναι και εύκολο να φωτίσεις φθαρμένα κουνελένια παντοφλάκια αδαπάνως.Αλλά βρίσκω την φθορά πολύ μικρή, γι΄αυτό και ο έπαινός μου είναι μέτριος ,αλλα άδολος.
Βρίσκω ότι ο Lex γράφει υπό υπνωτική έκλάμψη, αυτό που λέγαμε παλιά «έμπνευση» και όταν το κάνει, ακόμη και η ανορθογραφία «κατακλεισμένα» φαντάζει ευφυές εύρημα. Το πρόβλημά του (εύχομαι να λαθεύω) είναι ότι επανέρχεται στον τόπο του εγκλήματος. Σέβεται υπερβολικά αυτό που γράφει , το αρτύει, το πληθαίνει, δεν παραδίδεται στο έλλειμμα και στην έλλειψη, φοβάται το κενό και το καλύπτει με ό,τι έχει. Είναι όμως πολύ καλή η σχεδίαση της διαχρονικότητας, ο έμμεσος τρόπος που αλλάζει ελαφρά την έκφρασή του αναδιφώντας ζητήματα που απασχολούν έναν επτάχρονο, έναν εικοσάχρονο, έναν πάππο. Είναι επίσης πολύ επιτυχημένος ο τρόπος που «δένεται» η αντίληψη των άλλων γι΄αυτές τις ηλικίες. Με ελάχιστες πινελιές, τα παπούδια του, η στάση «εκείνης» η σιωπηλή εγγόνα, καθορίζουν όχι μόνον την αναγνωστική αλλά και την συγγραφική συμπεριφορά. Θα ήθελα απλώς ο Lex να αγαπήσει περισσότερο την ανάγνωση από την γραφή.
Τι γίνεται τώρα;
Πολλά. Κόψε το στη μέση. Ασκήσου σε ακόμη πιό περίτεχνα ρακόρ. Μιά χαρά τα πάς. Ξέχνα τις γραμμικές αφηγήσεις που είναι αξιακώς κοινές σε τεράστιες πληθυσμιακές ομάδες του δυτικού κόσμου.Από την πρώτη πρόταση της γνωριμίας σου με εκείνην το πιάκαμε το υπονοούμενο ότι θα αποπειραθείς ματαίως να χωρίσεις. Και κάτι άλλο. Μη βγάζεις τον ήρωα από την ενοχή.Αυτός κατάλαβε λάθος το κουνέλι και τις παντόφλες. Και ο θάνατος εκείνης, είναι καπως χλομός με αντίστιξη μόνον σε μαύρα μαλλιά και κόκκινα μάγουλα.Σύμφωνοι, οι «άλλοι» θέλουν από τον ήρωα μαγεμένους αυλούς και χαμένους θησαυρούς.Ε,και; Εσύ είσαι ο προσωρινός παντοκράτορας του κειμένου σου. Μη αυτονομείς τους ήρωες στον αυτόματο πιλότο. Μεγάλα κομμάτια του ένσαρκου βίου απουσιάζουν βροντερά. Η ζήλεια. Το σεξ. Οι λεπτομέρειες. Μερικές φορές το κείμενο «κολλάει». Αλλά είναι ελπιδοφόρο. Χρειάζεται μιά ιερή τρέλα γιά να στρώσει.



Η άποψη του Μίχου
Στην πλησία ανάγνωση του κειμένου είμαι κι εγώ μαθητής του Πετεφρή. Το κείμενο με προβλημάτισε με την εξής έννοια: Ποιό είναι το ζητούμενο; Να γράψουμε στο ύφος και το ύψος των ευπώλητων του περιγύρου; Από αυτή την άποψη το κείμενο στέκεται πολύ καλά και υπερβαίνει το μέσο όρο των γραφομένων ευπωλήτων. Κατά την άποψή μου υπάρχει μια ηθελημένη σύγχυση, ένας συμφυρμός που ανακατεύει λογοτεχνικά ζητούμενα με απαιτήσεις ευπεψίας της αγοράς. Και πιστευω ότι αυτή η αντίφαση συνοδεύει όποιον επιχειρεί στην πεζογραφία. Υπάρχει ένα είδος διπλής απαίτησης. Θα προτείνω κι εγώ να συνεχίσει απτόητος τους πειραματισμούς του στην αφηγηματική τεχνική, να προσέχει περισσότερο τις αυτοαναφορές του αφηγητή, να μην καταρρέουν σε κοινοτοπίες, αλλά και να μην υποκύπτει στη γοητεία των ευρημάτων του. Θεωρώ αρετή του κειμένου ότι δεν μας προσβάλλει ως αναγνώστες.